Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Μήδεια(6ο επεισοδιο..6ο χορικο/ivikos)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130389 Τραγούδια, 269368 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Μήδεια(6ο επεισοδιο..6ο χορικο/ivikos)
 
….ο παιδαγωγός γυρνά κρατώντας τα παιδιά

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κυρά, τα φέρνω τα παιδιά, χαρίστη η εξορία
τα δώρα πήρε με χαρά η αρχόντισσα κυρία.
Αγαπηθήκαν με τους γιους, και δεν υπήρχε γρίφος.
Όμως γιατί ταράχτηκες; Γιατί αυτό το ύφος
τώρα που είναι θετική, η αλλαγή του δρόμου;

ΜΗΔΕΙΑ
Ωιμέ η τρισκατάρατη! Ωιμέ αλίμονό μου

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γιατί άραγε δεν συμφωνείς με τούτα τα μαντάτα;

ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονό μου η δύστυχη, σε αυτή που βγήκα στράτα

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μαντάτο μήπως σου έφερα, που άσχημα έχει βάρη
νομίζοντας, πως αν στο πω, θα ‘ναι για σένα χάρη;

ΜΗΔΕΙΑ
Έφερες ότι έφερες, δεν φταις σε αυτά τα μάκρη.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μα τι κοιτάζεις χαμηλά, και πνίγεσαι στο δάκρυ;

ΜΗΔΕΙΑ
Ανάγκη το ‘χω, όλα αυτά σκαρώσαμε με πάλη
Θεοί, κι εγώ με το άθλιο κι αγύριστο κεφάλι

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κουράγιο κάνε , οι εχθροί για σένανε μη χαίρουν
θαρθεί η μέρα, τα παιδιά, που πίσω θα σε φέρουν

ΜΗΔΕΙΑ
Μες στα συντρίμμια της ζωής, στον πόνο τον μεγάλο
Κάτω απ’ τη γη, η δόλια εγώ, να δεις κι άλλους θα βάλλω

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν είσαι η πρώτη, που παιδιά χωρίζεται, και χάνει
την ατυχία ο θνητός πρέπει να την προφτάνει



ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό θα κάνω! Μπες εσύ στο σπίτι, είναι ώρα
να τα βοηθήσεις σε ότι αυτά, ανάγκη έχουν τώρα
(…φεύγει ο Παιδαγωγός)
Αχ τέκνα μου! Αχ τέκνα μου! σπίτι έχετε και δώμα
να μείνετε παντοτινά, όμως για εμένα ακόμα
φωτιά θα καίει ερημιάς, δεν θα έχετε μητέρα,
αφού θα μ’ εύρει προσφυγιάς καημός την άλλη μέρα
προτού εγώ να σας χαρώ, για ενός καημού γινάτι,
νύφες να βρω, να στολιστεί το νυφικό κρεβάτι,
και τις λαμπάδες να κρατώ, στην τελετή του γάμου.
Της δύστυχης! μοίρα κακή, μου πήρε τη χαρά μου
κακώς ανατραφήκατε στης μοναξιάς τους χρόνους
κακώς μοχθούσα εγώ για σας μες στους μεγάλους πόνους
και σκίστηκαν τα σπλάχνα μου για σας πάνω στη γέννα.
Πόσες ελπίδες στήριξα επάνω σας, για μένα
ως τα βαθιά μου γηρατειά να μ’ έχετε στα χέρια
στον θάνατό μου ζηλευτά στολίδια να ‘χω πλέρια.
Μα η αντοχή κλονίστηκε με τούτα τα συμβάντα
δίχως εσάς θα ‘ναι η ζωή, θλιμμένη μια για πάντα.
Και στ’ ακριβά ματάκια σας, η μάνα θα ‘χει σβήσει
θα έχετε κάνει απόδραση παιδιά μου σε άλλη ζήση.
Αλί! Τα μάτια πάνω μου, το βλέμμα σας τι ρίχνει
Τι με κοιτάτε με χαρά κι έχετε γέλιου ίχνη;
Αχ! η καρδιά γυναίκες μου τα πάντα ανατρέπει
το βλέμμα τους το πρόσχαρο, μπροστά της όταν βλέπει.
Δεν έχω θάρρος, σκεφτικά, ξοπίσω μου αφήνω
Τι; Για να βλάψω τον γονιό, την συμφορά απευθύνω
προς τα παιδιά; Και συμφορά διπλή εγώ ετοιμάζω;
Μόνη μου κι όλας; Άκυρο. τη σκέψη τούτη αλλάζω.
Μα τι έπαθα; Περίγελος του κόσμου αυτού θα γίνω
που ατιμώρητους εχθρούς, θα λένε ότι αφήνω;
Δύναμη θέλει. Κιότεψα σε αισθημάτων κοίτη.
Άειντε παιδιά τελειώσαμε! Τραβάτε μες στο σπίτι
(…τα παιδιά φεύγουν)
Για όποιον αμάρτημα βαρύ, είναι αυτή η θυσία
να μη βρεθεί τριγύρω εδώ, να πει είναι οπτασία.
Το χέρι μου στην πράξη αυτή τρέμουλο πια δεν θα ‘χει
Αχ! αχ! καρδούλα σκέψου το, φύγε απ’ αυτή τη μάχη
Άστα να ζήσουνε αυτά έστω και μακριά σου
πάλι θα είσαι ευτυχής , λίγα τα δάκρυά σου.
μα τους Θεούς εκδίκησης του Άδη. Ω συμφορά μου
εχθροί δεν θα ντροπιάσουνε ποτέ τους τα παιδιά μου.
τέλος εδώ. Την μοίρα αυτή κανείς δεν θ’ ανακόψει
το πέπλο ντύθη η κώμη της στου στεφανιού την κόψη
η κόρη πια του βασιλιά του Κρέοντα αργοσβήνει-
πάντοτε γνώριζα καλά των λόγων μου τη δίνη
μα είναι δρόμους δύσβατους κι απάνθρωπους ν’ ανοίξω
και τούτα σε πιο δύσβατους ακόμα να τα ρίξω
θα χαιρετίσω τα παιδιά στου κόσμου την αλάνα
(……..γνέφει στο σπίτι
Τα παιδιά ξαναέρχονται)
Δώστε παιδια το χέρι σας για να τα σφίξει η μάνα
(………Φιλά τα παιδιά κρατώντας το χέρι τους)


Αγαπημένο χέρι μου, αγαπημένα χέίλη
και όσα κρύβει άριστα το παιδικό καντήλι
να ευδαιμονείτε στην αυλή που θα σας πάει ο αγέρας.
Αυτού του κόσμου τα καλά τα πήρε ο πατέρας
Ω τρυφερό μου αγκάλιασμα σάρκας, κι ανάσα μύρου
των τέκνων μου….Πηγαίνετε σε κόσμους άλλου ονείρου
(……Τα διώχνει να πάνε σπίτι)
Καρδιά δεν έχω και ψυχή, να τα κοιτώ στα βάθη
με κυβερνούν τ’ ανόσια, τα δολερά μου πάθη.
Κι ας νοιώθω πως είναι άθλια η βούληση η κακή μου
είναι πιο πάνω ο θυμός από τη λογική μου,
θυμός που είναι υπεύθυνος για τα μεγάλα λάθη
και που έκανε τον άνθρωπο δεινά να κακοπάθει

ΧΟΡΟΣ
Σε σκέψεις μπήκα εγώ φορές
σε μυθικές αναφορές
και με των λόγων το εκκρεμές
κίνησα τις διαδρομές,
αν και για θήλυ είναι γραφτά
σκέψεις να κάνει για όλα αυτά
μα Μούσα έχουμε κι εμείς
σαν οδηγό διαδρομής,
μα όχι το σύνολο που λες
-μπορεί και μια απ’ τις πολλές-
δίπλα τους να ‘ναι, να σου πουν
τις Μούσες πως τις αγαπούν.
Λοιπόν, απ’ τους θνητούς αυτοί
που δεν έχουν ποτέ κλαφτεί
γιατί δεν γέννησαν παιδιά
έχουν χαρά μες στην καρδιά
στην ευτυχία, πιο εμφανείς
απ’ όσους έγιναν γονείς.
Αμάθητοι είναι οι άκληροι
αν λύπη ή χαρά πληροί
την ευτυχία στην καρδιά.
Μα αφού δεν έχουνε παιδιά
πόνο δεν έχουν πολικό.
Μα όσοι έχουνε στο σπιτικό
το παιδομάνι ν’ αλυχτά
έχουν φροντίδα αναρριχτά.
Όλο το χρόνο προσπαθούν
πως τα παιδιά θα πορευθούν
πως ένα βιός θα μαζευτεί
στη ζήση τούτη τη καυτή,
μα για αγαθούς; Για πονηρούς;
Άγνωστος της ζωής ο ρους.

Και των θνητών πάθος βαθύ
έστω στερνά θα ειπωθεί:
Πες μες στης ζήσης τη σοδειά
πως μεγαλώσαν τα παιδιά
άριστο φαίνεται αυτό.
Μα αν της μοίρας το γραφτό
φέρνει του Άδη ερημιά
με των παιδιών τους τα κορμιά.
Κέρδος μηδέν, και παγωνιά
που αντί να στρώσουνε γενιά
βλέπουν το μαύρο το κακό,
το απαίσιο το φονικό
να τους προσφέρουν οι Θεοί,
στ’ άλλα κακά που ‘χει η ζωή.

ΜΗΔΕΙΑ
Φίλες μου, στο καρτέρι αυτό, εδώ είμαι από ώρα,
να δω εκεί τι έγινε, και τι συμβαίνει τώρα.
Και να! διακρίνω αμυδρά, μου το επιτρέπει ο χώρος
να έρχεται του Ιάσονα ένας μαντατοφόρος
η αλαφιασμένη ανασεμιά, κι η αγριάδα η τόση
δείχνει πως κάτι άσχημο θαρθεί ν’ ανακοινώσει
(…….Με γρηγοράδα μπαίνει
……..ένας ακόλουθος του Ιάσονα)

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Εσύ, το άθλιο κακό που έκανες μόλις τώρα
φύγε τροχάδη Μήδεια, φύγε απ’ αυτή τη χώρα.
Με αμάξι φύγε απ’ τη στεριά ή με όποιο βρεις καράβι

ΜΗΔΕΙΑ
Γιατί να φύγω, τι έγινε, κι η γλώσσα άθλια ράβει;

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Χάθηκε η πριγκίπισσα , στου χάροντα τ’ αυλάκια
απ’ τα δικά σου, κι ο άρχοντας ο Κρέοντας , φαρμάκια.

ΜΗΔΕΙΑ
Λόγο καλό μου έφερες, και για όλα μου τα έτη,
θα σ’ έχω σαν να ‘σαι δικός, φίλο μου κι ευεργέτη

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Τι λες γυναίκα; Λογική, δεν έχεις πια για μένα
μάλλον ζουρλάθης εντελώς, και τα ‘χεις στα χαμένα.
Ξεκλήρισες του βασιλιά το σπίτι, το ρημάζεις,
το ακούς, κι αντί να φοβηθείς, δείχνεις ν’ αναγαλλιάζεις;

ΜΗΔΕΙΑ
Έχω πολλά για να σου πω σε αυτά να καταλάβεις
λέγε μου κι άλλα πιο πολλά, με λόγια να με ανάβεις.
Πως χάθηκαν; Έχω χαρές, σαν να ‘ναι αστραπές μου,
πως σβήσαν; Πως πεθάνανε; Να το ακούσω πες μου

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Σαν τα παιδιά σου φτάσανε τα δύο αμανάτι,
μαζί με τον πατέρα τους στης νύφης το παλάτι

οι δούλοι αναγαλλιάσαμε, χαρήκαμε στα βάθη
που στενοχώριες είχαμε με τα δικά σου λάθη
και στόμα – στόμα λέγαμε τη λέξη: αγάλι-αγάλι,
ότι με τον Ιάσονα φιλιώσατε και πάλι.
Χαϊδεψε το κεφάλι τους, και τους φιλά το χέρι
και σ’ ένα δώμα τα οδηγεί, στων γυναικών τα μέρη.
Μα η καινούργια ρήγισσα , που πήρε τη σειρά σου
και υπηρετούμε, πριν να μπουν ακόμα τα παιδιά σου
κοίταξε τον Ιάσονα με το άγριο της βλέμμα
τα μάτια κλείνει βλέποντας του πουθενά το ρέμα
καθώς τα βλέπει τα παιδιά να μπαίνουν στο παλάτι
κι ο Ιάσονας της γλύκανε της κόρης το ινάτι
με λόγια , που στο θύμωμα , σαν ίαμα είναι νόσου:
«Τους φίλους μην εχθρεύεσαι, κατάπιε τον θυμό σου
ξέχασε όλο τον θυμό, γύρισε το κεφάλι
και φίλοι σου ας γίνουνε, του άντρα σου οι φίλοι οι άλλοι.
Δέξου τα δώρα τούτα εδώ, και ζήτα από τον κύρη
μην εξορίσει τα παιδιά, κάνε μου το χατίρι».
Σαν τα στολίδια αντίκρισε εκείνη δεν θ’ αντέξει
κι όλα όσα γίνανε κακά, στον άντρα θα τα στέρξει
κι αφού η ομήγυρη παιδιών-πατέρα απομακρύνθη
το πέπλο το αραιόφαντο, με θαλπωρή το εντύθη,
κι ως το στεφάνι φόρεσε, μπρος στον καθρέφτη στέκει
και τα σγουρά της τα μαλλιά κίνησε και τα πλέκει
γελάει μπρος στην άψυχη του ειδώλου της εικόνα
διαβαίνοντας την αχανή, του παλατιού αλώνα,
πατά το πόδι και κοιτά με θάμπωμα τα δώρα ,
το βλέμμα της φιλάρεσκα, στις φτέρνες ρίχνει για ώρα.
Μα από κείνη τη στιγμή, κανείς μην αντικρίζει.
Χρώμα αλλάζει, το κορμί κινάει και λυγίζει
χέρια και πόδια τρέμουνε, χύνονται σαν την άμμο
ώσπου ξαπλώνει στο θρονί, για να μην πέσει χάμω.
Και μία δούλη αντίκρυ της, σκηνές βλέποντας χύμα,
στον Πάνα ή σε άλλο Θεό, λέει πως είναι θύμα.
Μα όταν την είδε να πετά αφρούς από το στόμα
να της γυρνούν τα μάτια της, κίτρινο να ‘χει χρώμα,
έσυρε άγρια φωνή, σαν να ‘ναι θρήνος μοιάζει
και προς του κύρη τη μεριά πάει και αλαλάζει,
προς του γαμπρού τα δώματα πηγαίνει κάποια άλλη
την συμφορά για να τους πουν της νύφης, τη μεγάλη.
Και το παλάτι ολάκερο απ’ τις φωνές της νέας
σειότανε. Κι οι ώρες ήτανε , όσες ένας δρομέας
χρειάζεται με δύναμη και σύνεση να τρέξει
απόσταση ισόποση, πλέθρων, περίπου έξη,
κι ενώ ήταν λιγομίλητη, με ολόκλειστα τα μάτια,
βόγκηξε, κι αντηχήσανε άγρια τα παλάτια.
Γιατί ήτανε διπλό κακό, και μαύρο είχε χάλι.
Απ’ το στεφάνι που ήτανε στημένο στο κεφάλι,
ποτάμι έρρεε η φωτιά , στην φλόγα βουτηγμένο
μα και το πέπλο των παιδιών το αραιοπλεγμένο
τη σάρκα της, της κένταγε, τρελά σφιχτοκλεισμένη.
Πετάγεται από το θρονί στον δρόμο φλογισμένη
σειώντας μαλλιά και κεφαλή, να πέσει το στεφάνι,
μα το χρυσό στην κώμη της, πιο στέρεο τυγχάνει,
κι όσο κουνούσε τα μαλλιά, η φλόγα του θεριεύει.
Στο τέλος πια νικήθηκε, πεσμένη δεν σαλεύει
σε όλους αγνώριστη, εκτός απ’ του γονιού το μάτι.
Ούτε απ’ το σχήμα των ματιών ξεχώριζε πια κάτι
ούτε το μούτρο το όμορφο, το φλογερό της βλέμμα
μα έσταζε απ’ την κορφή του κεφαλιού της το αίμα,
και από τα κόκαλα έσταζαν σάρκες σαν πεύκου δάκρυ,
απ’ τα φαρμάκια δαγκωτές, φριχτές, στης γης την άκρη.
Και ο καθένας την νεκρή φοβότανε ν’ αγγίξει
γιατί η κακή η τύχη της αυτό μας είχε δείξει.
Κι ο Κρέοντας , για τον χαμό μη ξέροντας ακόμα
Μπαίνει στο δώμα, και χυμά με κλάματα στο πτώμα.
Την αγκαλιάζει, την φιλά, κλαμένη λέει φράση:
«Δύστυχη κόρη ποιος Θεός έτσι σ’ έχει χαλάσει;
Κι εμένα τον νεκρόγερο ποιος μ’ έχει ορφανέψει;
Ωϊμέ! Κορούλα δίπλα σου ας είχα ταξιδέψει»
Κι ως τέλειωσε το γόγγυσμα που ‘χε του θρήνου χρώμα
για να σηκώσει προσπαθεί το γερασμένο σώμα.
Μα όπως στης δάφνης, ο κισσός απλώνεται τα κλώνια
έτσι μπερδεύτηκε κι αυτός στου πέπλου τα στημόνια
κι ήτανε κάτι φοβερό η τρομερή τους πάλη
να θέλει ν’ ανασηκωθεί, να μην αφήνει η άλλη
και στον μακάβριο αυτό, σκληρό αγώνα αιμάτου
γέρικες σάρκες έφευγαν από τα κόκαλά του.
Κι απ’ τον αγώνα ανήμπορος, ψυχή θα παραδώσει,
δεν ήταν τόσο δυνατός την ζήση του να σώσει.
Και κείτονταν χωρίς ψυχή, αντάμα ξαπλωμένοι
ο γέροντας ο κύρης της, κι η κόρη η λατρεμένη,.
Να μαύρη μοίρα που είναι εμπρός, κι αξίζει μοιρολόγια
(….γυρίζει στην Μήδεια)
Όσο για σένα, τι να πω, που να τα βρω τα λόγια
το μέγεθος της συμφοράς, συ θα το δεις μονάχη.
Τα πάθη τα ανθρώπινα τα βλέπω, κι άμα λάχει
τα λέω δίχως να σκιαχτώ κακό ότι με βρίσκει
όταν τα βλέπω γύρω μου, μουντά να ‘ναι σαν ίσκιοι.
Όποιος θνητός, λέει πως σοφά, τα λόγια θα σκορπίσει
αυτός από άλλους πιο πολύ, να δεις θα δυστυχήσει.
Κανείς λοιπόν απ’ τους θνητούς, κανείς δεν θα πετύχει,
μπορεί ανάμεσα σε δυό, ο ένας να έχει τύχη
και να περνά καλύτερα με πλούτη απλωμένα
μα ευτυχισμένο να μη λες, ποτέ σου και κανένα
(...ο μαντατοφόρος φεύγει)

ΧΟΡΟΣ
Σήμερα στον Ιάσονα, φριχτά ο Θεός μοιράζει
μα δίκαια. Κι εσύ φτωχή, μας έβαλες μαράζι
κόρη του Κρέοντα που πας, για παντρειά στον Άδη
για χάρη του Ιάσονα, και βρίσκεις το σκοτάδι.


ΜΗΔΕΙΑ
Φίλες μου την απόφαση την πήρα κι έχω θάρρος
στα γρήγορα τα τέκνα μου , να τα δεχτεί ο χάρος,
δεν έχω άλλο εμπόδιο, ήρθε η μεγάλη ώρα
να τελειώσω το κακό, να φύγω απ’ τη χώρα.
Κι ούτε η αργοπορία μου θέλω να μεταφέρει
τον θάνατο των τέκνων μου, απ’ του εχθρού το χέρι.
Όπως και να ‘χει, τα ζητά η ανάγκη πεθαμένα
κι αφού δεν γίνεται αλλιώς θα πάνε από μένα,
εγώ θα γίνω φόνισσα γι αυτά που ‘χω γεννήσει.
Άειντε καρδιά μου κίνησε! Έχεις αργοπορήσει
το κρίμα να το πράξουμε όποιο κι αν είν’ το ύφος.
Δόλιο μου χέρι μην αργείς, πιάσε γερά το ξίφος.
Πορέψου δύστυχη ζωή, σε άθλιο δρόμο να ‘σαι
ξέχασε πως τα γέννησες, ούτε να το θυμάσαι,
να ‘ναι για σένα άγνωστοι, μάνα και γιοι συνάμα
έχε την αμνησία σου, κι ύστερα πιασ’ το κλάμα.
Κι αν τους σκοτώσεις ήτανε ν’ αγαπηθούν πλασμένοι
κι εγώ θα είμαι μια ζωή, πάντα δυστυχισμένη

ΤΕΛΟΣ 6ου ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ
--------------------------- --------------------------------------------------------------

ΜΗΔΕΙΑ 6ο ΧΟΡΙΚΟ(1251-1292)

ΧΟΡΟΣ
Ολοφώτεινη του ήλιου αχτίδα,
Γη μου, δείτε μια δόλια παγίδα
γυναικός, κι εμποδείστε το χέρι
που κρατάει του φόνου μαχαίρι
και ζητά με ορμή να το αφήσει
τα δικά της παιδιά να χτυπήσει.
Μη τα δω Ήλιε τούτα σε αγχόνη
της δικής σου γενιάς είναι κλώνοι.
Τι φριχτό! Αίμα Θείο στο αγέρι
να το χύνει θνητός με μαχαίρι.
Αλλά εσύ, φως σταλμένο απ’ τον Δία
στη κακιά αιμοβόρα Ερινύα
βάλε εμπόδια, διώξτη απ’ το σπίτι
κι ας την στείλαν Θεοί μας στην κοίτη.
Μάταιοι πήγαν της μάνας οι κόποι
μάταια ήρθαν στον κόσμο ανθρώποι
πολυαγάπητη, απ’ τις μαινάδες,
που τις πέρασες τις Συμπληγάδες
με φτερά που ‘χες βγάλει στη ράχη
μα εδώ σ’ έκλεισαν άγριοι βράχοι.
Του θυμού, γιατί δόλια η λάμψη,
μες στον νου, την φωτιά να σου ανάψει;
Πως με φόνου ιό προσεβλήθης
την παλιά σου αγάπη αρνήθης;
Φοβερό, για θνητούς, αν με αίμα
νοθευτεί της γενιάς τους το ρέμα.
Κι αν στην φύτρα τους δουν τον φονιά τους
θα ‘ναι τόσα πολλά τα δεινά τους,
θα χτυπά μιας θεότητας χέρι
με τυφλό τιμωρίας μαχαίρι.

ΠΑΙΔΙ(από το εσωτερικό του σπιτιού)
Α!Α!Α!Α!Α!Α!Α!Α!

ΧΟΡΟΣ
Ακούς το σκούξιμο παιδιών; Ακούγεται από αγόρι;
Αλίμονό σου δύστυχη! Αλί σου δόλια κόρη!

ΠΑΙΔΙ
Αλί! Πως απ’ τα χέρια της, μακριά να βγω στον δρόμο;
-Δεν ξέρω αδέρφι μου καλό, χαμένοι πάμε όμως.

(…..ο χορός αναποφάσιστα μπροστά
στο σπίτι, μοιάζει ανταριασμένος)
ΧΟΡΟΣ
Λέω να μπω με δύναμη, στο σπίτι να ξαμώσω
κι απ’ τη σφαγή την άθλια τα τέκνα να γλιτώσω

ΠΑΙΔΙ
Σώστε μας τώρα! Θα ‘ναι αργά, αν λάβει αυτό υπ’ όψη
είμαστε κιόλας στου σπαθιού την τρομερή την κόψη!

ΧΟΡΟΣ
Δύστυχη , που ‘ χεις καρδιά, σίδερο ή και πέτρα
που πας για φόνο των παιδιών; Μπες στον καημό, και μέτρα
που στης κοιλιάς σου τους καρπούς, στέλνεις του πόνου πούσι.
Μία γυναίκα μοναχά για τέτοιο έχω ακούσει
μία γυναίκα σε καιρούς παλιούς που το χε κάνει,
η Ινώ, που οι Ουράνιοι την είχανε τρελάνει
κι έδιωξε απ’ το σπίτι της η σύζυγος του Δία
σε τόπους αφιλόξενους, σε μακρινά πεδία.
Στα κύματα τότε αυτή, ρίχτηκε, στο νερό τους
με τα παιδιά, προσφέροντας τον άδικο χαμό τους.
Πήδησε μέσα στο νερό, ψηλά από τα βράχια
Και τα παιδιά πήρε μαζί, στου Άδη την μονάχια.
Πιο άθλιο που να βρεθεί; Έτσι που ο κύκλος κλείνει,
ω άθλια της γυναικός, γεμάτη πάθη κλίνη!!

ΤΕΛΟΣ 6ου ΧΟΡΙΚΟΥ







 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
monajia
20-04-2012 @ 11:35
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ.....ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ...............

::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ALIROS
20-04-2012 @ 22:13
δε μπορώ να διαβάσω μεγάλα κείμενα στον υπολογιστή θα το κατεβάσω και θα το εκτυπώσω σε θαυμάζω όμως ::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ierapostolos
22-04-2012 @ 17:02
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο