Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Το τραίνο
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269439 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το τραίνο      
 
Στίχοι:  
Τάκης Σινόπουλος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Δεν τα κατάφερνε να κοιμηθεί, ζέστη του κερατά, και-
γότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μία κόλαση, πλάγιασε
πάλι, απέναντι η Φανή,

το μάτι της Φανής ασάλευτο στο κάντρο, χρόνια δε-
καεφτά που πέθανε, κι όξω απ’ την κάμαρα ο σταθμός,
σακατεμένες μηχανές βουλιάζοντας στο σίδερο.

Τραίνο στις 12, τραίνο στις 3, τραίνο στις 4 και τέ-
ταρτο, τότε το τραίνο κίνησε νυστάζοντα, κι άκουγες
τους αρμούς τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, κι από τα
σπίτια πίσω ο μέγας ουρανός, κι από τα δέντρα πίσω
ο μαύρος ουρανός, το τραίνο παίρνοντας

την κατηφόρα, χώματα ξερότοποι, κι αυτός σκυμένος
στο παράθυρο, μήτε ήρθε στο φυλάκιο της στροφής
εκείνη η ανώνυμη γυναίκα, στάχτη κι ερημιά το μού-
τρο της, να σύρει τη βαρειά αλυσίδα, ο δρόμος ανοιχτός
και η άσφαλτο, κι ο σκύλος μήτε σάλεψε, χωμένος στη
γαρουφαλιά, το τραίνο παίρνοντας

την άλλη κατηφόρα, ίσια γραμμή, δεξιά το πεύκο βύ-
ζαινε το φως, και κάτω δέκα μέτρα η θάλασσα, σωστό
γυαλί στον ήλιο αστράφτοντας, η αρμύρα από τη θά-
λασσα, κι ο λίγος άμμος, το νερό σε μια φανταστική
συνέχεια, ο λίγος άμμος το κορμί του καίγοντας, στον
ήλιο καίγοντας.

Ετσι γυμνός ανάσκελα, χωμένος μες στο καλοκαίρι,
βούιζε το κεφάλι του, γιομάτο κυπαρίσσια και τζιτζί-
κια το κεφάλι του πριζότανε.

Χιλιάδες σπίθες στο εσωτερικό και σκοτεινιά κι αντί-
λαλοι, κι όξω στον άμμο ένα μεγάλο φως, πλατύ χω-
ράφι αθέριστο, γιομάτο φως, κι εκείνος,

έτσι πρησμένος και γυμνός, ανάσκελα, σε τούτη την
απίστευτη εκμηδένιση, το μάτι του άδειο γράφοντας
τα γεγονότα τ’ ουρανού, τα κυπαρίσσια ακίνητα και
μια σειρά πουλιά, μαύρα, λοξεύοντας,

χιμώντας πάνω στο κουφάρι του, με πείνα αρπάζοντας
τα σπάραχνα, σκουντώντας τόνα τ’ άλλο, κράζοντας,
και τρώγανε ανυπόμονα κι ακούγονταν μέσα στο φως
οι φοβερές φτερούγες που χτυπούσανε.

Κατέβηκε παντού η σιωπή.

Κατέβηκε με τ’ άροτρο ο Θεός.

Ασπρο το ρούχο του, πελώριος έκατσε, κι έκατσε δίπλα
στο σκαμνί, τα ρούχα του τον άμμο σκοτεινιάζοντας,
και φαρδύ του χέρι εσκάλισε, τ’ άσπρα του δά-
χτυλα κοσκίνισαν τον άμμο, κι ο Θεός

είπε, σηκώνοντας αργά το χέρι του, να φύγουν τα που-
λιά, κι εκείνα φύγανε, ξαφνιάστηκαν, πήραν το δρόμο
ανάμεσα στα κυπαρίσσια, εφύγανε, σκεπάσανε την ά-
κρη τ’ ουρανού.

Κι είπε ο Θεός.

Κι ήρθε η Φανή, κατέβηκε, σκούρα κι αμίλητη στην
πέτρα του γιαλού.
Ηρθε κι ο θυρωρός κουτσαίνοντας,
ο Νίκος από το περίπτερο και το πλατύ
ποτάμι πέρα από τη Λάρισα, κι η γέφυρα ύστερα, κι ο
δρόμος όξω απ’ την Κοζάνη, και τα πολυβόλα, κι η
κραυγή του λοχαγού στη σκοτεινή χαράδρα, ήρθε η
Φανή,

στο απέραντο νοσοκομείο, διάδρομοι και φως, και πιο
ψηλά κόκκινοι λόφοι, οι λόφοι κόκκινοι, κοκκινοκόκκι-
νοι, μαύροι καθώς ενύχτωνε και περπατούσαν με φα-
νάρια ανάμεσα στα ξύλα, βλαστημώντας το Χριστό
σας ο Ζαφόγλου κι ήρθανε

χιλιάδες έγγραφα, χαρτιά σφραγίδες και χαρτόσημα
κι υπογραφές, η επιτροπή στη σύναξη κι ο σκούρος
τοίχος πίσω τους με το σημαδεμένο χάρτη, μυγοχέ-
σματα, τσιγάρα, σκύβοντας κάτι σκυφτές φωνές.

Κι εφάνηκε απ’ τους άμμους, περπατώντας ήσυχα, ήρ-
θε η γυναίκα στο φυλάκιο της στροφής, πήρε την α-
λυσίδα αργά, την πέρασε στο γάντζο, και το χέρι της
κομένο απ’ τον καρπό, ξερό σαν ξύλο, κάψαλο το χέρι
της.

Και πέντε φορτηγά στην άσφαλτο σταμάτησαν, τόνα
με τ’ άλλο, ο σκύλος τότε ανασηκώθηκε, πάνω στο
τραίνο εχίμηξε αστραπή, καθώς το τραίνο εκίναγε, κι
αρχίνισαν τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, σίδερα - κό-
καλά, κι ο σκύλος τότες ούρλιαξε.

Κι εκείνος άκουσε, μέσα στη βύθιση, άκουσε.

Κι είπε να σηκωθεί, σηκώθηκε, ξανάπεσε μεμιάς.

Τον πήρε η θάλασσα, σκοτάδι χαμηλά σκοτείνιαζε και
πάγωνε από το παράθυρο, τον πήρε η θάλασσα, βρά-
χια νερό και πέτρες χάθηκαν,

η αλυσίδα, η άσφαλτο, τα πέντε φορτηγά,

τα βράχια κόκκινα, πέτρα χαλίκι κι άμμος κι ουρανός,

μονάχα ο κούφιος ουρανός.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 879
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-01-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο