Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131193 Τραγούδια, 269562 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Μάριος Χάκκας
 





Το τρίτο νεφρό






Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ’ ένα κάποιο επίτευγμα με χαμομήλια· ασ’ τους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρανυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: « Οχ, οχ! Αιμορραγώ σ’ όλο το σώμα». «Κάλπες, αφού πρόκειται για το δείκτη του αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;» Γι αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπα τους χωρίς να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δε γίνεται.

Κάποτε είδα ανθρώπους που τρώγανε αποβραδίς μια χαρά έχοντας την καραβάνα στα γόνατα, χρόνια τρώγανε σε τούτη τη στάση χωρίς κανένα παράπονο, και το πρωί παίρνανε μεταγωγή για το τρελοκομείο, γιατί ξαφνικά νιώσαν να σπάει η πλάτη και να πετάγεται η καρδιά προς τα έξω. «Η πλάτη μου», όλο λέγαν, «η πλάτη μου», κι έπεφτε η καραβάνα απ’ τα γόνατα αφήνοντας δυο κόμπους λάδι ανεξίτηλο λεκέ στο τσιμέντο. Μαύρισε η ψυχή κι έκανε τούτο το ρήγμα κι έφερε τούτη την πτώση, παρά την επίμονη θέληση των ανθρώπων να κρατήσουν την καραβάνα στα γόνατα.

«Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης.» Οπωσδήποτε όχι. Πάει καιρός που δε βρίσκομαι σ’ αυτήν τη γραμμή. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όποιος κράτησε αυτή τη θεόρατη καραβάνα στα γόνατα φτάνει στο ποίημα. Αλλ’ οπωσδήποτε απ’ αυτούς κάποιος. Μ’ άλλα λόγια, αν έχεις ξοδέψει γι αυτήν την υπόθεση έστω και μια τρίχα απ’ τους όρχεις σου.

Γι αυτό: σε τάιζε η μαμά σου το αυγουλάκι σου και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σου έλεγε ο δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη; (Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο ποιητοδικείο). Άντε, παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα. Οι λέξεις σου είναι κούφιες. Ναι, ξέρω, πέρασες κι ένα κοκίτη και τώρα έχεις στρυφνό προϊστάμενο που σε επιπλήττει άμα κάνεις κανένα λαθάκι. Καλά. Καλά. Κάνε μια εντριβή με οινόπνευμα και το πρωί θα είσαι περδίκι. Κοίταξε, μην κρατάς τα αέρια μέσα σου, άσε να φεύγουν προβληματισμοί κι ανησυχίες.

Τώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα το ‘να πάνω στο άλλο. Με την ίδια φωτιά, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο. Τώρα που το είδα χωρίς καμιά φρίκη ν’ ανοίγει τριαντάφυλλο, ούτε αίμα, ούτε τίποτα, μόνο τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη ντομάτα. Κοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος. Μόλις τώρα φτάνω των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά, λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας απ’ τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες τα γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω ταυτόχρονα. Χαίρομαι γιατί ο δρόμος πουτράβηξα, που μόνος μου διάλεξα αν θέλετε, που η ίδια η ζωή μου καθόρισε, δεν είναι άγονος, αφού κι άλλοι, και μάλιστα δάσκαλοι φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα, κι είναι μια απόδειξη, όπως όταν μετά σκληρό διαγώνισμα βγαίνεις και τρέχεις στις λύσεις κι είναι όλα σωστά. Απ’ την άλλη μεριά σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τ’ άλλο νεφρό.

Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με τον Ρίλκε, τον Μπέκετ, τον Μίλερ Χένρι και άλλους, πεισμωμένος και τους φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σ’ ένα βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση. Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό; Τότε, αυτήν την απέραντη απελπισία που φτάσαν οι δάσκαλοι, ίσως μπορούσα να την μετατρέψω σε κάποια ελπίδα και πίστη. Να πάρω πηλό και να πλάσω απ’ την αρχή έναν άνθρωπο, κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να μετατρέψω σε λούνα πάρκ. Να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Να κάνω τους ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύκτια ομορφιά των ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις λεωφόρους. Ίσως μπορέσω να φτάσω ξανά στις πρώτες αφέλειες συγκροτώντας μια πίστη που θα διαλύεται μόλις χάνει κανείς το νεφρό του.

Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα.

Μ’ άλλα λόγια, είναι στην κυριολεξία πρόβλημα τρίτου νεφρού. Αν ήταν πρόβλημα χρόνου μονάχα, δεν είχα παρά να καταφύγω στο τεχνητό. Παίρνουν το αίμα από τη φλέβα και το διοχετεύουν στη μηχανή. Εκεί το χτυπάνε όπως το γάλα που του αφαιρούνε το βούτυρο, για να το ξαναφέρουνε καθαρότερο στην αρτηρία. Οχτώ ολόκληρες ώρες συνεχίζεται το ίδιο βιολί, δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Ένα μηχάνημα μέλος του σώματος σου έξω από το σώμα σου επιμηκύνει το χρόνο σου, σου δίνει παράταση για τρία, ίσως και τέσσερα χρόνια, κερδίζεις μ’ αυτό κάτι, δε λέω, μα τι να ξοδέψεις, πλαστικά σωληνάκια και φίλτρα; Βίδες, παξιμάδια και ρεύμα;

Παίρνεις μια κάποια παράταση, ίσα ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο γεμάτο ούρα, ένα μπουκάλι με σκέψεις για το πώς έγινε το ναυάγιο, τον ύπουλο ύφαλο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθείς σε μια σαθρή σχεδία δίχως σχέδια, για το μεγάλο σαρωτικό κύμα που έρχεται. Κάποτε πλησιάζει το τέλος, γιατί κάθε φορά και περισσότερα ούρα κυκλοφορούνε στο αίμα σου. Τόσο ήτανε, λες, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στα γραφτά σου και βάζεις τον τίτλο: Το τελευταίο μπουκάλι. Ιστορίες που μιλάνε για φλέβες και ούρα, ζαλάδες, πόνους, μιζέριες, μια επιχείρηση που κερδίζει όσο για να πληρώνει το λογιστή. Μόνο φύρα, κανένα περίσσευμα.

Αλλά εγώ που ήθελα να εκσφενδονίσω βεγγαλικά τις φράσεις, καταυγάζοντας έστω και για μια μόνη στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα; Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα με μπλε, μοβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή; Μ’ αυτό το τραπέζι νεφρό;

Μιλάω για μια ποίηση από τη ζωή, όχι καλά και σώνει για τη ζωή, πολύ περισσότερο με κάποιο σκοπό. Έτσι βρίσκω την ποίηση για την ποίηση του Mallarmé, mal armé. Θα ‘θελα αυτούς που έχουν αυτό το μεράκι να ‘χουν αγγίξει έστω με το μικρό δακτυλάκι την καραβάνα της απελπισιάς, να ‘ναι, μ’ άλλα λόγια, bon armé και alarmé. Γι αυτό αναφέρθηκα στην αρχή σε κάτι φιόγκους (το αυγουλάκι τους και μάλιστα φρέσκο) που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε γι αυτή την υπόθεση σταγόνα αίμα. Δε γίνεται. Δε γίνεται.








Από τη συλλογή Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες, 1970.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 11
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

πανω στα ιχνη...... του καιρου
 
Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ
07-09-2012 @ 08:40
Ο Μάριος Χάκκας είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η συγγραφική του διαδρομή διήρκεσε μόνο έξι χρόνια, από το 1965 ως το 1971. («Ξεκίνησα να γράφω λιγάκι μεγάλος, τριαντάρης και βάλε», λέει στο Κοινόβιο). Η αρχή καθυστέρησε λόγω των πολιτικών διώξεων που υπέστη, ενώ το τέλος έθεσε ο πρόωρος θάνατός του σε ηλικία 41 χρόνων. Όμως μέσα σ’ αυτά τα λίγα χρόνια συμπυκνώνει το πεζογραφικό του έργο, αποδίδοντας το ουσιώδες της ζωής και της τέχνης.

Το πρώτο έργο που δημοσίευσε είναι η ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι (1965), όπου αναγνωρίζουμε την επίδραση του Ελύτη, καθώς και στοιχεία της θεματικής που κυριαρχούν στα επόμενα πεζογραφήματά του. Τα πρώτα διηγήματά του σε παραδοσιακή μορφή περιλαμβάνονται στη συλλογή Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966).

Βιβλίο σταθμός στην πορεία του συγγραφέα θεωρείται από τους κριτικούς η δεύτερη συλλογή διηγημάτων, Ο μπιντές και άλλες ιστορίες. Στη συλλογή αυτή, που οι περισσότερες είναι σε πρωτοπρόσωπη γραφή (δεκαεπτά από τα εικοσιένα διηγήματα), ο συγγραφέας είναι ο ήρωας και ο αφηγητής των ιστοριών του. «Στον Μπιντέ προβάλλει πια διαμορφωμένη η συγγραφική φυσιογνωμία του Χάκκα και διαγράφεται ο κύκλος των θεμάτων που τον απασχολούν. Είναι θέματα ουσιαστικά και καθώς επανέρχονται από το ένα κομμάτι στο άλλο συνθέτουν μιαν ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία και ταυτόχρονα μιαν αποκαλυπτική μαρτυρία για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα».1 Σ’ αυτή τη συλλογή καθιερώνει έναν άλλο αφηγηματικό τρόπο. Τα αφηγήματα είναι χωρίς επεισόδια, χωρίς πλοκή ή χαρακτήρες.

Το τελευταίο του βιβλίο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το ρέκβιεμ της ζωής του, Το κοινόβιο, κυκλοφόρησε την επαύριο του θανάτου του, τον Ιούλιο του 1972. Τα θέματα που αναφέρονται στην προηγούμενη συλλογή επανέρχονται εδώ, αλλά, επειδή το τέλος πλησιάζει, η σύνθεσή τους ενέχει «πρωτάκουστους ελεγειακούς τόνους» Πάντως είναι προφανές πως ο Χάκκας έφυγε καθώς ανακάλυπτε ένα νέο συνθετικό τρόπο γραφής, τελείως διαφορετικό από εκείνο που διετύπωσε στις αφηγηματικές συνθέσεις του Τυφεκιοφόρου. «Κι ακόμα ότι μέχρι τέλους αναμετρήθηκε αντρίκια με το χάρο κάνοντας το θάνατό του ποίηση».2

Ο Μάριος Χάκκας ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έγραψε τρία θεατρικά μονόπρακτα, Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά, που εκδόθηκαν το 1971, και το μονόπρακτο Στον αστερισμό των διδύμων, που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του.

Ο Χάκκας είχε δραματική συνείδηση του χρόνου και της σύντομης ζωής του, αυτή τη ζωή παρακαλούσε να έχει: «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να την σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν άλλοι, την κατέγραψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα».3 Προσευχόταν: «Άι- Γιώργη μου κουταλά μου και προστάτη μου, άφησε να τελειώσω αυτές τις σελίδες».4

Όμως, τελικά, με το έργο του, λιγοστό και πολύτιμο, απάντησε καταφατικά στο μέγα εξουσιαστή που τον ρωτούσε αν είναι έτοιμος. «Κρατούσε χαρτί και καλαμάρι για να σημειώσει».5



Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ
07-09-2012 @ 08:46
Άγρυπνη μνήμη καιροφυλακτεί μέσα στις φλέβες
έρπει το παρελθόν πάνω στο δέρμα
σ’ όλες τις κινήσεις σ’ όλες τις παραισθήσεις
η ανάμνηση καυτή παραφυλάει.

Μορφή χωρίς περίγραμμα
αφή σχημάτων περιχυμένα της αοριστίας τη γεύση
μπερδεύοντας τη διαύγεια των αισθήσεων
που επανέρχονται σαν να τις ζήσαμε ακριβώς παρόμοια
στην ίδια ένταση στις ίδιες αντιδράσεις
και που αγνοούμε με ποιο πρόσωπο
ποιος ερεθισμός τις επροκάλεσε
ή μήπως ήταν τάχα στα όνειρά μας.

(Από την ενότητα «Όμορφο καλοκαίρι»)
Άγγελος Αραβαντινός
07-09-2012 @ 09:05
Θερμά συγχαρητήρια Νίκο για τούτη τη σημερινή σου επιλογή, γι' αυτόν τον σπουδαίο διηγηματογράφο... Καλή σου μέρα!! ::smile.::
ΛΥΔΙΑ_Θ
07-09-2012 @ 09:07
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΝΙΚΟ ::theos.:: ::theos.:: ΚΑΛΗΜΕΡΑ
vedova nera
07-09-2012 @ 09:23
μπράβο σου !!! ::smile.::
galanidoy
07-09-2012 @ 10:33
Κι από μένα μπράβό... ::hug.::
mipezia
07-09-2012 @ 13:08
καλή σου μέρα Νίκο!!!!!!!!!!!! ::smile.::
Denis
07-09-2012 @ 13:58
Τί δυνατό κείμενο! Αλλά, και πάλι, αναρωτιέμαι, αποκλειστικά και μόνον η στέρηση κι η κακουχία γεννούν μεγάλα ποιήματα; Ακόμα κι αν η κακοδαιμονία είναι αναγκαία συνθήκη, είναι, τάχα, κι ικανή από μόνη της; ::huh.:: Θαυμάσια τροφή για προσωπικό προβληματισμό! Ομολογώ πως δεν είχα ιδέα για την περίπτωση αυτού του, πράγματι, εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αν και, υποθέτω, περίπου αγνώστου στο ευρύ κοινό, ανθρώπου και σ' ευχαριστώ, Νίκο, που μας τον συνέστησες τόσο αντιπροσωπευτικά! Κρίμα, όμως, μεγάλο κρίμα, που έφυγε τόσο νέος! ::hug.::
Rannia . k
07-09-2012 @ 16:31
Υπέροχο κείμενο Νίκο!!!
Την καλησπέρα μου και ένα όμορφο Σαββατοκύριακο!!!
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
**Ηώς**
07-09-2012 @ 18:55
::yes.:: ::hug.:: ::theos.:: μπράβο !!!!!!!!!!
φραγκοσυριανος
07-09-2012 @ 20:27
::up.:: ::up.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο