Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Νικολάε Λάμπις_ο θάνατος της λαφίνας
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130399 Τραγούδια, 269370 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Νικολάε Λάμπις_ο θάνατος της λαφίνας
 Προσωπική μετάφραση από τα ρουμανικά
 
[B]Nicolae LABIS (1935-1956)[/B]/ Νικολάε ΛΑΜΠΙΣ

[B]Ο θάνατος της λαφίνας[/B]


Μετάφραση αφιερωμένη στον φίλο μου [U]Αmariei Dumitru [/U] η καταγωγή του οποίου είναι από τα μέρη που περιγράφει
ο ποιητής σ'αυτό το πανέμορφο και σπαραχτικό ποίημα.


Η ξερασιά έχει πνήξει του αέρα την πνοή,
Ο ήλιος έλιωσε και ξεχείλησε στη γη.
Ο ουρανός έμεινε άδειος κι απ’τα βαθυά πηγάδια
Βγάζουνε μόνο λάσπη τα ξύληνα κουβάδια.
Πάνω στα ύψη στήνουν χορό φωτιές, φωτιές
Και κατακαίν’ τα δάση φλόγες σατανικές.

Γλυστρώ με τον πατέρα μεσ’απ’των δέντρων τα στενά
Και τα ξερά κλωνάρια με γδέρνουν σαν αγκάθια.
Κινάμε για κυνήγι απάνω στα βουνά,
Της πείνας το κυνήγι στα άγρια Καρπάθια.
Η δύψα μ’αποκάμνει. Πάνω στην πέτρα βράζει
Κάθε σταλιά που βγάζει μια παλιά πηγή.
Τα κροταφά μου σκάνε. Νοιώθω σα να βαδίζω
Πάνω σ’άλλον πλανήτη, βαρύ, και σ’άλλη γή.

Kαραδοκουμε κάπου όπου ακόμα έχει μείνει
Μία πηγή αστέρευτη με λαγαρό νερό.
Όταν θα δύσει ο ήλιος, όταν θα βγεί η σελίνη,
Θά’ρθουνε μία μία οι λαφίνες
Του δάσους να ξεδυψάσουνε εδώ.

Λέω : «Δυψώ»! Ο πατέρας μού γνέφει να σωπάσω.
Νερό μου κρουσταλλένιο, πόσο σε θέλω όμως !
Η δύψα μου μ’ενώνει με το πλάσμα που θα φωνευτεί
Σε ώρα που επικρίνουν τα έθιμα κι ο νόμος !

Με θρό ξερό η κοιλάδα ολάκερη αναπνέει.
Τι δείλι φρικαλέο προετοιμάζει η φύση !
Ο ουρανός ματώνει και το στήθος μου είναι κόκκινο σάμπως
Νά’χα τα ματωμένα χέρια μου επάνω του σκουπίσει.

Σα σε βωμό οι φτέρες καίνε εδώ κι εκεί
Κι ανάμεσά τους τ’άστρα έλαμψαν μ’απορία.
Αχ, πόσο θάθελα να μη φανείς, να μη φανείς,
Πανέμορφη κι αθώα του δάσου μου θυσία !

Εκείνη φάνηκε πηδώντας και σταμάτησε
Κοιτάζοντας ολόγυρά της με φοβία
Και τα λεπτά ρουθούνια της άγγιξαν τα νερά
Ταράζοντας με κύκλους την επιφάνεια, τη λεία

Στα μάτια της λαμπήριζε κάτι το μυστικό
Ήξερα, θα πονέσει πολύ και θα πεθάνει.
Μου φαίνονταν πως ζούσα το μύθο όπου μιά μάγισσα
Την πιό ωραία κοπελιά λαφίνα την είχε κάνει.

Απο ψιλά η σελίνη απάνω της σκορπούσε
Λαμψεις σα νάταν άνθη λευκά από κερασιά.
Αχ, πόσο θάθελα το όπλο του πατερα
Να μην έβρει το στόχο του ετούτη τη φορά !

Τα δάση όμως τραντάχτηκαν. Στα γόνατα πεσμένη
Σήκωσε το κεφάλι της προς τ’άστρα μια στιγμή,
Έπειτα τό’γυρε σιγά, προς τα νερά, σκορπώντας
Χίλια μαργαρητάρια τρογύρω απ’την πηγή.
Ένα πουλί γαλάζιο πέταξε φοβησμένο
Κι η ψυχή της λαφίνας πού’τανε μιά σταλιά,
Ξέφυγε μ’ένα τσίρηγμα σαν ένα χελιδόνι
Που αφήνει το φθυνόπωρο άδεια τη φωλιά.
Τρεκλίζοντας πλησίασα να κλείσω
Τα ολόμαυρα και δακρυσμένα μάτια της ωραίας
Λαφίνας κι αναρίγησα όταν άκουσα κοντά μου
Τον πατέρα να φωνάζει με χαρά: «Έχουμε κρέας»!

Λέω : «Δυψώ»! Ο πατέρας μού γνέφει να πλησιάσω.
Νερό μου κρουσταλλένιο, πόσο σε θέλω όμως !
Η δύψα μου μ’ενώνει με το πλάσμα που έχει φωνευτεί
Σε ώρα που επικρίνουν τα έθιμα κι ο νόμος !
Αλλά ο νόμος ειναι κακός και δε μετράει
Όταν το στήθος τη ζωή μόλις που την κρατάει
Κι η παράδωση κι ο οίκτος είναι απλώς πλεκτάνη
Όταν η άρρωστη αδελφή μου πεινάει και θα πεθάνει.

Βγάζει καπνό ακόμα το όπλο τού πατέρα.
Αχ, πως πετάν’ τα φύλλα και δεν έχει αέρα !
Ανάβει ο πατέρας φωτιά τρομαχτηκιά.
Αχ, πόσο έχει αλλάξει το δάσος τώρα πιά !
Χωρίς να ξέρω πιάνω στους θάμνους τους ξερούς
Ένα μικρό κουδούνι με ήχους αργυρούς.
Βγάζει ο πατέρας απ’τη σούβλα στη φωτιά
Τα σκώτια της λαφίνας ζεστά και την καρδιά.

- Τι θες καρδιά ; - Πεινάω ! Θέλω να ζήσω…Εγώ…
Συγχώρα με, λαφίνα – παρθένο όνοιρο !
Νυστάζω. Αχ, το δάσος δεν είναι πιά αθώο...
Τι σκέφτεται ο πατέρας ; Τρώω και κλαίω.Τρώω !

*****

[I]Ήταν ο πιό χαρισματικός και αγαπημένος ρουμάνος ποιητής της γενιάς του. Πέθανε όμως πολύ νέος, χτυπημένος από ένα τραμ. Σήμερα πολοί λένε ότι αυτό το ατύχημα δεν ήτανε... τυχαίο !
Ο ποιητής είχε μόλις κλείσει τα 21 του χρόνια. Ξεψύχησε στο νοσοκομείο στις 22.12.1956 .
Μερικές ώρες μετά το ατύχημα ο ποιητής υπαγόρεψε σ'έναν στενό του φίλο το τελευταίο του ποιήμα:[/I]

Το πουλί με το ρουμπινένιο ράμφος
εκδικήθηκε, νάτο, εκδικήθηκε.

Δε μπορώ να το χαϊδέψω.
Με καταπλάκωσε
το πουλί με το ρουμπινένιο ράμφος.

Κι αύριο
τα νεοσσά του πουλιού με τo ρουμπινένιο ράμφος,
τσιμπολογώντας το χώμα
ίσως θα βρούν
τα ίχνη του ποιητή Νικολάε Λαμπις
που θα μείνει μια ωραία ανάμνηση.

10 Δεκεμβρίου 1956






 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 8
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
χρηστος καραμανος
17-01-2010 @ 02:57
Ο θάνατος της λαφίνας

ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΝΤΕΤΟΜΠΟΝ!!! ::up.:: ::up.:: ::up.::
La Petite
17-01-2010 @ 03:00
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
daponte
17-01-2010 @ 03:02
Ποιητής ακόμα και στο ψυχορράγημά του !!!
Σπουδαίος κι εκείνος κι εσύ!
Δέσποινα1971
17-01-2010 @ 03:06
Κι αύριο
τα νεοσσά του πουλιού με τo ρουμπινένιο ράμφος,
τσιμπολογώντας το χώμα
ίσως θα βρούν
τα ίχνη του ποιητή Νικολάε Λαμπις
που θα μείνει μια ωραία ανάμνηση.

::up.:: ::up.:: ::up.::
sofianaxos
17-01-2010 @ 03:30
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
morsecode
17-01-2010 @ 04:00
οι ποιητες που δεν γνωρισαμε ποτε ειναι ενα μεγαλο κεφαλαιο.γη ελαφρια και ανθισμενη ας σκεπαζει τον Νικολαε Λαμπις.ευχαριστω DETOBON που την ωραια του αναμνηση την μοιραστηκες μαζι μας κι εγινε ετσι και δικη μας θυμιση!
Άγγελος Αραβαντινός
17-01-2010 @ 05:06
Συγχαρητήρια γι' αυτό που μας χάρισες σήμερα!
kantadoros
17-01-2010 @ 09:13
Πω πω τι κάρφωσες μέσα μου σήμερα!
Φεύγω για Google! ::smile.:: ::theos.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο