Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: το μαγικό φίλτρο
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130646 Τραγούδια, 269439 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 το μαγικό φίλτρο
 
Με τις λάσπες στις μπότες του ,την ελπίδα στο δισάκι και στ αδύναμα χέρια ένα ξεφτισμένο χάρτη, πεζοπορούσε ατέλειωτες μέρες σ εκείνο το ατέλειωτο ελώδες τοπίο, που αγέρηδες και βροχές το έκαναν εφιαλτικό.
Πέρασαν πολλοί από τούτη την κόλαση, αφήνοντας τα χνάρια μα και τα κόκκαλα τους μισοχωμένα στη λάσπη.
Κάθισε να ξαποστάσει σε μια μικρή νησίδα ξηράς που μόλις διακρίνονταν σε τούτη την γκρίζα ομιχλώδη έκταση μακριά από το πολύβουο κάστρο που άφησε ξοπίσω του,αδειάζοντας το φλασκί του από τις λιγοστές σταγόνες νερού που απόμεναν.
Είχε διαβεί βουνοκορφές και έρημες κοιλάδες, αλλά τούτο το μέρος έμοιαζε εξωπραγματικό με τα απολιθωμένα δέντρα, μια νεκρή φύση.. ένα τοπίο τόσο θλιβερό και απόκοσμο που τον φόβισε κάποιες στιγμές…
Όμως προχωρούσε χωρίς να γυρίζει το κεφάλι πίσω, χωρίς σκέψεις για επιστροφή , καθώς πλησίαζε στο τέλος της αναζήτησης του για το μαγικό φίλτρο.
Στη μέση του περασμένο ένα σπαθί στο θηκάρι και τίποτ άλλο που να δείχνει ,ότι αυτός ο άνθρωπος ήτανε ένας ..ιππότης και μάλιστα ηγεμόνας.

Όμως ο χρόνος τον είχε γεράσει και τούτο δεν μπορούσε να το ξεπεράσει με τίποτα.
Στο κάστρο του πλούσιος με όλους τους θησαυρούς του κόσμου,μα πάμφτωχος στα κουράγια για τα λιγοστά χρόνια ζωής που του απέμεναν.
Ξάφνου σ ένα ξέφωτο,..μια καλύβα κι απ έξω ένας γέροντας μ ένα μικρό παιδί να ταΐζουν τα ζώα τους.
Πλησίασε σχεδόν αθέατος μη χάνοντας τους απ τα κουρασμένα μάτια του. Εκείνοι δεν ξαφνιάστηκαν, λες και τον περίμεναν εδώ και χρόνια.
Τον οδήγησαν κατ ευθείαν μέσα και του πρόσφεραν ζεστό ψωμί κι ένα ζεστό πιάτο με σούπα.
Εκείνος έβγαλε τον μουσκεμένο μανδύα του και τον απόθεσε δίπλα στ αναμμένο τζάκι για να στεγνώσει, χωρίς όμως ν αποχωρισθεί ούτε στιγμή το σπαθί του.
"Μη φοβάσαι άρχοντα μου, δεν θα σου κάνουμε κακό, βγάλε αυτό το θανατικό από πάνω σου",ψέλλισε ο γέροντας κρύβοντας με το σώμα του το μικρό παιδί που είχε σκιαστεί στη θέα του μεγάλου σπαθιού.
"Το φίλτρο που ζητάς βρίσκεται εδώ μέσα και είσαι ο πρώτος που έφθασε ζωντανός ως εδώ "συν'εχισε ο γέροντας .δείχνοντας του ένα ράφι γεμάτο στέμματα .
Ρίγησε ,καθώς κατάλαβε πως πολλοί πλήρωσαν με την ζωή τους την αναζήτηση του μαγικού φίλτρου που σβήνει τα γηρατειά, του φίλτρου της παντοτινής νιότης.

Σηκώθηκε και με γοργά βήματα άρχισε να ερευνά με νευρικότητα τον εσωτερικό χώρο, ανακατεύοντας ακόμα και τα λιγοστά ρούχα που φιλοξενούσε το σκοροφαγωμένο σεντούκι.
"Πού είναι γέρο, πες μου που βρίσκεται κρυμμένο και θα σε γιομίσω διαμάντια, αναφώνησε οργισμένα, δείχνοντας απειλητικά το ξεγυμνωμένο σπαθί του."Αυτό το μικρό παιδί που τρομαγμένο κρύβεται πίσω μου, είναι αυτό που αναζητάς μωρέ άνθρωπε " ,του φώναξε με οργή εκείνος γυρίζοντας του την πλάτη.
"Τότε δεν έχω παρά να το πάρω μαζί μου, με τη θέληση του ή όχι, έτσι δεν είναι?¨".
"Δεν είναι τόσο απλό άρχοντα μου" απάντησε ο γέρος.
"Για να λειτουργήσει το φίλτρο της νιότης που είναι τούτο το μικρό κι ανήμπορο πλασματάκι, θα πρέπει να το σκοτώσεις και να νιφτείς με το αίμα του".
Ο Ιππότης ,σοκαρίστηκε με τα λόγια του γέροντα, αλλά η δίψα του για ν αποκτήσει ξανά το νεανικό του σφρίγος, τον έκανε να χάσει εντελώς τον έλεγχο του νου του.
Άρπαξε το μικρό αγόρι και το οδήγησε με τη βία σχεδόν έξω απ την καλύβα, στο χώρο που κόβανε τα ξύλα για τον χειμώνα που πλησίαζε.
Εκείνο από μόνο του και χωρίς φόβο ακούμπησε το κεφαλάκι του σ ένα μεγάλο κούτσουρο, περιμένοντας την μοίρα του.
Αυτή η πρωτοβουλία του σάστισε για τα καλά τον ιππότη, όμως παραμέρισε τον αρχικό του αιφνιδιασμό και σήκωσε ψηλά το σπαθί του σημαδεύοντας τον λαιμό του μικρού παιδιού ,ενώ ο γέροντας καθισμένος σε μια μεγάλη πέτρα, δεν έδειχνε την παραμικρή ταραχή, λες και δεν ήτανε παρών στην ανθρωποθυσία που θ ακολουθούσε.
Το σπαθί κατέβηκε μ ορμή και καρφώθηκε.. δίπλα ακριβώς απ το ατάραχο κεφάλι του παιδιού.
¨¨Το ήξερα πως δεν θα το έκανες¨ είπε ο γέροντας βαδίζοντας αργά προς το μέρος του.
¨Μα δεν μπορούσα να σκοτώσω ένα ανήμπορο παιδί, δεν το μπορούσα με τίποτα¨ ,απάντησε με λυγμούς εκείνος.
Εκείνη την στιγμή ο ήλιος έδιωξε την ομίχλη και το απολιθωμένο δάσος άνθισε ξανά. Ακόμα και τα απομεινάρια των αρχόντων που κείτονταν στην λάσπη σκεπάστηκαν απ το ολάνθιστο χαλί της φύσης.
"καιρός να γυρίσω στο κάστρο μου ,το ίδιο γερασμένος όπως το άφησα ξοπίσω μου", είπε μ ένα παράπονο που έκανε το μικρό παιδί να του πιάσει σφιχτά το χέρι, ζητώντας να το πάρει μαζί του.
"Είναι πεντάρφανο άρχοντα και χρειάζεται ένα πατέρα να το φροντίζει",¨είπε ο γέροντας αποχαιρετώντας τους.
Δύο σκιές πιασμένες χέρι χέρι σβήνανε αχνά στο βάθος του καταπράσινου κάμπου,.. ενός ορφανού παιδιού κι ενός μεσήλικα ιππότη ,που βρήκε τη νιότη , στα χαμογελαστά μάτια ενός παιδιού

Μαράκος




 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 0
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      ποιήματα-πεζά
      Κατηγορίες
      Φαντασίας
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

η τέχνη δεν μπαίνει κάτω απο κομματικές παντιέρες ,συνθήματα και δογματισμούς.Ανηκει σε όλους !
 

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο