Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131217 Τραγούδια, 269571 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ο άνθρωπος με τις ευχές (6 - 8)
 
6. Η συμφωνία του Μάρκου

Ένα βράδυ η Σόφη καθόταν και αναπολούσε εκείνη τη συνάντηση της με τον Μάρκο. Ήταν σαν να κοιμότανε με ανοιχτά τα μάτια. Στο μυαλό της είχε φέρει ένα από τους πιο χαρακτηριστικούς μονολόγους του Μάρκου, όταν με ένα κρεσέντο ρυθμών, πεταγόταν από τη μια ιστορία στην άλλη, αναγκάζοντας σε να πάρεις γρήγορα στροφές, μη τυχόν και χαθείς στην πορεία.

«Ξέρεις, μερικές φορές αναρωτιέμαι τι με έσπρωξε στο να πολεμάω για την τιμή ενός βασιλιά, ή ακόμα για πατρίδες που με εξόριζαν. Προς τί αυτό το χαρωπό μεθύσι από το αίμα των αντιπάλων; Εγώ έτσι κι αλλιώς προτιμούσα πάντα το καλό κρασί, ότι χρώμα κι αν είχε αυτό. Μάλλον αυτό που έφταιγε, ήταν πως πόλεμος ήταν η οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία έπρεπε κι εγώ κάπως να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, σαν καλός και υπάκουος στρατιώτης. Τι βλακεία κι αυτή. Από την μια ήταν ωραίο να ακούς τους αξιωματικούς να σου μιλάνε για μεταθανάτιες τιμές, σπρώχνοντας σε έτσι σαν αρνί στη σφαγή, αλλά από την άλλη αν ήσουν τυχερός αρκετά και δεν σε σκότωνε καμιά πέτρα, κάποιο ξίφος ή ακόμα και το πιστόλι του εχθρού σου, μάθαινες από σπόντα ότι κι ο πόλεμος δεν ήταν παρά ένα βασιλικό παιγνίδι διαρκείας, στο οποίο επιδίδονταν συνήθως οι νεαρότεροι γαλαζοαίματοι, γκρεμίζοντας ότι οι προκάτοχοι τους κτίσανε. Κάποτε μπήκαμε στη μάχη επειδή ο βασιλιάς μας είχε βλέψεις για την αδερφή της γυναίκας του, ο άντρας της οποίας του την αρνήθηκε, για ευνόητους πάντοτε λόγους. «Απολογισμός: 7.367 νεκροί, 1229 βαριά ή ελαφρά τραυματισμένοι και 42 λιποτάκτες κύριε Συνταγματάρχα. Διέταξα επίσης να ανατιναχτεί η γέφυρα και να θανατωθούν οι άμαχοι, ως ένδειξη της δύναμης του ηγέτη μας. Άρξατε πυρ, πυρ κατά ριπάς, πυρ κατά βούλησην», μην μείνει τίποτα όρθιο και τελικά μας σκοτώσουν κι εμάς. Το καλύτερο όμως δεν στο’ πα ακόμη. Εμείς δεν βομβαρδίζαμε εκκλησίες, ήταν αμαρτία. Πάνω απ’ όλα ήμασταν θρήσκοι. Θυμάμαι όταν περάσαμε στην απέναντι όχθη, κοίταξα πίσω και μπορούσα να δω τα 25 χωριά που ρημάξαμε. Κάναμε τη νύχτα μέρα. Κι εκείνη την στιγμή να περνάει κι ο ανώτερος μου από δίπλα μου και να χαμογελάει, βλέποντας απέναντι τον «θρίαμβο» του να φωτίζει την ατμόσφαιρα. Λες κι ο Θεός, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, καθότανε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και μας θαύμαζε από ψηλά επειδή δεν κάψαμε ένα απ’ τα πολλά εξωχικά του. Τελικά αυτό που λένε ότι και καλά ο Θεός μας έπλασε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Του», θέλω να πιστεύω πως μάλλον «μπάζει νερό», γιατί μόνο και μόνο στην ιδέα ότι ο Θεός είναι κι αυτός σαν εμάς, τρομάζω για το τι μας περιμένει. Και μετά με ρωτάς γιατί έδωσα τα μάτια μου σ’ εκείνη τη μάγισσα. Είχα δει πολλά, πολύ περισσότερα απ’ όσα άντεχα να δω. Τώρα τουλάχιστον, αν θα μπω στον κόπο να δω κάτι, το κάνω από ευχαρίστηση κι όχι όπως πριν, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσα κρατήσω τα μάτια μου κλειστά».

