Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Χρυσοκίτρινες κορδέλες
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130598 Τραγούδια, 269424 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Χρυσοκίτρινες κορδέλες
 Μια σχέση δοκιμάζεται. Θ’ αντέξει άραγε έπειτα από την εισβολή της σαγηνευτικής Κάτιας και το πέρασμα του χρόνου;
 
«Πότε θα ξαναβρεθούμε αγάπη μου;» τον ρώτησε χαϊδεύοντας παιχνιδιάρικα το μαξιλάρι.
«Δεν ξέρω Κάτια. Ελπίζω να μπορέσω σύντομα» απάντησε ο Κώστας φορώντας βιαστικά τα ρούχα του.
«Γιατί φεύγεις τόσο γρήγορα μωρό μου; Κάθισε λίγο ακόμη να μου κάνεις παρέα. Δεν είναι ακόμη ούτε δώδεκα», του είπε κοιτώντας με νάζι το παλιό ρολόι πάνω στον κόκκινο τοίχο.
«Το ξέρω, αλλά σου εξήγησα. Αύριο πετάω για Ρώμη. Είναι ένα πολύ σημαντικό ταξίδι», της απάντησε μ’ ένα τόνο ανησυχίας στη φωνή του.
«Καλά, καλά. Να σου δώσω ένα τελευταίο φιλί» και μ’ ένα ανάερο τίναγμα του κορμιού της βρέθηκε κοντά του.
«Καληνύχτα».
«Καληνύχτα καρδούλα μου και καλή επιτυχία! Θα περιμένω με ανυπομονησία τηλεφώνημά σου μόλις φτάσεις!»
«Εντάξει μικρή. Γεια σου!»
Άνοιξε με προφύλαξη την εξώπορτα του ξενοδοχείου προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα του τα διαδοχικά πέπλα της βροχής. Στάθηκε αδύνατον. Κράτησε την ομπρέλα κι άρχισε να περπατάει βιαστικός τσαλαβουτώντας στον πλημμυρισμένο δρόμο. Τα φώτα από τις λάμπες ήταν σβηστά. Ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω.
«Τουλάχιστον είμαι τυχερός και δεν θα με πάρει κανένα μάτι», σκέφτηκε.
Μια αστραπή διέλυσε το σκοτάδι της άγριας χειμωνιάτικης νύχτας. Σ’ εκείνα τα δευτερόλεπτα που κυριάρχησε το εκτυφλωτικό φως, το μυαλό του έδιωξε μεμιάς τις σκοτεινές σκέψεις που τον είχαν καταβάλλει.
Και τότε, σαν σε ταινία πέρασε από μπροστά του η ξεχωριστή εκείνη ημέρα που πρωτογνωρίστηκε με τη γυναίκα του. Όλα έγιναν σε μια διασταύρωση στα Πετράλωνα. Ξαφνικά, ήταν οι μοναδικοί μάρτυρες ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος. Πρόστρεξαν και οι δυο να βοηθήσουν τους τέσσερις τραυματισμένους ανθρώπους κι εκείνη με τις γνώσεις της - καθ’ ότι νοσοκόμα – ανέλαβε την κατάσταση μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο. Η ηρεμία, η ψυχραιμία και η αυτοκυριαρχία που έδειχνε του έκανε φοβερή εντύπωση. Τα στοιχεία αυτά του χαρακτήρα της, της προσέδιδαν δύναμη και γοητεία.
Η επόμενη συνάντησή τους ήταν ένα πρωινό του Φθινοπώρου στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων. Εκείνος περιμένοντας την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας καθόταν σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι στο αίθριο και απολάμβανε ένα διπλό αχνιστό ελληνικό καφέ.
