Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Δυο μάγκες κι ένας βασιλιάς
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130610 Τραγούδια, 269429 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Δυο μάγκες κι ένας βασιλιάς
 έφυγαν απ' τη ζωή σα σήμερα...
 
Κατά σειρά αρχαιότητας:

[B]-[/B] [B]Ο Πειραιώτης μάγκας[/B]

Ο ρεμπέτης [B]Μιχάλης Γεννήτσαρης[/B] γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1917 στην Αγια-Σοφιά του Πειραιά. Ο πατέρας του διατηρούσε μπιραρία στη γειτονιά, δουλειά που δεν ήταν αρκετή για την επιβίωση της οικογένειας.
Στους δρόμους από τα 10 του χρόνια, πρωτάκουσε μπουζούκι από το ταβερνείο που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του. Ήταν το μαγαζί του περίφημου Γιώργου Μπάτη. Γοητευμένος από τον ήχο του οργάνου, μια μέρα ανακάλυψε κρυμμένο σε μια κασέλα ένα παλιό μπαγλαμαδάκι του πατέρα του και αυτοδίδακτος άρχισε σιγά - σιγά να παίζει.
Σε ηλικία 17 ετών -κι ενώ δούλευε στις επισκευές καραβιών για να ζήσει- έγραψε το πρώτο του τραγούδι, το περίφημο «[I]Εγώ μάγκας φαινόμουνα[/I]», το οποίο γραμμοφωνήθηκε τρία χρόνια αργότερα στην Columbia. Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία και ο Γενίτσαρης βρέθηκε στο πάλκο του θρυλικού «Δάσους» του Α. Βλάχου στο Βοτανικό να συνεργάζεται με τον Βαμβακάρη, τον Παγιουμτζή, τον Τσιτσάνη, τον Κηρομύτη, τον Δελιά κ.ά.
Το μπουζούκι, ταυτισμένο εκείνη την εποχή με την αλητεία, ήταν υπό διωγμόν. Όταν ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον Γενίτσαρη και του έσπασε το μπουζούκι, εκείνος τον ξυλοφόρτωσε, με αποτέλεσμα να παραμείνει για έξι μήνες έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ. Αυτή ήταν η πρώτη καταδίκη του, καθώς ακολούθησαν πολλές ακόμα για παρόμοιους λόγους.
Στη διάρκεια της Κατοχής, «πολέμησα -θυμόταν ο ίδιος- τους Γερμανούς με τους σαλταδόρους». Η εμπειρία του αυτή έγινε τραγούδι και μάλιστα εμβληματικό: είναι ο θρυλικός «[I]Σαλταδόρος[/I]»... «[I]Εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω / σε κάνα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω. Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω[/I]».
Μετά την απελευθέρωση, ο Γενίτσαρης συνέχισε την πορεία του στα λαϊκά πάλκα. Έγραψε περί τα 700 τραγούδια, αλλά από αυτά πολύ λίγα γραμμοφωνήθηκαν. Τραγούδια του, βέβαια, ερμήνευσαν κατά καιρούς μερικοί από τους μεγαλύτερους του λαϊκού τραγουδιού: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Παγιουμτζής, Διονυσίου, Βιτάλη, Αλεξίου, Νταλάρας, Μητσιάς, Γλυκερία κ.ά.
Από το 1951 έως το 1972 ο Γενίτσαρης, ουσιαστικά, χάθηκε. Ένα διάστημα φυλακίσθηκε, μετά άνοιξε ένα μπουζουξίδικο στην Αίγινα αλλά έπεσε έξω οικονομικά και μετά έπιασε δουλειά στη λαχαναγορά.
Από την αφάνεια τον ανέσυρε ο Ηλίας Πετρόπουλος, που από το 1971 οργάνωσε στο «Κύτταρο» σειρά εμφανίσεων των βετεράνων του ρεμπέτικου. Με τις επανεκδόσεις των παλαιών εκτελέσεων των τραγουδιών του σε νέους δίσκους ή με νέες εκτελέσεις από τραγουδιστές όπως ο Νταλάρας, ο Γενίτσαρης άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
Το 1996 αποφάσισε ν' αποσυρθεί. Προς τιμήν του διοργανώθηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού μια μεγάλη, πολυσυμμετοχική συναυλία. Τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε σποραδικά, μέχρι να αποσυρθεί οριστικά. [B]Πέθανε στις 11 Μαΐου του 2005.[/B]


[B]- Ο Βορειοελλαδίτης μάγκας[/B]

Ο [B]Στράτος Διονυσίου [/B]γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Νιγρίτα των Σερρών, γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, προσφύγων από τη Μικρά Ασία, από πολύ μικρός μπήκε στα βάσανα της ζωής καθώς η φτώχια και η κατοχή ήδη ταλαιπωρούσαν πολύ κόσμο. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και η ορφάνια, καθώς το 1948 έχασε τον πατέρα του. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1947, ο Στράτος Διονυσίου άφησε το χωριό του και πήγε να ζήσει στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης. Το 1955 παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, τη Γεωργία Λαβένη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, το Στέλιο και το Διαμαντή.
Έπειτα από διάφορες δουλειές, σαν μικροπωλητής ή σαν ράφτης, ο Στράτος έκανε το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο «Φαρίντα»
Έπειτα από τον πάταγο της «Φαρίντα», ο Στράτος με τρομερές οικονομικές δυσκολίες αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, μερικούς μόνο μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη. Στο στέκι των καλλιτεχνών της Οδού Σατωβριάνδου γνωρίστηκε με πολλούς τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων και με την Καίτη Γκρέυ. Η Γκρέυ, μεγάλο όνομα ήδη από τότε, του πρότεινε συνεργασία και έτσι ξεκίνησαν να εμφανίζονται μαζί στον "Αστέρα" της Κοκκινιάς. Στο μεταξύ, την ίδια χρονιά, το 1959, ο Στράτος Διονυσίου γραμμοφώνησε και τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι "[I]Δεν είμαι ένοχος[/I]" σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Σταύρου Χατζηδάκη να κάνει αξιοσημείωτη επιτυχία.
Στη συνέχεια τραγούδησε σε επανεκτέλεση τραγούδια όπως: "Αχάριστη" του Βασίλη Τσιτσάνη, "Το παλιογέφυρο" και το "Πριν το χάραμα" τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου, "Η μπαμπέσα" του Γιώργου Μητσάκη, "Το φτωχομπούζουκο" του Μανώλη Χιώτη, τα ποποία έγιναν επιτυχίες για δεύτερη φορά.
Την μεγάλη του δόξα ο Στράτος Διονυσίου τη γνώρισε το 1967. Εκείνη τη χρονιά γνωρίστηκε και άρχισε να συνεργάζεται με έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού, τον Άκη Πάνου. Ο Πάνου του έδωσε τραγούδια που έγιναν αμέσως επιτυχίες: [I]"Και τι δεν κάνω", "Γιατί καλέ γειτόνισσα", "Του κόσμου το περίγελο", "Άστη να φύγει", "Εγώ καλά σου τα 'λεγα", "Στο σταθμό του Μονάχου", "Θα ρίξω ροδοζάχαρη", "Ήταν ψεύτικα", "Μια γυναίκα", "Φέρτε το παιδί του χάρου"[/I] έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες στα επόμενα χρόνια.
Το μαγαζί "ΣΟΥ-ΜΟΥ", όπου εμφανιζόταν, γνώρισε μεγάλες δόξες και η επιτυχία του Στράτου το έφερε αμέσως ανάμεσα στα πρωτοκλασάτα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Ο Στράτος Διονυσίου αρχικά εμφανιζόταν εκεί σαν δεύτερο όνομα, ως παρτενέρ της Ανθούλας Αλιφραγκή. Στο "ΣΟΥ-ΜΟΥ" τον άκουσε ο Μίμης Πλέσσας και έπειτα από δύο μήνες του έγραψε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το [I]"Βρέχει φωτιά στη στράτα μου"[/I] σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου που γράφτηκε για την ταινία "Ορατότης μηδέν" με τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι έγινε επιτυχία πριν από την ταινία.
Τη δεκαετία του '80 ο Στράτος Διονυσίου έσπασε κάθε ρεκόρ πωλήσεων. Έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες, τραγούδια που όχι μόνο ακούγονται και σήμερα, αλλά βγαίνουν σε δίσκους, σε επανεκτελέσεις και σε διασκευές. [I]"Υποκρίνεσαι", "Τα πήρες όλα", "Και λέγε-λέγε", "Άκου βρε φίλε", "Ο λαός τραγούδι θέλει", "Ο Σαλονικιός", "Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα", "Εγώ ο ξένος", "Ένα λεπτό περιπτερά", "Θυμήσου" [/I]και πολλά άλλα. Παράλληλα συνεργάστηκε και με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού: Τάκης Μουσαφίρης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος, Αλέκος Χρυσοβέργης, Σπύρος Γιατράς, Τάκης Σούκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Χρήστος Νικολόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος .
Το φαινόμενο Διονυσίου αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Η μεγάλη έκταση της φωνής του, η βραχνάδα του, η δυνατότητα αλλαγής έκφρασης και ύφους ανάλογα με το θέμα του τραγουδιού, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.Ο Τάκης Σούκας, ο άνθρωπος που έχει γράψει τραγούδια για δεκάδες μεγάλους τραγουδιστές έχει δηλώσει «Ο Διονυσίου είναι ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια φορά στα τόσα χρόνια τον τόνο του!». Τη στιβαρότητα της φωνής του, μεταξύ άλλων, έχει μνημονεύσει πολλές φορές και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Ο [B]Στράτος Διονυσίου [/B]έφυγε απρόσμενα το πρωινό της [B]11ης Μαΐου 1990 [/B]αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στο λαϊκό πεντάγραμμο, σε ηλικία μόλις 54 χρόνων.Η κηδεία του έγινε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών, όπου χιλιάδες Έλληνες απέδωσαν το θαυμασμό τους.


[B]Ο Βασιλιάς της ρέγκε[/B]

Ο [B]Μπόμπ Μάρλευ [/B] γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στο χωριό Νάιν Μάιλς της Τζαμάϊκα ως Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ. Ήταν γιος του πενηντάχρονου άγγλου λευκού στρατιωτικού Νόρβαλ Σινκλέρ Μάρλεϊ και της δεκαοκτάχρονης Σιντέλα Μπούκερ, μιας ντόπιας μαύρης. Σε ηλικία 14ων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μουσική με τους φίλους του .Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές ρέγγε), με την ονομασία «The Teenagers». Μετά από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία «The Wailers». H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίζει με τη γυναίκα του Ρίτα Άντερσον στο σπίτι της πεθεράς του στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία «Ντιπόν» και την αυτοκινητοβιομηχανία «Κράισλερ».
Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί για να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των [I][B]Ρασταφάρι [/B][/I]και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.
Από το 1968 έως το 1972 οι «Γουέιλερς» ξαναηχο- γράφησαν κάποια από τα παλιά τους κομμάτια .Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «Catch A Fire» («Stir It Up», «Kinky Reggae»), που κινήθηκε καλά. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το «Burnin'» με τραγούδια όπως τα [I]«Get Up, Stand Up» και το «I shot the Sheriff», [/I]που έγινε παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϋ.
Το 1974 οι «Γουέιλερς» διαλύθηκαν λόγω διαφωνιών. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως Μπομπ Μάρλεϊ και Γουέιλερς με μουσικούς, όπως οι αδελφοί Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο «I Threes», που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.
Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι [I]«No Woman, No Cry» [/I]από το άλμπουμ «Natty Dread». Τον επόμενο χρόνο το «[I]Rastaman Vibration[/I]» γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και παραμένει για τέσσερεις εβδομάδες στα δέκα πρώτα άλμπουμ του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Τώρα, ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου βεληνεκούς, με γεμάτες συναυλίες όπου κι αν εμφανίζεται. Η ρέγκε (ένα κράμα σκα, ρυθμ εντ μπλουζ και ροκ, μια μουσική νευρώδης και ράθυμη συγχρόνως) γίνεται παγκόσμια μουσική γλώσσα και επηρεάζει πολλούς καλλιτέχνες σε κάθε σημείο του πλανήτη.
Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει δόξη και τιμή στην Τζαμάϊκα για να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν άγνωστοι αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν. Εγκαταλείπει άρον-άρον το νησί και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου ηχογραφεί δύο άλμπουμ, το «Exodus» [I](«Exodus» «Waiting in Vain», «Jammin'», «One Love») [/I]και το «Kaya» («[I]Is this Love», «Sun is shinning[/I]»). To 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του και διοργανώνει μια συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης, που έμεινε στην ιστορία ως «One Love Peace Concert».
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το διπλό «ζωντανό» άλμπουμ «Babylon by Bus» και το πολιτικά φορτισμένο «Survival», με τραγούδια όπως τα «[I]Zimbabwe», «Africa Unite», «Wake Up and Live» και «Survival[/I]». Το 1980, το «Uprising» είναι το πιο θρησκευτικό του άλμπουμ, που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Περιείχε τραγούδια όπως τα [I]«Redemption Song» και «Forever Loving Jah».[/I]
Τον Ιούλιο του 1977, ο Μάρλεϊ ένοιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάριαν. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του, καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.
Ο καρκίνος γρήγορα εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε ένα διάσημο γερμανό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ Μάρλεϊ πέρασε στην αιωνιότητα το πρωί της[B] 11ης Μαΐου 1981 [/B]σε νοσοκομείο του Μαϊάμι.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς. Βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, με μια εις βάρος του απόπειρα δολοφονίας. Όμως, γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και η ημερομηνία γέννησής του τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα. Πολλά του οφείλουν οι καλλιτέχνες της ραπ, ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον αποκαλέσουν «Νονό του Χιπ-Χοπ», εκτός βεβαίως από «Βασιλιά της Ρέγκε», τίτλος που του ανήκει δικαιωματικά. Το άλμπουμ «Legend», που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα (2008).



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 9
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Πρόσωπα,Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση.
 
daponte
11-05-2010 @ 06:23
http://www.youtube.com/watch?v=35X8t7LyTXw

http://www.youtube.com/watch?v=6Ke-tqAOD9Q

http://www.youtube.com/watch?v=ffCmFDzaYyQ
daponte
11-05-2010 @ 06:31
http://www.youtube.com/watch?v=1TadnMNq3rI

http://www.youtube.com/watch?v=Cn4Ig40Q8Qc

http://www.youtube.com/watch?v=iMBDYOVYZRQ
Nikos Krideras
11-05-2010 @ 08:06
Εύγε φίλε ! ::up.:: ::up.:: ::up.::
La Petite
11-05-2010 @ 08:19
::up.:: ::up.:: ... αυτό με το σπάσιμο του μπουζουκιού κάτι μου θυμίζει..... αιωνία η μνήμη!!!!
La Petite
11-05-2010 @ 09:31
έχει.... ::up.:: ::up.::
kantadoros
11-05-2010 @ 10:17
Πως γίνεται φίλε Σταύρο, κάθε φορά που διαβάζω εδώ πληροφορίες ιστορικού-βιογραφικού χαρακτήρα να αισθάνομαι πλουσιότερος! ::up.::
Ναταλία...
11-05-2010 @ 23:46
Αυτοι και αν πέθανα ζουν αθάνατοι με τα τραγούδια κληρονομιά που μας άφησαν ::yes.:: ::up.:: ::angel.::
Celestia
12-05-2010 @ 05:42
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
MARGARITA
11-05-2014 @ 20:23
Σε ευχαριστώ....

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο