|
Στίχοι: Κούλα Αδαλόγλου
Μουσική: Αμελοποίητα
• Τη μύγα τη συντηρήσαμε έναν ολόκληρο χειμώνα
από δωμάτιο σε δωμάτιο
από ζέστη σε ζέστη
την περιθάλψαμε.
• Ήταν τότε που τα παιδιά
άνοιξαν πανιά και ξεκίνησαν.
Τις ημέρες τα έζωνε η σκόνη
τα βράδια τα παίδευε η διάρροια.
Ένα σούρουπο
βρήκαν το σιντριβάνι
που τίναζε ψηλά σπέρμα
έσκυψαν, νίφτηκαν.
• Τότε παρατήρησαν την κοπέλα
που κάθε βράδυ τακτοποιούσε στη σειρά
τα στήθη της
ανήσυχη μην της βγει μονός ο αριθμός.
Ενώ ταυτόχρονα αντιλήφθηκαν
πως οι άνθρωποι γύρω τους περπατούσαν τόσο σκυφτοί,
που ένας κωφάλαλος ένας ανάπηρος κι ένας νάνος
έβαζαν ανενόχλητοι καλαθιές στην μπασκέτα.
• Τη νύχτα
καπνοί έβγαιναν απ’ τις σκηνές.
Τ’ άλογα κοιμούνταν ορθά μες σε γαλάζιους αχνούς
λυγίζοντας κάποτε το ένα τους πόδι.
Οι λύχνοι φώτιζαν θάνατο.
Τότε φάνηκαν οι κοινές γυναίκες.
Η μια απ’ αυτές γέλασε με χείλη χοντρά
δόντια συμπαγή
έβγαλε το κραγιόν και βαφόταν
τα χείλη της έπεσαν κομμάτια
πολύ εντυπωσιακό, είπαν όλοι.
• Το άλλο πρωί
άρχισε άγρια η μάχη
χωρίς όπλα.
Όσοι είχαν επιζήσει
πέθαναν από ασφυξία.
Μόνον εκείνος
είχε έγκαιρα αποτραβηχτεί στο δάσος,
σ εκείνη τη συστάδα
που κρεμόταν από μερικά κίτρινα φύλλα
λίγες κλωστές νερού
και την ουρά ενός σκίουρου,
Εκεί τη βρήκε της ξέσκισε το φουστάνι
εκείνη δεν αντιστάθηκε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 369 Σχόλια: 1 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|