Κι έτσι έκανε ο Μάρκος. Έβλεπε ότι ήθελε να δει, απορρίπτοντας οτιδήποτε άλλο. Η Σόφη δεν τον είχε απόλυτα πιστέψει όταν της είπε για το τι απέγιναν τα μάτια του, λίγο όμως την ένοιαζε. Αυτό που την παραξένευε όμως, ήταν το εξής. Αφού ο Μάρκος χρησιμοποιούσε τα μάτια του όποτε εκείνος ήθελε, γιατί η ευχή του ήταν να την δει;


_____________________________________________________________________________


7. Το νανούρισμα του κυρίου απ’ τα παλιά

Ξημερώνοντας, η Σόφη δεν είχε όρεξη να ζωγραφίσει. Είχε στερέψει από ιδέες και πελάτες δεν είχαν φανεί για 2-3 βδομάδες. Σκέφτηκε να αρπάξει την ευκαιρία και να κάνει μια βόλτα. Ο καιρός ήταν μουντός, λες και τα μαύρα σύννεφα ήταν έτοιμα να πνίξουν την πόλη. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν τα χρώματα όπου κι αν κοιτούσε. Τα φύλλα που πέφτοντας στο γρασίδι των πάρκων δημιουργούσαν ένα τεράστιο κιτρινωπό πέπλο ή ακόμη τα λουλούδια που βλαστούσαν σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που βγήκε για βόλτα, έτσι απλά για να ξεσκάσει. Λίγο πολύ η φυγή του Πιέρ και τα συχνά, σχεδόν καθημερινά, πλέον, όνειρα της βλέποντας τον Μάρκο, την ταλαιπωρούσαν. Εκείνη τη μέρα είχε περάσει σχεδόν απ’ όλα τα σημαντικά αξιοθέατα της πόλης. Ξεκίνησε από την πλατεία του καθεδρικού ναού, όπου είχε συναντήσει τον Μάρκο για πρώτη φορά, ακολούθως πέρασε από το χρυσό σιντριβάνι, το οβάλ πάρκο, τα ανάκτορα, την πλατεία δημαρχείου, μπροστά από την μαύρη εκκλησία και κατέληξε στην πλατεία της όπερας, στη μέση της οποίας υπήρχε πλέον ένα άγαλμα προς τιμήν της Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ.

Η βροχή άρχισε να πέφτει, και η Σόφη έψαχνε εναγωνίως ένα μέρος για να προστατευτεί, αφού δεν είχε ομπρέλα μαζί της. Μπήκε στο πρώτο καφέ που βρήκε μπροστά της, όμως ήταν γεμάτο, έτσι αποφάσισε να καθήσει σ’ ένα απ’ τα τραπεζάκια που βρισκόντουσαν έξω για να βλέπει αυτούς που περνούσαν. Το σκέπαστρο την προστάτευε από την βροχή που δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Άναψα λοιπόν ένα τσιγάρο κι άρχισε να πίνει τον καφέ της, όταν ξαφνικά είδε ένα ηλικιωμένο άντρα να περπατάει κι αυτός χωρίς ομπρέλα μέσα στην πλατεία. Φαινόταν καταπονημένος, μετά βίας έσερνε τα πόδια του. Ο άντρας στάθηκε μπροστά από το άγαλμα της Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ και το κοιτούσε. Συνέχισε να το κοιτάει για ένα τέταρτο της ώρας, ώσπου η Σόφη τον είδε να γονατάει μπροστά του, λες και προσευχόταν στο Θεό.

Η Σόφη φοβήθηκε πως είχε χάσει τις αισθήσεις του κι έτρεξε κοντά του για να τον βοηθήσει. Ο γεροντάκος με τα κάτασπρα μαλλιά και την πλούσια γενιάδα έκλαιγε μπροστά από το άγαλμα της Ντίβας κι έλεγε «τραγούδησε μου πάλι, τραγούδησε μου, να χαρείς». «Είστε καλά;», τον ρώτησε κι αυτός γυρνώντας το βλέμμα του πάνω της πάγωσε. «Ζαν, είσαι ζωντανή;», της είπε. Η Σόφη του απάντησε χαμογελώντας, «Μάλλον με μπερδεύετε με κάποια άλλη. Ελάτε μαζί μου να ζεσταθείτε». Ο γέρος της έδωσε το χέρι του και πήγαν μαζί στο καφέ για να πιει κάτι ζεστό. Όταν κάθησαν στο τραπέζι ο γέρος άρχισε να παραληρεί. «Πώς είναι δυνατόν;» της λέει. «Εσύ είχες χαθεί. Σε είχα δει νεκρή». Η Σόφη του είπε να ηρεμήσει λίγο και έβγαλε από την τσάντα της ένα μαντήλι για να του σκουπήσει το βρεγμένο του πρόσωπο. Μετακινώντας όμως την τσάντα της έδωσε στον άγνωστο ηλικιωμένο άντρα την ευκαιρία να δει μια ζωγραφιά της. «Ζωγραφίζεις ωραία», της είπε. «Μου επιτρέπεις να δω την ζωγραφιά σου;». Ήταν μια χαρακτηριστική ζωγραφιά της Σόφη, η οποία απεικόνιζε τις παλιές επαύλεις, κτισμένες ομοιόρφα πάνω στο ποτάμι, καθώς και την αντανάκλαση του ήλιου στα νερά του. Κάτω αριστερά στη ζωγραφιά η Σόφη είχε υπογράψει ως Σοφία Νομπ, κάτι το οποίο έκανε το βλέμμα του γέρου να θολώσει πιο πολύ. «Περίεργο», της λέει. «Ζωγραφίζεις πανέμορφα, όμως η ζωγραφιά σου δεν παύει να μου θυμίζει κάποια παλιά δική μου ζωγραφιά». Υπήρξα κι εγώ κάποτε ζωγράφος, όμως ξέχασα πλέον πως να το κάνω».

Το πρόσωπο της Σόφη πάγωσε. Ο χρόνος είχε σταματήσει να κυλά κι ένιωθε μια αγωνία να την κυριεύει. «Ποιός είστε;», τον ρώτησε ταραγμένη μα η απάντηση που πήρε την τάραξε ακόμα περισσότερο. «Πριν πολλά χρόνια υπήρξα ο Ρίτσαρντ Νομπ, άντρας της γυναίκας που το άγαλμα της ομορφαίνει την κρύα πλατεία της όπερας, όπως κι εκείνη κάποτε τη ζωή μου, αλλά όχι πια. Η Σόφη έφυγε πια, όμως νιώθω σαν να τη βλέπω ξανά αντικρίζοντας εσένα. Είναι πραγματικά εκπληκτικό το πόσο όμοιες είστε» και λέγοντας της αυτό βγάζει από την τσέπη του παλτού του μια παλιά φωτογραφία της Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ. Είχε δίκαιο. Η ομοιότητα μεταξύ της Ζαν και της Σόφη ήταν καταπληκτική. Ο Ρίτσαρντ την κοίταζε και την ξανακοίταζε. Χαμογελούσε, κάτι το οποίο είχε καιρό να του συμβεί. Ο άνθρωπος, στον οποίο ανήκε κάποτε η γκαλερί, που τώρα είχε γίνει το σπίτι της Σόφη, καθόταν στο ίδιο τραπέζι μαζί της, ανοίγοντας της την ψυχή του.

Η Σόφη πήρε τον δρόμο του γυρισμού, έχοντας όμως αυτή τη φορά μαζί της τον Ρίτσαρντ Νομπ. Όταν έφτασαν εκεί ο Ρίτσαρντ δάκρυσε βλέποντας ξανά την παλιά γκαλερί του. Ο χώρος δεν θύμιζε και πολυ την παλιά γκαλερί του, όμως ήταν πολύ χαρούμενος που έμπαινε ξανά, εκεί όπου κάποτε του τραγουδούσε η αγαπημένη του Ζαν, ενώ αυτός ζωγράφιζε. Η Σόφη τότε έβαλε ένα δίσκο στο γραμμόφωνο και το άφησε να γεμίζει την γκαλερί με υπέροχες νότες, σαν αυτές που ακούγονταν κάθε μέρα πριν το θάνατο της Ζαν. Ο Ρίτσαρντ τότε, άρχισε να χορεύει, όπως χόρευε τότε με την δάμα του. Μόνο που αυτή τη φορά χόρευε μόνος. Η Σόφη τον έβαλε να καθήσει πάνω στην πολυθρόνα και του έφερε να δει τον περίφημο πίνακα με το πεντάγραμμο χωρίς νότες, που είχε ζωγραφίσει, λίγες μόνο μέρες αφότου μόνος κήδεψε την Ζαν. Η λύπη ήταν βαθιά χαραγμένη σε κάθε ριτίδα του τσαλακωμένου του προσώπου, όμως βρήκε τη δύναμη να χαμογελάσει. Κρατώντας στα χέρια του τη ζωγραφιά εκείνη έφερνε τη Ζαν ξανά κοντά του. Εκείνη τη στιγμή ήταν που άρχισε να της διηγείται τις δικές του ιστορίες και τη νύχτα εκείνη που γνώρισε την Ζαν.

«Οι καιροί ήταν δύσκολοι, όταν πρωτοήρθα εδώ. Απλά γυρνούσα από πλατεία σε πλατεία ή οπουδήποτε υπήρχαν τουρίστες, μήπως σταθώ τυχερός και φτιάξω κανένα πορτρέτο, από το οποίο θα έβγαζα κανένα κομμάτι ψωμί. Ήταν ωραία η τέχνη με την οποία καταπιανόμουν, όμως δεν είχα που να πάω και τα λεφτά δυστυχώς δεν έπεφταν σαν βροχή απ’ τον ουρανό. Είχα φτιάξει την γκαλερί μετά από πολλούς κόπους. Όταν είδα το κτήριο αυτό δεν έμοιαζε σε τίποτα με το σημερινό. Όταν δε άρχισα να το επισκευάζω, ερχόταν από απέναντι ο κύριος Ανρύ και μου έλεγε του κόσμου τις ιστορίες. Το κτήριο αυτό ανήκε σ’ ένα γόνο πλούσιας οικογένειας, την οποία κάποιες λανθασμένες επενδύσεις οδήγησαν σε κατάρρευση. Όταν πάλι αδυνατούσαν να πληρώσουν τους φόρους στο δικτάτορα τους πήραν και το τελευταίο πράγμα που τους είχε απομείνει, το σπίτι τους. Μέσα σ’ αυτό το κτήριο είχαν πεθάνει ο πατέρας του και η μητέρα του απ’ το μαράζι τους. Ένα μαράζι αλλοιώτικο όμως. Δεν έκλαιγαν επειδή δεν είχαν λεφτά, έκλαιγαν γιατί το παιδί τους υπέφερε από τα λάθη τους. Ο γιος τους, Τζάκομο Μαρέτι ή Ζακ, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του ανακάλυψε πως υπήρχαν κι άλλες οικογένειες που υπέφεραν πολλά όπως κι η δική του. Άρχισε να μαζεύει τότε όλους όσους είχαν απομείνει, ιδρύοντας μαζί τους την *«Φρουρά των Χαμένων Ανδρών», η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ομάδα ποιητών, οι οποίοι μέσα απ’ τα έργα τους αναπολούσαν τις παλιές καλές μέρες. Αυτή η ομάδα δυστυχώς ξεσκεπάστηκε, καθώς το καθεστώς δεν επέτρεπε σε κανέναν να έχει αντίθετες απόψεις από τον δικτάτορα. Ένα βράδυ, καθώς 13 άνδρες απάγγελλαν τα έργα τους, μια ομάδα μαυροφορεμένων ανδρών, προφανώς μέλη της **«Σχολής των Δέκα» μπήκε μέσα στο κτήριο σκοτώνοντας τους όλους. Δεν άφησαν ούτε ίχνος από τα ποιήματα των «χαμένων ανδρών» κι έτσι οι συναντήσεις τους έλαβαν ένα άδοξο τέλος. Είχα τόσο εμπνευστεί από τον θάνατο αυτών των ανδρών, που τα πρώτα μου έργα είχαν πάντοτε κάτι κοινό με τον «αγώνα» τους. Κρίμα που δεν έχει μείνει τίποτα από τότε. Όταν άνοιξε για τα καλά η γκαλερί οι γείτονες άρχισαν να καταφθάνουν για να αποκτήσουν ο καθένας το πορτρέτο του, που αργότερα θα κοσμούσε το σαλόνι τους ή κάποιο άλλο μέρος του σπιτιού τους. Είχα αρχίσει να γίνομαι πολύ γνωστός στα πάρα κάτω τετράγωνα. Όταν κάποιος πάλι επιθυμούσε να ζωγραφίσω ολόκληρη την οικογένεια του μαζεμένη, ήταν διατεθιμένος να πληρώσει αδρά, για τα δεδομένα της εποχής, για να το επιτύχει. Κατά τη διάρκεια της μέρας ζωγράφιζα πορτρέτα για τους πελάτες μου και τη νύχτα τις δικές μου ζωγραφιές, οι οποίες σπάνια ήταν προς πώληση. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε για μήνες, ώσπου μια μέρα αποφάσισα να γνωρίσω κι ένα άλλο είδος τέχνης, αυτό της μουσικής. Το μεγάλο γεγονός εκείνης της εποχής ήταν οι παραστάσεις στην Όπερα. Κόστιζαν ακριβά τα εισιτήρια, όμως είχε περάσει καιρός από τότε που διασκέδασα για τελευταία φορά κι η ιδέα να ακούσω την Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ να τραγουδάει είχε αρχίσει να με συναρπάζει. Αγόρασα το εισιτήριο μου και περίμενα να περάσουν οι μέρες για να δω επιτέλους από κοντά την Ντίβα να τραγουδάει. Η όπερα αυτή ονομαζόταν «Το βαλς με την λευκή Πριγκίπισσα» και είχε από καιρό περάσει τα σύνορα της χώρας, περιοδεύοντας σε μεγάλα θέατρα και όπερες άλλων πόλεων κι αυτό όχι άδικα. Το θέαμα ήταν καταπληκτικό, η ομορφιά της Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ σ’ εγκλώβιζε και η φωνή της σε ταξίδευε σε τόπους άγιους, που ο ανθρώπινος νους δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί. Καθώς την έβλεπα επί σκηνής, πήρα ένα από τα πολλά κομμάτια χαρτί που κουβαλούσα πάντα μαζί μου κι άρχισα να την ζωγραφίζω. Όταν τελείωσε η παράσταση κι ο κόσμος κατέκλεισε την σκηνή για να την συγχαρεί, πήγα και γονάτησα μπροστά της ως ένδειξη θαυμασμού και της έδωσα την ζωγραφιά που της έφτιαξα. Από πίσω της είχα γράψει «Συναντήστε με μεταξύ της μέρας και της νύχτας πίσω απ’ τους κήπους του αυτοκράτορα. Θα κρατάω ένα κόκκινο λουλούδι» και χαμογελώντας χάθηκα απ’ τα μάτια της. Ήταν 8 η ώρα, όμως εγώ στάθηκα στο σημείο της συνάντησης, περιμένοντας για ώρες μέχρι να φανεί. Όταν είχε γίνει δώδεκα η ώρα, γιατί αυτό συμβόλιζε το «μεταξύ της μέρας και της νύχτας» που είχα γράψει, μια αγωνία με είχε κυριεύσει. Όσο περνούσε η ώρα η αγωνία μου μεγάλωνε. Ώσπου με πήρε ο ύπνος ενώ καθόμουν πάνω σ’ ένα πλατύσκαλο. Δεν πρέπει να κοιμήθηκα για πολύ, γιατί σύντομα με ξύπνησε μια όμορφη φωνή. Η ίδια φωνή που με είχε μαγέψει λίγες ώρες πριν στην όπερα. Άνοιξα τα μάτια μου και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι γινόταν, βλέπω τα όμορφα χείλη της να φιλάνε τα δικά μου. «Όμορφη πριγκίπισσα», της λέω, «Το όνομα μου είναι Ρίτσαρντ Νομπ και θα ήμουν ιδιαιτέρως ευτυχής αν μου επιτρέπατε να φτιάξω το πορτρέτο σας». «Όμορφε ζωγράφε, το όνομα μου είναι Ζαν Μωρίς και θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα αν μου φτιάχνατε ένα πορτρέτο τόσο όμορφο, όσο η ζωγραφιά που μου φτιάξατε λίγες ώρες πριν». Από εκείνο το βράδυ και μετά, αφού περπατήσαμε σ’όλα τα μήκη και πλάτη στης πόλης, ήμασταν μαζί. Η ζωή με την Ζαν δίπλα μου ήταν υπέροχη, σαν τις εποχές που αλλάζουν, σαν τα ποτάμια που κυλούν και σαν τα σύννεφα που χρωματίζουν τον ουρανό. Μια νότα απ’ τα χείλη της ήταν αρκετή για να φυτρώσουν στους καμβάδες πανέμορφα άνθη, όμορφα πρόσωπα και στην ψυχή μου τραγούδια. Εκτός από πανέμορφη και με υπέροχη φωνή, η Ζαν διέφερε από τις υπόλοιπες κυρίες της εποχής και σε άλλους τομείς. Ήξερε τι ήθελε, είχε τις απόψεις της, συχαινόταν το άδικο και ήταν ανεξάρτητη. Εκείνο τον καιρό άνθιζε η δικτατορία σε πολλές χώρες, όπως κι εδώ. Μιά απ’ τις πολλές κοσμικές εξόδους του δικτάτορα ήταν κι η επίσκεψη στην Όπερα όπου τραγούδαγε η Ζαν. Ένα απ’ τα «καλά» του δικτάτορα ήταν πως προωθούσε κάθε είδος τέχνης, είχε όμως τον σκοπό του. Σπρώχνοντας τους ανθρώπους προς την τέχνη, κέρδιζε έδαφος και σώπαινε τις εναντίων του φωνές. Αυτό το ήξερε καλά η Ζαν κι έκανε κάτι αξιοθαύμαστο, αν αναλογιστεί κανείς τους δύσκολους καιρούς. Ανεβαίνοντας λοιπόν στην σκηνή, είπε κάτι το οποίο θα άλλαζε την ζωή της για πάντα. «Αγαπητοί θεατές, σας ευχαριστώ θερμά που ήρθατε απόψε στην Όπερα. Είναι πραγματικά πανέμορφο το συναίσθημα να σας βλέπω όλους μαζεμένους ακόμα και στα σκαλιά. Παρ’ όλα αυτά όμως θα ήθελα να με συγχωρέσετε, επειδή απόψε δε θα σας τραγουδήσω. Ανάμεσα σας βρίσκεται ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν αξίζει κανένα τραγούδι και κανένα βλέμμα μου. Αυτός ο δίμιος της δικαιωσύνης αλλά και ο κάθε όμοιος του, δεν έχουν θέσει ανάμεσα μας», είπε και αποχώρησε από την σκηνή. Ο κόσμος χειροκροτούσε, κάτι το οποίο εξόργησε τον δικτάτορα, ο οποίος διέταξε τον διευθυντή της Όπερας να διώξει για πάντα την Ζαν απ’ την σκηνή. Την επόμενη μέρα η Ζαν μου διηγήθηκε τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Μπορούσα να δω στα μάτια της πως ήταν πολύ λυπημένη. Άλλωστε το τραγούδι ήταν η ζωή της, όπως και για μένα οι ζωγραφιές μου. Δεν την είδα όμως ποτέ να κλαίει, όπως θα έκαναν άλλες στη θέση της. Ήταν περήφανος άνθρωπος η Ζαν και δε θα έπεφτε ποτέ σε αυτό το επίπεδο. Οι μέρες περνούσαν και εμείς ζούσαμε τη ζωή μας που γινόταν όλο και πιο όμορφη. Μια μέρα καθώς επέστρεφα σπίτι είδα δυο πανέμορφα λουλούδια να πετιούνται έξω από τα κάγκελα μιας μεγάλης έπαυλης. Το χρώμα τους ήταν ασυνήθιστο. Ένα βαθύ μπορντώ, το οποίο οποίο ξεθώριαζε στις άκρες των πετάλων δίνοντας τη θέση του σε ένα πολύ φωτεινό κίτρινο χρώμα, σαν να είχαν αρπάξει φωτιά. Τα έκοψα κρυφά και έφτιαξα μαζί τους μια όμορφη ανθοδέσμη για την Ζαν. Προχωρώντας προς το σπίτι ήμουν πολύ χαρούμενος που θα την ξανάβλεπα μετά από ώρες. Η χαρά μου όμως δεν κράτησε πολύ καθώς αυτό που αντίκρισα ήταν κάτι το οποίο με σημάδεψε ανεπανόρθωτα. Το πάτωμα ήταν κατακόκκινο και η Ζαν κειτόταν πάνω του, σαν να είχε πνιγεί σε μια θάλασσα από αίμα. Πιο πέρα ένα σημείωμα που μου είχε αφήσει έλεγε «Πάνε τώρα μέρες που δεν υπάρχω πλέον, έχω πεθάνει εδώ και καιρό. Εκείνο το βράδυ στην Όπερα μου πήραν τη ψυχή μου. Σε βλέπω ακόμη να μου χαμογελάς φτιάχνοντας το πορτρέτο μου και χαμογελάω κι εγώ μαζί σου. Θα ξαναβρεθούμε σε κάποιο άλλο μέρος. Σ’ αγαπώ».

Τότε ο συμπαθής γέρος δάκρυσε. Ένα δάκρυ μόνο. Ακριβό και σπάνιο, για αυτή που αγαπούσε. Η Σόφη δάκρυσε κι αυτή μαζί του όμως σκούπησε γρήγορα τα δάκρυα της για να μην τη δει. Έφτιαξε στον Ρίτσαρντ ένα τσάι και κάτι για να φάει και κάθησε μαζί του όλο το βράδυ, μιλώντας ακόμα για την Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ. Ο κύριος Νομπ είχε ακουμπήσει τον πίνακα του πάνω στον τοίχο, το κοιτούσε και της μίλαγε, ώσπου η Σόφη αποκοιμήθηκε. Όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεπρόβαλαν απ’ την σκεπή του σπιτιού του κύριου Ανρύ, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, η Σόφη είδε τον κύριο απ’ τα παλιά να κοιτάει ακόμα τη ζωγραφιά του. Ήταν πλέον νεκρός, όμως τα μάτια του ήταν ακόμη ανοιχτά και υγρά απ’ τα δάκρυα, ενώ στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο, παρόμοιο με αυτό της Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ. Στο πίσω μέρος του πίνακα είχε γράψει κάτι που έκανε τη Σόφη να δακρύσει ξανά.

«Τώρα, τώρα ξέρω πια,
πως την πήρε ο χειμώνας μακριά.
Κι αν έχει σκοτεινιά,
σαν έρθει τ’ άστρο της αυγής θα’ ναι εδώ.

Είσαι ο μόνος που μ’ ακούει,
φίλε σε παρακαλώ,
να’ ρθει ξανά κοντά
σαν μια ζωγραφιά»


[*] Μια ομάδα ποιητών, που στα ποιήματα τους έκαναν ιδιαίτερη αναφορά στο πόσο όμορφη ήταν η ζωή πριν τον ερχομό του δικτάτορα. Στόχος τους ήταν να ξυπνήσουν τον λαό από τον λήθαργο του, όμως το νόημα των ποιημάτων τους μόνο οι ίδιοι το γνώριζαν.

[**] Μια ομάδα κατασκόπων / στρατιωτών, η οποία δημιουργήθηκε από τον δικτάτορα σαν επίλεκτη φρουρά του. Το όνομα της το πήρε από τους πρώτους δέκα φρουρούς του δικτάτορα, εξού και το όνομα «Σχολή των Δέκα».


_____________________________________________________________________________



8. Το πένθιμο εμβατήριο του Πιέρ

“Πιστεύω στο Θεό”, της είπε μια μέρα. “Τώρα αν τ’ όνομα του είναι στ’ αλήθεια Θεός, ή Αλλάχ, ή Βούδας εμένα δεν με πολυαπασχολεί. Δεν ξέρω αν τα θαύματα τα κάνει ο ίδιος ή η ανθρώπινη θέληση, πάντως κάτι υπάρχει πέρα από’ δω. Το λάθος του είναι πως δεν πολυελέγχει τους εδώ πέρα “υπαλλήλους” του. Όταν ήμουν μικρός, πριν φύγω απ’ το σπίτι μου, ζούσα σε ένα άλλο κόσμο, ο οποίος όχι μόνο απέχει σε απόσταση από εδώ, αλλά κι οι συνήθειες μας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Όταν ήρθαν οι σπουδασμένοι ιεραπόστολοι για να μας μάθουν τον θεό τους έμοιαζαν σαν σωτήρες. Σωτήρες που μας είχε στείλει μια ανώτερη δύναμη. Πιστεύω στο Θεό, γιατί τα βιβλία του μιλούν για αγάπη. Μια αγάπη, την οποία οι ιεραπόστολοι του μας έδειξαν σε όλο της το μεγαλείο. Αρχικά δίνοντας μας μεγάλες εκτάσεις ακαλλιέργητης γης για να δουλεύουμε, σε μεταγενέστερο στάδιο μειώνοντας τον πληθυσμό των χωριών μας και στο τέλος αφανίζοντας τα ίχνη μας. Κάποιος είπε κάποτε, πως *με κάθε γλώσσα που πεθαίνει, σβήνεται και μια εικόνα του ανθρώπου. Ε λοιπόν, η δική μας εικόνα, όχι μόνο σβήστηκε, αλλά καθώς έσβηνε την βασάνιζαν σαν αιχμάλωτο πολέμου, υποφέροντας έτσι ένα αργό θάνατο”

“Πλέον οι άνθρωποι στο χωριό μου δεν περπατάνε με γυμνά τα πόδια τους, γιατί φοράνε παπούτσια.
Πλέον οι άνθρωποι στο χωριό μου δεν περπατάνε με γυμνά τα πόδια τους, γιατί η γη θα τα φάει.

Πλέον οι άνθρωποι στο χωριό μου δεν περπατάνε στην έρημο, γιατί έχουν γίνει δρόμοι.
Πλέον οι άνθρωποι στο χωριό μου δεν περπατάνε στην έρημο, γιατί η έρημος καίει.

Πλέον οι άνθρωποι στο χωριό μου δεν περπατάνε άσκοπα, γιατί υπάρχουν οχήματα.
Πλέον οι άνθρωποι στο χωριό μου δεν περπατάνε άσκοπα, γιατί τους κόψανε τα πόδια από καιρό”

Ο Πιέρ εκείνη τη μέρα δε μπορούσε να γελάσει. Καθόταν μόνος κι απλά έβλεπε έξω απ’ το παράθυρο. Δεν είχε κάνει πρόβα τους πολλούς ρόλους του. Του ήταν πλέον παγερά αδιάφοροι. Σαν να τους έσβησε κάποιος απ’ τη μνήμη του. Η Σόφη μάταια προσπαθούσε να του αποσπάσει καμιά χρήσιμη πληροφορία για το τι του συνέβαινε, αλλά άδικος κόπος. Ο άνθρωπος που υπήρξε η χαρά της ζωής, ήταν σαν να χάθηκε στα πελώρια κύματα του χρόνου, που όπου κι αν κτύπησαν δεν άφησαν τίποτα. Εκείνο το βράδυ ο Πιέρ έμελλε να πραγματοποιήσει την τελευταία του παράσταση. Αλλά αυτή τη φορά οι ρόλοι που έπαιζε ήταν σκοτεινοί, δεν μιλούσαν για τραγούδια ούτε έλεγε αστεία. Ήταν παράξενο να βλέπει τον Πιερ έτσι, όμως η Σόφη τον άφησε λίγο μόνο για να ξεσκάσει.

Δεν είχε ύπνο εκείνο το βράδυ η Σόφη. Κάτι βασάνιζε τον Πιέρ και το ήξερε. Τον είχε μάθει πλέον καλά κι όπως φάνηκε, όσο εύκολο ήταν για τον Πιέρ να παραστήσει ρόλους, άλλο τόσο δύσκολο ήταν να κρύψει τα συναισθήματα του. Η Σόφη έσβησε το κερί που είχε στο κομοδίνο της και έκλεισε τα μάτια της, πιέζοντας τον εαυτό της να κοιμηθεί. Τότε άκουσε την πόρτα της γκαλερί να κλείνει με δύναμη και πετάχτηκε πάνω με μιας. Κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην αυτοσχέδια θεατρική σκηνή του Πιέρ, που ήταν συνήθως γεμάτη με λογής λογής ρούχα που φορούσε στις παραστάσεις του. Η σκηνή ήταν πλέον άδεια, άψυχη κι ο Πιέρ δεν ήταν εκεί να της δώσει ξανά ζωή. Αυτό που δεν μπορούσε να της πει ο Πιέρ το διάβασε σε ένα χαρτί που βρήκε στο πάτωμα. Ήταν ένα σύντομο σημείωμα, απεσταλμένο απ’ την πατρίδα του Πιέρ, διατάζοντας τον να παρουσιαστεί πάραυτα στον στρατό.

Είχε ξεσπάσει ένας πόλεμος διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους, ένας πόλεμος που έκανε την καρδιά της Σόφη να σφιχτεί. Ο Πιέρ δεν θα αμυνόταν την πατρίδα του από τον εχθρό ή την τιμή του βασιλιά του. Ο πόλεμος αυτός θα τον έφερνε απέναντι από τα αδέρφια του τα ίδια, απέναντι στους όμοιους του. Οι ιεραπόστολοι είχαν πλέον πετύχει τον σκοπό τους. Όλοι περιέγραφαν τον τόπο του Πιέρ σαν μια καμένη γη, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε εκεί. Η πατρίδα του Πιέρ, ήταν πλέον στην κυριολεξία μια καμένη γη, μια γη που θα χανόταν μια για πάντα. Η Σόφη έκλαψε πολύ εκείνη τη νύχτα. Θυμόταν τον Πιέρ να της μιλάει για τα όνειρα του να παίξει στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου. Όλα ξαφνικά θρυματίζονταν.


[*] Απόφθεγμα του Οκτάβιο Πας, για το ρόλο των γλωσσών στη διαμόρφωση της κουλτούρας της κάθε χώρας.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Φαντασίας,Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

"Δώσε μου φως να βάλω στ' όνειρο σημάδι, στο Soho να ξαναβρεθώ"
 
monajia
07-11-2010 @ 02:43
ΜΠΡΑΒΟ............ΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΑ....................
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Ναταλία...
07-11-2010 @ 04:28
Πολύ όμορφη η γραφή σου αλλά γνώμη μου μην βάζεις τόσο μεγάλο κομάτι βάζε λίγο λίγο για να το διαβάζουν πιο πολλοί ::yes.:: ::theos.:: ::theos.::
XARMOLYPH
13-11-2010 @ 21:26
Μπράβο! Εξαιρετική γραφή, εξαιρετικά ενδιαφέρον!

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο