|
Στίχοι: Χρυσάνθη Ζιτσαία
Μουσική: Αμελοποίητα
Δέντρα ιερά χιλιόχρονα, στο ψήλωμα τ’ Αηλιά μας.
Αδικοσκοτωμένα μου... —Φωτιά κι αστροπελέκι—
Σεισμό τη νιώθω τη στιγμή που υψώθη το πελέκι
κι έπεσε απάνω στους κορμούς, σαν μέσα στην καρδιά μας.
Σύγνεφο μαύρο του καπνού, πνεύμα του ολέθρου μαύρο.
Της καταιγίδας, της βροντής, της ερημιάς τ’ ανέμου.
Ξεθεμελιώτρα επέρασες κατάρα του πολέμου.
Πού να σε ψάξω θύμηση γλυκιά να σε ξανάβρω;
Ως το γαλάζιο τ’ ουρανού φτάναν τ’ απάνω κλώνια.
Τις νύχτες —μάγια ολόχρυσα— τυλίγονταν τ’ αστέρια
χαρούμενοι κελαδισμοί τα γλυκοχαραμέρια.
Χίλιες φωλιές, χίλιες φωνές, χίλια πουλιά κι αηδόνια.
Κάτω απ’ τον ίσκιο τον πυκνό κι απ’ τη δική σας χάρη
στο πανηγύρι τ’ Αηλιά χορεύαν οι νυφάδες.
Στραφτοκοπούσαν φορεσιές, λάμπαν οι γι’ ομορφάδες.
Γύρους διπλούς και τρίδιπλους απάνω στο χορτάρι.
Γενιές, γενιές, εδιάβηκαν. Όνειρα φεγγοβόλα.
Καλόγεροι... κι αρματολοί... κελιά... σχολειά... κοπάδια...
Κι ύστερα η μοίρα της ζωής με χέρια εστάθηκε άδεια
και μόνο εσείς υψώνατε μια νίκη πάνω απ’ όλα.
Πελώρια και περήφανα. Στης φυλλωσιάς τους ήχους
τόνιζε θρύλους μυστικούς η αύρα αντιλαλούσα.
Τραγουδισμένα αθάνατα. Σας φίλησεν η μούσα
κι ο Μπάιρον διαβαίνοντας σας έκλεισε σε στίχους.
Στη ράχη εκεί βαρδιάτορες βιγλίζατε τα μάκρη
κι έπλεκεν ύμνο θριαμβικό στη δόξα σας ο χρόνος.
... Ψηλά με παίρνει ο στοχασμός, βαριά με ρίχνει ο πόνος.
Ανθό τρυγάω κορφολογώ και καταπίνω δάκρυ.
Βαθιές οι ρίζες του καημού κάτω απ’ την πρασιναδα.
Κι αυτού ψηλά στα ξέφωτα που πλήθαινεν η φτέρη
στον άδειο τόπο των κορμών, σαν ίσκιος σαν αγέρι
τώρα η ψυχή σας τριγυρνά διωγμένη Αμαδρυάδα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 462 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|