Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 596
Καλοσύνη στις λυκοπορίες
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

I
Ποίηση άγουρο νεράντζι μου.
Κάτω από τους καταρράχτες του ήλιου
ιριδίζοντας
ένα μεσημέρι σ’ άφησα
η καρδιά μου ακόμα γαλανή
απ’ το τρέξιμο στην άμμο και τον έρωτα
έτρεμε
αλλά τα πουλιά στο ρέμα τ’ ουρανού
έβλεπαν κιόλας ν’ ανεβαίνει ένα ακέφαλο άλογο
Χύνοντας απ’ τον αδειανό λαιμό του μαύρα φύκια

Κούροι από τον Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυπούσαν τις καμπάνες
Κι η μνήμη σαν πουνέντες έμπαζε
Βουητό και θάλασσα
Στη μεγάλη ασβεστωμένη κάμαρα
με τα δυο καρυοφύλλια.

εκεί το ξύλινο τραπέζι με τα κίτρινα λουλούδια
το ψωμί ανοιχτό σαν ευαγγέλιο
η φωνή, τα μαλλιά της Ελένης.

Τ’ άφησα
στεκόμουν ορθός
είχε σημάνει η ώρα
Ν’ αναβρύσει από το πλευρό του ανθρώπου το αίμα

Τρεις φορές αυτός να τ’ αρνηθεί
και τρεις φορές εκείνο ν’ αληθέψει
Τρεις φορές να το δώ και να πώ τρεις φορές
Τινάζοντας ψηλά
σαν απ’ τον Άδη της φωνής ενός απελπισμένου:

έχτρα στα μάτια κοίταξέ με
Βγαίνω με τα δικά σου τ’ άρματα
η Καλοσύνη εδώ που βρέθηκε μέσ’ στις λυκοποριές
Πρέπει να `χει μπαρούτι στο σελάχι της
και να δαγκάνει κάμες.

II
Τώρα κρατήσου απ’ τα σκοινιά της θύελλας
Πες μου ποιος είμαι να σού πώ ποιος είσαι

Είσαι καλός, είσαι άνθρωπος, έχεις μεγαλώσει
με πετεινούς, χρυσόμυγες, γοβιούς, γεράνια
Σε μιαν αυλή μικρή που την κουνούσε η θάλασσα
Πέρα-δώθε
Θυμάσαι
μιαν αυλή που μεγάλωνε, χωρούσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες που έριχναν φωτιά του Τούρκου
τον καιρό που η μητέρα σου ήταν
σαν μια Παναγιά μικρή
Θυμάσαι

η απλή ζωή πιο πλούσια
Κι από δάγκαμα σύκου πλάι σε φίλο, πιο σεμνή
Κι από λόγο πουλιού σε δέντρων εκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατούσε τον κανόνα
Θυμάσαι
Μέρα-νύχτα πιο γλυκιά η φωνή σου
σαν αχτίδα μέσ’ στα νέα λεμόνια έλαμπε
Κι η καρδιά σου η αθώα
μέσα στου γλαυκού βυθού τον ουρανό
σαν άστρο

Είσαι καλός, έχεις πηδήξει πάνω από φωτιές
έχεις χαϊδέψει
Στο χνούδι του νερού νησιά παιδόπουλα
Νέος στα χώματά τους έχεις δει
μια κόρη από αλαφρόπετρα και αυγή
να χαράζει σε φλούδα δεσπολιάς το πρώτο γράμμα σου.

Χτύπα γι’ αυτά τα τίμια και τ’ αγαθά
η ζωή γι’ αυτά δε θα χαθεί ποτέ της
Χτύπα από τα μάτια σου ν’ αντιλαμπίσει
το μαρμαρένιο σπίτι
Που `χει ψηλά στη στέγη
του κατακλυσμού το πρώτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια με νερά
της υπομονής το χάλκινο άγαλμα στην είσοδο
και βαθιά στο κελάρι
Τη σοδειά της φυλής
Θησαυρισμένη όπως το λάδι
Σ’ ένα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.

ΙΙΙ
η ώρα τρεις της πίκρας μέσα στη μαύρη πολιτεία
Δούλοι παζαρεύουν τη βροχή, τα δέντρα
τον ήλιο παραλυτικό μέσα στο καροτσάκι

Στους στενούς βρωμικους δρόμους
Πυροβολούν με το μυαλό τους οι άνθρωποι

Ματώνοντας τα σύρματα
Κρυφά απ’ τα τσομπανόσκυλα του φεγγαριού
τα πόδια σου γλιστρούν
Στα βούρλα
μες στις καλαμιές και τα φαρμακερά νερά
εκεί που μάχεται ο φονιάς το χτύπο της καρδιάς του
Κι η σκέψη παγωμένη στέκεται στον αέρα

η ώρα τρεις της πίκρας
όταν τα δέντρα μοιάζουν στων αρρώστων
Τη στερνή χαροπαλαιματιά
Κι ένας άγγελος μόνος του ονειρεύεται
σαν γκιώνης
μες στον έρημο κάμπο
η ζωή αχνά μη στενάξει πια

η ώρα τρεις της πίκρας
- άχ η ζωή να μη στενάξει πια
τα χέρια σου
τα βασανισμένα χέρια σου
που δίνουν ξάφνου μια της σκοτεινιάς
έξω από την καρδιά του ανθρώπου
να χλιμιντρήσει κορωμένος ο άνεμος
Ν’ αστράψει ο πόθος Λουμπαρδιάρης

να ροβολήσει απ’ τα ψηλά βουνά
Ψάλλοντας την αγάπη
ένα έθνος οξιές
με την υγεία της καταιγίδας στις σημαίες του.

IV
ακούγεται από την περπατηξιά σου η δόξα
όπως ακούγεται απ’ το βρόντημα του μπρούντζου ο ήλιος
Μελαψό παλληκάρι
που ακουμπάς επάνω στην Ελλάδα
με το κουράγιο που ακουμπάει στη μπόρα το έλατο
και σού πάν οι αιώνες όπως της πάει της αντρειάς
το λουλούδι στα δόντια και το μπαμ
της πιστολιάς

Πέρασαν μες στη μνήμη σου μήνες ανέμων
η φωνή σου σκοτείνιασε σαν δρυμός
Είδες κάτω απ’ τα πόδια σου να ξεκοιλιάζουνται άλογα
Δάση να τρών φωτιές ανθρώπους άνθρωπο

Είδες μια πέτρα τρυπημένη από κραυγή θανάτου
να σηκώνει τη σκιά της τέρας
μια γυναίκα με ράμφος και φτερά
να σπαράζει δείχνοντας ψηλά
το φεγγάρι στο στόμα της φοβέρας

Τίποτα σύ! μες στην καρδιά του χρόνου
Ζώνεσαι γύρω σου το διάστημα
Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύομαι
Λες, η ματιά του αρνιού σκοτώνει τα τσακάλια,
Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύεσαι
Μελαψό παλληκάρι
Λέω: η ελπίδα το `φτασε το μπόι της κορασιάς
Είν’ έτοιμη η καρδιά του αντρός να μαχαιρώσει ατσάλι

Κοίτα: Σελλώνει ο άνεμος τα όνειρα
Σπίθες πετούν τα πέταλα στο πυρρό νέφος
η μέρα όπου και να `ναι με λούλουδα μηλιάς
θα βγει να σεργιανίσει πάλι στο αρχιπέλαγος!

V
Σφίξε στα χέρια σου μια νίκη που δεν ήρθε ακόμα
Στα δόντια σου το υστερικό φάντασμα της φωτιάς
με τα κλαριά που ένα κοράλλι ξέχασε
Ν’ αναβουνε από τη γητειά του παραδείσου

Σκέψου το αυγό που οι μέρες σου οι αυριανές κλωσσάνε
το άστρο που η νύχτα εξόρισε από το στήθος σου
για να το πεθάνει

Σφίξε στα σπάργανα του Γεναριού όπου κρύβεται το μίσος
και το δικό σου αδικοσκοτωμένο πόθο
Τη μιλιά που δε βρήκε το γενναίο της στόμα
το χτικιό της αγάπης σου
Γιατί δεν ήρθε ακόμα

η ώρα να μπει στο κάθε πράγμα ο χτύπος της καρδιάς
να συνεπάρει τα σπαρτά μια τραμουντάνα υγείας
να πιει ο χυμός της θύμησης το θελκτικό του μέλλον
Ν’ ανθοβολήσουν κερασιές μες στα σγουρά μαλλιά
να καταργήσει ο λόγος το χρυσάφι.

VI
Χτύπα την πόρτα στην καρδιά της τυχερής σου μέρας
Φώναξε δυνατό τον ήλιο
άντρα, θυμήσου τη γενιά σου
Πάρε το ύφος του βουνού
που καμαρώνει μέσα στις κοιλάδες
την κόψη του κυπαρισσιού

όταν ορίζει ένα κατακόκκινο άστρο αντάρη
επαναστάτη
Σέ νύχτες που έσυρε ο νοτιάς μέσ’ στή σκουριά του πένθους
Σέ νύχτες που το φως αλλαξοπίστησε
άντρα, θυμήσου τη γενιά σου
εθελοντή
Δούλεψε τη φωτιά
Ρίξε μια τουφεκιά
Στη λόχμη των πουλιών του ανάξιου παραδείσου.

Θησαυριστές του βούρκου
του ήλιου μεροκαματιάρηδες
που μέσ’ στα χέρια σας η τύχη κουρελιάστηκεν

έννοια σας, δε θα πάν χαμένες οι αστραψιές
του πάθους που αχτιδώνει τα μελλούμενα

Κιόλας πλανιέται στον αγέρα της φωνής η σάλπιγγα
Καιρός ν’ ανοίξουν τ’ ουρανού οι γαμήλιες ευωδιές
να μπει του τραγουδιού ο λαλές στα περβολίσια νιάτα
του κάθε αγώνα η τρικυμία να σπαρθεί στη θάλασσα
Φτέρες να στείλουν μήνυμα στα πρωινα πουλιά:

Καιρός, καιρός να ξημερώσει πιά
η ανατολή περήφανη σ’ αδερφική αγκαλιά!

VII
Τριώνι της θαλασσινής νυχτιάς αλετροπόδι
που σά νεύεις με χρυσούς σταυρούς
τα πεισματάρικα παιδιά της χίμαιρας
και σύ εκστατικό μου ελίκι
Στην ασημένια ζωνη της ματιάς μου
απόψε
αγρυπνήσετε
Κι όταν φυσήξει απ’ τα βουνά της ερημιάς η γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρά στην υπνωμένη γης
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Σε βάτους που έφτυσαν φωτιά και τώρα κρυώνουν
Σε δέντρα που ματώσαν, σ’ ερημοκκλησιές που ράισαν
Σε μοναξιές απέραντες μαρμαρωμένου ανέμου
Σε φέγγη που ανατρίχιασαν ένα αθώο κορμί
Σ’ αγκάθια που φαρμάκωσαν ένα φεγγάρι
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Στις σπαραγμένες σάρκες του γκρεμού
Στά ρίγη που κρυστάλλωσαν τις αγωνίες του λόγγου
για μια στερνή φορά
Φωνάζω
ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

άστρα, ο χρησμός σας δε θα πάει χαμένος

Παιδιά, ο χαμός ο χαλασμός η πείνα
Κι η ανάγκη τρεμοσβυούν στο ψυχορράγημα
ορθώσετε τ’ αρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, έκσταση
ετοιμάσετε τη χώρα σας
του χάρου τη φωνή δε θα την ανεχτούμε.

η μέρα είναι κοντά που θα ψοφήσει ο λύκος
που η απονιά θα φάει τις σάρκες της
που θα βουτήξει σε μια δόξα μύρου το βουνό
και που η ψυχή θ’ ανάψει από τις μυστικές φλογίτσες σας
όπως και πριν Τριώνι, αλετροπόδι, ελίκι!


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('91691') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211