Ξαφνικά ένα απίστευτο θέαμα ξεδιπλώθηκε στα μάτια του. Εμφανίστηκε Εκείνη, σαν όνειρο, σαν μια υπέροχη οπτασία. Δροσερή, χαμογελαστή, λυγερόκορμη και φινετσάτη, διέσχιζε το λιθόστρωτο μονοπάτι του κήπου, ενώ τα φύλλα που έπεφταν παρασυρμένα από το πρωινό φύσημα του αγέρα στροβιλίζονταν γύρω της, φτιάχνοντας μαγικές χρυσοκίτρινες κορδέλες που την συντρόφευαν χορεύοντας στο διάβα της.
Αντιδρώντας υποσυνείδητα, σηκώθηκε και με αργό βηματισμό κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Η θερμή χειραψία και οι πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν ενεργοποίησε ευαίσθητες χορδές στην καρδιά, στην ψυχή και στο μυαλό τους. Το τέλος της δίκης τους βρήκε να γευματίζουν σ’ ένα κοντινό εστιατόριο, άλλοτε συμφωνώντας κι άλλοτε διαφωνώντας, αλλά απολαμβάνοντας σίγουρα τη συζήτηση και το εξαιρετικό «Pinot Noir» με το μαυροκόκκινο χρώμα του κερασιού.
Η Γη επιτάχυνε το αέναο ταξίδι της γύρω από τον Ήλιο, οι μήνες πέρασαν γοργά και οι δυο νέοι άνθρωποι αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές και τις τύχες τους.
Έπειτα από δύο χρόνια ήρθε στη ζωή ο Δημητράκης, ολοκληρώνοντας τη σχέση τους κι ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο στο βίο τους. Νέα όνειρα, καινούργια σχέδια και οράματα. Το πλοίο είχε πλέον χαράξει διαφορετική ρότα σαλπάροντας για ένα ταξίδι που θα διαρκούσε ίσως και μια αιωνιότητα.
Έτσι πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια, όμορφα, δημιουργικά και ευτυχισμένα.
Ο ξερός κρότος της βροντής που ακολούθησε τον επανέφερε στην πραγματικότητα κάνοντάς τον να σταματήσει για μια στιγμή τρομαγμένος. Έσφιξε γερά την ξύλινη λαβή της ομπρέλας, ανασήκωσε τον γιακά της καμπαρντίνας και κίνησε πάλι σκεφτικός.
«Καταραμένη βραδιά η αποψινή», ψιθύρισε ενώ το ένστικτό του τον προειδοποιούσε για την επερχόμενη καταιγίδα.
Έστριψε σ’ ένα θεοσκότεινο σοκάκι και προχώρησε με τις απειλητικές φιγούρες των δέντρων να τον ακολουθούν από κοντά. Έπειτα από λίγα λεπτά έφτασε επιτέλους στην πολυκατοικία όπου διέμενε. Τίναξε τα νερά από την ομπρέλα και δρασκέλισε προσεκτικά τα σκαλιά της εισόδου. Μπήκε στον ανελκυστήρα και πάτησε το κουμπί για τον τρίτο. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του και το έσπρωξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στην κλειδαρότρυπα, ενώ ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Άνοιξε την πόρτα νυχοπατώντας. Γλίστρησε αθόρυβα μέχρι τον καλόγερο και χωρίς ν’ ανάψει το φως κρέμασε την καμπαρντίνα. Το μικρό καντήλι έφεγγε αρκετά ώστε να μπορέσει ν’ αλλάξει τα μισοβρεγμένα ρούχα του. Ένας αδιόρατος φόβος τον κυρίευσε καθώς ένοιωσε μια παράξενη ησυχία. Ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα άναψε το φως του σαλονιού.
«Καλώς τον Κωστάκη!» ακούστηκε γεμάτη ειρωνεία η φωνή της γυναίκας του.
Πάγωσε σύγκορμος και στρέφοντας το κεφάλι προς το μέρος της προσπάθησε να δώσει ένα φυσιολογικό τόνο στη φωνή του :
«Τι κάθεσαι και κάνεις μέσα στα σκοτάδια. Πως και δεν κοιμήθηκες ακόμη;»
«Σε περίμενα!» του απάντησε και σηκώθηκε μ’ άγριες διαθέσεις.
«Που ήσουνα Κώστα; Πες μου τώρα αμέσως» συνέχισε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Που ήμουνα; Αφού σου είπα. Πήγα με το διευθυντή μου και κάποιους … σπουδαίους πελάτες μας για φαγητό… σ’ ένα εστιατόριο… στην Αθήνα» απάντησε κομπιάζοντας.
«Αλήθεια, και πως τα περάσατε;»
«Βαρετά. Ξέρεις τώρα… επαγγελματικές συζητήσεις. Προσπαθήσαμε να τους πείσουμε ότι τα καινούργια μας προϊόντα… είναι καλά και πρέπει… να μας εμπιστευθούν» είπε ξεροβήχοντας σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποπροσανατολίσει την κουβέντα.
«Δεν σε πιστεύω. Βαρέθηκα τα ψέματά σου. Μίλα σαν άντρας. Με ποια ήσουνα; Με ποια κοιμήθηκες απόψε;»
«Τι έπαθες αγάπη μου; Τι είναι αυτά που λες; Σταμάτα σε παρακαλώ. Το παιδί Μαρία, που είναι το παιδί; Κοιμάται;»
«Θα κοιμηθεί στην γιαγιά του απόψε. Τώρα θα λογαριαστούμε οι δυο μας. Ποια είναι η λεγάμενη; Είναι όμορφη, μικρούλα, είναι καλή στο κρεββάτι;»
«Μαρία, δεν υπάρχει καμιά γυναίκα στη ζωή μου. Πίστεψέ με, σε παρακαλώ».
«Αλήθεια; Κι αυτό που βρήκα στην τσέπη του παντελονιού σου; Μήπως είναι… επαγγελματικές σημειώσεις;» είπε με οργή και ειρωνεία πετώντας στα μούτρα του ένα χαρτί.
«Μα…», ψέλλισε ξεροκαταπίνοντας. Και τότε θυμήθηκε το ερωτικό ραβασάκι που του είχε χώσει στην τσέπη του η Κάτια πριν από μερικές ημέρες.
«Άσε τα μα και ξεμά. Πάψε πια να κρύβεσαι αλήτη. Παραδέξου το επιτέλους. Χάσου από μπροστά μου. Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ πια. Φύγε σιχαμένε» ούρλιαξε κι αρπάζοντας ένα γυάλινο βάζο του επιτέθηκε.
Προσπάθησε να την συγκρατήσει κρατώντας την από τους ώμους. Το βάζο της ξέφυγε από τα χέρια κι έγινε χίλια κομμάτια. Η πληγωμένη της καρδιά σπάραζε, αλλά παράλληλα την τροφοδοτούσε με πολλαπλάσια δύναμη. Κατάφερε να ξεγλιστρήσει από τη λαβή του και έμπηξε τα νύχια της βαθιά μέσα στη σάρκα του.
Τυφλή από μίσος και οργή, έχοντας βγει εκτός εαυτού, συνέχισε να τον χτυπάει, να τον κλωτσάει και να τον δαγκώνει σαν πεινασμένη ύαινα, θέλοντας να τον ξεσκίσει.
Εκείνος προσπαθούσε ν’ αμυνθεί, ψάχνοντας να βρει τρόπο να την καθησυχάσει. Μάταια όμως.
«Ανάθεμα την ώρα που σε γνώρισα. Λέγε. Ορκίσου στο παιδί μας ότι δεν λες ψέματα παλιοκάθαρμα» του είπε βγάζοντας από το στόμα της αφρούς.
Ο Κώστας μη έχοντας άλλη επιλογή αποφάσισε εκείνη τη δύσκολη ώρα να της αποκαλύψει τα πάντα.
«Σταμάτα αγάπη μου, ηρέμησε. Σε παρακαλώ! Σε ικετεύω! Εντάξει, θα σου μιλήσω, θα σου τα πω όλα. Δεν πρόκειται να σου κρύψω τίποτε. Έλα κάθισε στον καναπέ, σε παρακαλώ».
Εξ άλλου είχε αποφασίσει από καιρό να της μιλήσει για όλα όσα είχαν συμβεί ανάμεσά τους τον τελευταίο καιρό, τα οποία τον είχαν επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε να υποπέσει σ’ αυτό το ηθικό ολίσθημα.
Από την άλλη μεριά σκεφτόταν ότι μπορεί με την Κάτια να πέρναγε υπέροχες ερωτικές στιγμές, όμως κάθε φορά καταβαλλόταν από τύψεις κι ενοχές. Ένοιωθε ότι είχε φτάσει πολύ κοντά στο χείλος του γκρεμού, δίχως να υπάρχει ελπίδα επιστροφής. Βασανιζόταν, ήξερε ότι η απόλαυση μερικών ερωτικών στιγμών έθετε σε κίνδυνο την οικογένειά του που υπεραγαπούσε κι αυτό δεν το ήθελε με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο.
Βεβαίως ο ίδιος πίστευε, ότι κατά βάθος η Μαρία το ένοιωθε και είχε πλέον βάσιμες υποψίες για την ύπαρξη του παράνομου δεσμού. Άλλωστε, τον είχε προκαλέσει αρκετές φορές γι΄ αυτό και κείνος το είχε αρνηθεί πάντοτε. Του είχε μάλιστα δηλώσει κατηγορηματικά ότι αν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο ο γάμος τους θα διαλυόταν. Τώρα όμως δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια.
Μετά τα τελευταία λόγια του Κώστα, η Μαρία σταμάτησε τη λυσσώδη επίθεση, απαγκίστρωσε τα νύχια της από το λαιμό του και κάθισε στον καναπέ, ενώ της ξέφυγε ένας ανεπαίσθητος στεναγμός ανακούφισης. Τώρα πια ήταν σίγουρη. Οι υποψίες της είχαν επιβεβαιωθεί. Μπορεί να ήταν ακόμη θυμωμένη και δυστυχισμένη και η καρδιά της να ’σταζε αίμα, αλλά τώρα ήξερε ότι ο άντρας της αυτή τη φορά θα της μιλούσε με ειλικρίνεια.
Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι κι άρχισε να παίζει τα δάχτυλά του. Όμως δεν μπορούσε να βρει ισορροπία. Το νευρικό παίξιμο των δακτύλων του πολύ γρήγορα αντικαταστάθηκε από ένα ασταμάτητο τρέμουλο. Το πρόσωπό του έγινε κάτωχρο, ενώ ένας κόμπος στον λαιμό τον εμπόδιζε ν’ αρθρώσει έστω και μια λέξη.
Πέρασε αρκετή ώρα δίχως να συμβεί κάτι. Ο χρόνος έχοντας χάσει τη φυσιολογική του ροή, έμοιαζε με μοναχικό ταξιδιώτη του αχανούς διαστήματος.
Στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα το μόνο που ακουγόταν ήταν ο βαρύς, ακανόνιστος και δύσθυμος ρυθμός της ανάσας του.
Κάποια στιγμή ο Κώστας κατάφερε να καλμάρει κι άρχισε να βάζει σε τάξη τις ανταριασμένες σκέψεις του. Έβγαλε από την τσέπη του ένα φυλαχτό που το κουβαλούσε αρκετά χρόνια πάνω του για γούρι. Το έσφιξε δυνατά στην παλάμη του προσπαθώντας ν’ αντλήσει δύναμη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε ελαφρά το δακρυσμένο κι απελπισμένο βλέμμα του, αποφασισμένος να της εξομολογηθεί τα πάντα.
Η Μαρία περίμενε σιωπηλή και ακίνητη σαν βράχος, ενώ τα δάκρυα έσκαβαν το πρόσωπό της. Τον άφηνε – ίσως για πρώτη φορά τα δυο τελευταία χρόνια – να μιλήσει ελεύθερα και να βγάλει όλα όσα κρατούσε φυλαγμένα στα βάθη της ψυχής του.
Ο Κώστας προσπάθησε να ζυγιάσει τα λόγια του. Είχε φτάσει η ώρα να μιλήσει για τα πραγματικά προβλήματα όπως τα βίωνε εκείνος.
Της είπε ότι τα τελευταία χρόνια εκείνη είχε υπεραπασχοληθεί εκτός από το παιδί τους που ήταν απολύτως φυσικό, με τους γονείς και τ΄ αδέλφια της, οι οποίοι είχαν έρθει από την επαρχία κι είχαν νοικιάσει σπίτι πολύ κοντά στο δικό τους. Από τότε είχαν πυκνώσει οι επισκέψεις στους συγγενείς της, με αποτέλεσμα το λιγοστό χρόνο που διέθετε από την πολύωρη εργασία του, να μην μπορεί να τον χαρεί με την οικογένειά του. Έτσι μοιραία ένοιωθε ολοένα και πιο μόνος και παραμερισμένος.
Από την άλλη, στην δουλειά του ως βασικό και σημαντικό στέλεχος μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας είχε κατακτήσει εδώ και τρία χρόνια τη θέση του Διευθυντή Πωλήσεων. Έτσι έχοντας φτάσει στην κορυφή ήξερε ότι αυτή η εντυπωσιακή πορεία που είχε διανύσει θα ήταν πολύ δύσκολο να συνεχιστεί. Και αφού δεν έβλεπε άλλα περιθώρια εξέλιξης κι ανόδου, τον είχε κυριεύσει φόβος, ίσως και πανικός, μήπως αρχίσει η αντίστροφη πορεία.
Και επειδή γενικά ήταν ένας κλειστός χαρακτήρας που δεν εκδηλωνόταν ποτέ, ακόμη και στους πιο καλούς του φίλους, δεν μπορούσε να βρει λύση στο πρόβλημά του. Το εφιαλτικό δίχτυ της μοναξιάς τον είχε πιάσει για τα καλά.
Μέσα του είχε συσσωρευτεί τεράστια πίεση, πράγμα που τον έκανε φοβερά ευάλωτο σε διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα. Έτσι όταν βρέθηκε στον δρόμο του η κατά πολύ μικρότερή του Κάτια, με κείνη την αφέλεια που έδειχνε στον τρόπο σκέψης και έκφρασης, με τον αέρα της ελευθερίας και των νιάτων που κουβαλούσε, με το σαγηνευτικό χαμόγελο και το σφριγηλό κορμί, μπήκε εύκολα στον πειρασμό.
Τα τελευταία λόγια του ήχησαν σαν καμπάνες στα τεντωμένα αυτιά της. Τα δάκρυα είχαν προσωρινά αναστείλει την ατελεύτητη πορεία τους και η έκφραση του προσώπου της πέρα από την ξεκάθαρη χλομάδα, έδειχνε κι ένα φοβερό κλονισμό. Σε καμιά περίπτωση δεν περίμενε ν’ ακούσει όλα όσα με κάθε ευθύτητα της είχε εξομολογηθεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε ότι ο άντρας της ήταν άλλη μια περίπτωση – όπως τόσες άλλες – καθαρής συζυγικής απιστίας. Τώρα πλέον, το σκουλήκι είχε μπει μέσα της για καλά κι είχε αρχίσει να την κατατρώει … Μήπως για όλα όσα συνέβαιναν ήταν υπεύθυνη αυτή; Μήπως οι δικές της πράξεις τον είχαν οδηγήσει σε ξένη αγκαλιά; Αλλά όχι. Αυτό το είχε αποκλείσει από την αρχή. Όμως τώρα σκεφτόταν ότι πρέπει να είχε οπωσδήποτε ένα μερίδιο ευθύνης. Ποιό ήταν αυτό και πόσο της αναλογούσε; Ήταν άραγε το τρίτο πρόσωπο που την εμπόδιζε τόσον καιρό να δει τα δικά της φταιξίματα;
Τα μικρά περιθώρια χρόνου δεν την άφηναν να σκεφτεί ούτε μπορούσε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση μέσα της. Έτσι προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο προκειμένου να μπορέσει να επεξεργαστεί στο μυαλό της τα πράγματα, του ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες για τα γεγονότα και ειδικά για τη σχέση του με την Κάτια.
Σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαίτερα βαριά και φορτισμένη. Η «απολογία» του άντρα της όδευε προς το δυσκολότερο σημείο της.
Ο Κώστας ένοιωθε ήδη αρκετά εξουθενωμένος και δεν του ήταν εύκολο να βρει τα λόγια που έπρεπε για να συνεχίσει. Όμως ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Της είπε για την περιπέτεια με την Κάτια. Για εκείνον δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια επιπόλαια και περαστική σχέση και σίγουρα δεν έτρεφε μέσα του κανένα συναίσθημα γι’ αυτήν. Δεν υπήρχε, ούτε μπορούσε να χτιστεί έστω και ένας πυλώνας που θα μπορούσε να στηρίξει την οικοδόμηση μιας σταθερής και σημαντικής σχέσης. Διαβεβαίωσε τη Μαρία, ότι το ραβασάκι που είχε βρει στην τσέπη του παντελονιού του είχε γραφτεί αρκετές ημέρες πριν, και ότι ο ίδιος είχε συναντηθεί με την ερωμένη του και της είχε δώσει να καταλάβει ότι όλα είχαν τελειώσει μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτή η συνάντηση ουδέποτε είχε γίνει. Η αλήθεια είναι ότι είχε αποφασίσει να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή τη σχέση, η οποία δεν τον οδηγούσε πουθενά. Ήθελε να γυρίσει και πάλι στην οικογένειά του, προσπαθώντας αυτή τη φορά ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα, κοιτάζοντάς το κατάματα. Φυσικά ένοιωθε ένοχος για το ψέμα που ξεφούρνιζε, αλλά πίστευε ότι ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να πει για να δείξει ότι όλα έχουν αλλάξει.
«Έτσι κι αλλιώς αυτή η συνάντηση θα γίνει πολύ σύντομα και θα ξεκαθαρίσω τα πάντα» σκέφτηκε αισθανόμενος ελάχιστα ψήγματα ανακούφισης.
«Και γιατί δεν μου μίλησες για όλα αυτά μέχρι τώρα; Γιατί φοβήθηκες να μου πεις τα προβλήματά σου; Γιατί μ’ άφησες σ’ αυτό το σκοτάδι; Εγώ δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο σε είχα πληγώσει, ούτε καν το είχα υποθέσει. Αλλά εσύ, γιατί φέρθηκες έτσι; Γιατί μ’ έκανες να σε μισώ με τα ψέματα που έλεγες; Δεν σκέφτηκες το παιδί, το γάμο μας; Κατέστρεψες την ευτυχία μας. Διέλυσες την οικογένειά μας» είπε η Μαρία ξεσπώντας πάλι σε κλάματα.
«Έχεις δίκιο αγάπη μου! Έχεις δίκιο! Έπρεπε να σου είχα μιλήσει από καιρό. Δυστυχώς το κατάλαβα αργά. Ένοιωθα παγιδευμένος και δεν έβρισκα τον τρόπο να ξεφύγω. Σ’ αγαπώ Μαρία και θέλω να τα ξεχάσουμε όλα. Να τα ξεχάσουμε σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ. Όλα θα φτιάξουν, όπως πρώτα».
«Πως θα φτιάξουν Κώστα; Πως; Αφού δεν υπάρχει ειλικρίνεια μεταξύ μας. Δεν υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει σεβασμός …»
«Θα τα διορθώσουμε Μαρία. Για το παιδί, για μας… Σου υπόσχομαι ότι δεν θα ξανακρατήσω τίποτε πια μέσα μου. Από δω και πέρα το πρόβλημά μου θα γίνει και δικό σου. Θα συζητάμε για όλα. Και θα βρίσκουμε μαζί λύσεις. Με διάλογο, με ειλικρίνεια, με υπομονή, με εμπιστοσύνη…»
Αποκαμωμένοι, δίχως άλλες δυνάμεις, έκλαιγαν και οι δυο μ’ αναφιλητά. Όμως κάπου βαθιά μέσα τους ξεπεταγόταν και πάλι σιγά σιγά η φλόγα. Η φλόγα της συντροφικότητας, η φλόγα του έρωτα, η φλόγα της αγάπης…
Πέρασαν τρεις εβδομάδες. Το ζευγάρι ακολουθούσε για άλλη μια φορά καινούργια πορεία στο ταξίδι της ζωής.
Τώρα πια γελούσαν, κάνανε όνειρα, ήταν ευτυχισμένοι. Ο Κώστας έβλεπε όσο πιο πολλές ώρες μπορούσε τη γυναίκα του και το παιδί του και πέρναγαν και πάλι υπέροχα όπως πρώτα.
Όμως είχε ακόμη εκκρεμότητες. Προς το παρόν, προσπαθούσε ν’ αποφύγει τη συνάντηση με την Κάτια. Την είχε πάρει δυο φορές τηλέφωνο προφασιζόμενος ότι βρίσκεται για επαγγελματικά ταξίδια εκτός Ελλάδας. Ήθελε να περάσει κάμποσος χρόνος από την αδυσώπητη κρίση που είχε βιώσει με τη γυναίκα του, να ηρεμήσει κι έπειτα να εξηγηθεί μαζί της και να τελειώσει τη σχέση. Για να την προετοιμάσει, της είχε πει στο τηλέφωνο ότι με την επιστροφή του από το εξωτερικό ήθελε να συζητήσουν για ένα πολύ σημαντικό θέμα που αφορούσε τους δυο τους. Από την αντίδρασή της είχε καταλάβει ότι το μυαλό της μικρής πήγαινε ακριβώς αντίθετα από εκεί όπου ήθελε να την οδηγήσει αυτός. Βλέποντας ότι η κατάσταση θα γινόταν χειρότερη, είχε αρκεστεί στο ν’ αλλάξει θέμα συζήτησης.
Ένα Κυριακάτικο πρωινό ο Κώστας και η Μαρία πήγαν για καφέ στον πεζόδρομο με τα εμπορικά καταστήματα. Αφού τον απόλαυσαν με την ησυχία τους συζητώντας, γελώντας και ξεφυλλίζοντας τα περιοδικά τους, σηκώθηκαν για να χαζέψουν τις βιτρίνες.
Και ξαφνικά ενώ η Μαρία του έδειχνε ένα ζευγάρι μαύρες δερμάτινες μπότες, ακούστηκε δίπλα τους μια χαρούμενη φωνή:
«Απαπά. Καλημερούδια. Καλημέρα αγαπούλα μου. Τι έκπληξη είναι αυτή Κωστάκη! Έτσι είπαμε παλιόπαιδο; Γύρισες και δεν με πήρες ούτε ένα τηλέφωνο; Ο καλός Θεούλης όμως μ’ έστειλε κατ’ ευθείαν σε σένα. Δεν θα με συστήσεις στην κυρία; Να υποθέσω ότι είναι η εξαδέλφη που μου έλεγες;» και η Κάτια με το συνηθισμένο παιδικό της ύφος τον αγκάλιασε τρισευτυχισμένη.
Ο Κώστας έμεινε ακίνητος σαν στήλη άλατος, έκλεισε τα μάτια, ενώ το πρόσωπό του πήρε ένα άσπρο χρώμα, εκείνο του ανθρώπου που αποχαιρετά τη ζωή.
«Γιατί δε μιλάς μωρό μου;» συνέχισε απτόητη η Κάτια ενώ σιγά σιγά αποτραβήχτηκε παραξενεμένη από κοντά του.
Τότε εκείνος, με κινήσεις που δεν τις όριζε, στράφηκε αργά προς το μέρος της γυναίκας του, ενώ σκοτάδι άρχισε να τυλίγει τα πάντα γύρω του.
Μισάνοιξε τα μάτια και τότε είδε... Είδε την αγάπη να στροβιλίζεται … Να στροβιλίζεται γοργά, όπως τα φύλλα εκείνου του φθινοπωριάτικου πρωινού και τις χρυσοκίτρινες κορδέλες να σκορπίζουν από το θυμωμένο φύσημα του ανέμου …



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 15
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Έρωτας & Αγάπη
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Στο Σύμπαν όλα είναι ΕΝΩΜ-ΕΝΑ!
 
Άγγελος Αραβαντινός
02-10-2010 @ 09:01
Μια θερμή καλησπέρα σε όλους και καλό Σαββατόβραδο!
http://www.youtube.com/watch?v=EbzbsyoukOU
Άγγελος Αραβαντινός
02-10-2010 @ 09:20
Καλησπέρα WAGGIO ROMANTICO! Έχω επισκεφτεί την όμορφη Νάξο και την έχω γυρίσει όλη ως περιηγητής το 2003, και είδα εκεί ότι απαντάται συχνά το επίθετό μου...
Όμως εγώ είμαι από Ληξούρι Κεφαλλονιάς, που εκεί υπάρχουν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι με το αυτό επίθετο!
Σ' ευχαριστώ για το πέρασμα και τα καλά σου λόγια!
monajia
02-10-2010 @ 09:22
ΦΟΒΕΡΟ Η ΓΡΑΦΗ ΣΟΥ.............ΕΥΓΕ.......................
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ
02-10-2010 @ 11:37
::yes.:: ::yes.:: ::yes.::
elpidakwstopoulou
02-10-2010 @ 11:50
υπέροχη η γραφή σου όπως πάντα !!!
και το θέμα πολύ καλό !!!!!
καλησπέρα Χρήστο !!!
Helene52
02-10-2010 @ 13:40
Υποκλίνομαι ....
::theos.:: ::yes.:: ::theos.::
Celestia
02-10-2010 @ 16:43
Περιγραφη που συγκλονιζει!

::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Άγγελος Αραβαντινός
05-10-2010 @ 07:37
Ένα μεγάλο ευχαριστώ φίλες και φίλοι!
χρηστος καραμανος
15-10-2010 @ 03:40
ΜΑΡΟΥΛΗ ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟΣ!!! ::up.:: ::up.:: ::up.::
artemis dimitriou
20-10-2010 @ 00:10
Πάρα πολύ ωραίο και πολύ περιγραφικό.... η κάθε σου πρόταση είναι και μια ξεχωριστή εικόνα, που τη δίνεις στον αναγνώστη σου, μ' έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο... ::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
χρηστος καραμανος
24-10-2010 @ 22:51
«Πότε θα ξαναβρεθούμε αγάπη μου;» ΩΡΑΙΑ ΑΡΧΗ!!! ::up.:: ::up.:: ::up.::
φλοισβος
14-11-2010 @ 09:08
Εκπληκτική δημιουργία Χρήστο!!!!!!
χρηστος καραμανος
23-01-2011 @ 08:20
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΑΓΓΕΛΕ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΕ!!! ::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Θιακού Χρύσα
24-02-2012 @ 17:49
Άγγελε......... ::theos.:: έχεις φοβερή πένα......εγώ διαβάζοντάς το....νόμισα ότι βρισκόμουν από μια γωνιά και τους έβλεπα...από την αρχή μέχρι το τέλος.....με συνεπήρε......Αφού έχεις τέτοιο ταλέντο......γράψε κανένα σενάριο της προκοπής......που μας έχουν καπελώσει τα Τούρκικα και κοντεύουμε να χάσουμε την εθνικότητα και την ύπαρξή μας.......ολόκληρη........Φιλιά...... ::theos.:: ::theos.::
Άγγελος Αραβαντινός
26-02-2012 @ 00:42
Και πάλι σας ευχαριστώ πολύ όλους!! Χρύσα... κάτι έχω στο μυαλό μου...

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο