Μπαμπά
Στίχοι: Sylvia Plath
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις
Άλλο πια, παπούτσι μαύρο
Που μέσα του έζησα σαν πόδι
Τριάντα χρόνια, αφελής και κακομοίρα,
Μετά βίας τολμούσα να ανασάνω ή να κάνω Αψού.

Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.
Πέθανες πριν βρω τον χρόνο…
Βαρύς σαν μάρμαρο, σάκα γεμάτη με Θεό,
Άγαλμα φρικτό με ένα γκρίζο δάχτυλο στο πόδι
Μεγάλο σαν του Φρίσκο φώκια

Κι ένα κεφάλι στον ιδιότροπο Ατλαντικό
Εκεί που πράσινο του φασολιού χύνεται μες στο μπλε
Στα νερά έξω από το όμορφο το Νώσετ.
Κάποτε προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.

Στη γλώσσα τη Γερμανική, στης Πολωνίας την πόλη
Ισοπεδωμένη από τον οδοστρωτήρα
Των πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πόλης είναι πολύ κοινό.
Ο Πολωνός μου φίλος

Λέει πως υπάρχουν καμιά εικοσαριά.
Έτσι λοιπόν δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω πού
Πάτησες το πόδι σου, τη ρίζα σου,
Ποτέ δεν μπόρεσα να σου μιλήσω.
Η γλώσσα κόλλαγε στα δόντια μου.

Κόλλαγε στα αγκάθια ενός συρματοπλέγματος.
Ich, ich, ich, ich,
Με το ζόρι μπορούσα να μιλήσω.
Νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα πρόστυχη

Μια μηχανή, μια μηχανή
Που σαν Εβραία με ξεπέταγε.
Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.
Νομίζω κάλλιστα μπορεί να είμαι Εβραία.

Τα χιόνια του Τυρόλου, η μπύρα η διάφανη της Βιέννης
Δεν είναι και πολύ αγνά ή αληθινά.
Με την τσιγγάνα πρόγονό μου και την τύχη την αλλόκοτη
Και την Ταρό μου τράπουλα και την Ταρό μου τράπουλα
Μπορεί να είμαι λίγο Εβραία.

Πάντα σε φοβόμουνα
Με τη Λουφτβάφε σου, τις μπούρδες σου
Και το περιποιημένο σου μουστάκι
Και το Άρειο το μάτι σου, λαμπερό γαλάζιο.
Άνθρωπε-panzer, panzer, Ω Εσύ…

Όχι Θεός αλλά μια σβάστικα
Τόσο μαύρη που κανείς ουρανός δε θα τρυπούσε.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα,
Στο πρόσωπο τη μπότα, την κτηνώδη
Κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν κι εσένα.

Στέκεσαι μπρος στον πίνακα, μπαμπά,
Στη φωτογραφία που έχω από σένα,
Το πιγούνι σου διχαλωτό κι όχι το πόδι
Μα όχι λιγότερο διαβολικός, όχι ούτε
Καθόλου λιγότερο ο μαύρος άντρας που στα δυο

Έκοψε με τα δόντια του την κόκκινη όμορφη καρδιά μου.
Ήμουνα δέκα όταν σε θάψανε.
Στα είκοσί μου να πεθάνω θέλησα
Και να γυρίσω πίσω, πίσω, πίσω σε σένα.
Σκέφτηκα πως ακόμη και τα κόκαλα θα αρκούσαν.

Μα με βγάλανε από τον σάκο,
Και με ξανακολλήσανε.
Και τότε κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω.
Έφτιαξα ένα ομοίωμά σου,
Έναν άντρα στα μαύρα με βλέμμα Meinkampf

Και αγάπη για τη βίδα και τη μέγγενη.
Και είπα δέχομαι, ναι.
Έτσι μπαμπά, επιτέλους τέλειωσα.
Το μαύρο τηλέφωνο ξεριζώθηκε,
Από μέσα του δε θα ξανασυρθούν φωνές.

Αν έναν άντρα σκότωσα, έχω σκοτώσει δύο…
Τον βρικόλακα που έλεγε πως είσαι εσύ
Και μου έπινε το αίμα για ένα χρόνο,
Εφτά χρόνια, αν θες να ξέρεις.
Μπαμπά, ξάπλωσε τώρα.

Στη μαύρη σου χοντρή καρδιά ένα παλούκι
Κι οι χωρικοί ποτέ δε σε συμπάθησαν.
Χορεύουνε και σε ποδοπατούν.
Πως ήσουν εσύ πάντα το ξέραν.
Μπαμπά, μπαμπά, γαμώτο σου, τέλειωσα.


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('83198') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211