Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Δήμητρα Δελακούρα - Ποίηση 1
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130389 Τραγούδια, 269368 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Δήμητρα Δελακούρα - Ποίηση 1
 
۩۩۩ Η ψυχή μου, αφημένη κορδέλα στον άνεμο ۩۩۩



۩ Τα Πριν και τα Μετά ۩ 2004 – 2014



Άμα δεν έχω


Πόλη δε θέλω να κοιτώ, παρά βουνό μονάχα.
Παρά μονάχα τ' ουρανού το γαλανό -- λευκό.
Τα μονοπάτια πέτρινα πάντα στο νου μου τα 'χα.
Κι ένα χειμώνα, πάλλευκο, με χιόνι -- νυφικό.

Πώς μου λαβώνεται η ψυχή, άμα δε βλέπω δέντρα.
Άμα δε βλέπω, σιγαλό ποτάμι, να κυλά.
Άμα δεν έχει να οσμιστώ της ύπαιθρος τη μέντα.
Όταν δεν έχει, το πουλάκι ταίρι, να φιλά.

Πώς να χαρούν τα μάτια μου, άμα δε δουν κλωνάρι.
Άμα δε λάβω της αυγής τη θυμαρίσια οσμή.
Το χαμομήλι αν στερηθώ, του χόρτου το κλινάρι,
πιότερο βράχος, κι ύστερα στ' αλαργινά με ορμή.

Πώς ήθελα λίγη βροχή κι εγώ πού θα δροσίσει.
Ένα βουνό, να ξαπλωθώ και σου 'δινα και τι...
Μέσαθε πέτρας το νερό που ρέει στο κυπαρίσσι.
Ρίζα να γίνω, κι ύστερα σου λέω τι με κρατεί...

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Εδώ που ποτέ


Ποια μύρα το σώμα σου λούσανε φως μου
και σαν γλυκιά γεύση στο στόμα ποθώ;
Εσύ που τη δίψα μου σβήνεις εντός μου,
γιατί ψιθυρίζεις να μην πληγωθώ;

Ποια βήματα τάχα και ποιο σταυροδρόμι
σε τούτο τον τόπο σε φέραν εδώ;
Εδώ που ποτέ δεν συντάχθηκαν νόμοι
για μένα που τ’ άνθη του κήπου μαδώ;

Εδώ που ποτέ δεν κατοίκησε θάμπος
και μόνο των δέντρων τα ζεύγη - σκιές,
περνούν θαλερά στο κατάφωτο λάμπος
πριν δώσει ο χρωστήρας σκουρές πινελιές.

Εδώ που ποτέ μια κηλίδα του χρόνου
δεν άφησε οδύνη σ’ αγάπης στιγμή.
Εδώ που ποτέ μια στιγμή παραπόνου,
εδώ που δεν φτάσαν κραυγές και λυγμοί.

Ποια “Θέλω”, λοιπόν, ποιας ανάγκης λαχτάρα,
σε πήραν αλλού και δεν ήρθες εχτές;
(Εικόνα του ονείρου, μη γίνει κατάρα
κι αυτός που προσμένω δεν έρθει ποτές…)

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ψίθυροι…


Είμαι της άνοιξης, πρωινό.
Διψώ τη φύση και πεινώ,
είμαι μια λεύκα.
Είμ’ αστεριού βέλο – ριχτό,
κι όταν πια σβήσω, ξενυχτώ
κάτω απ’ τα πεύκα.

Είμαι το λίκνο της βροχής,
κι όταν δεν έχω, της ψυχής
κρατώ μια στάλα.
Είμαι κλωνί δίχως ανθό.
Κι όλα τα γύρω μου πενθώ
τα ξένα τ’ άλλα.

Ειμ’ ο καρπός απ’ την ελιά.
Ένα σπουργίτη στη φωλιά.
Βουνήσια ράχη.
Είμαι του κάμπου η λησμονιά.
Είμαι στη βαρυχειμωνιά,
πεσμένο στάχυ.

Είμ’ ένας ήχος μυστικός,
ναός αρχαίος – ελληνικός,
άνεμος είμαι.
Φορώ τ’ αγγέλου τα φτερά.
Βρίσκομαι στ’ άγρια τα νερά,
στις όχθες κείμαι.

Είμαι μια πέτρα σ’ ερημιά.
Μια ξεχασμένη, σ’ αμμουδιά
μικρή βαρκούλα,
κι ‘όταν δεν έχει πια η ψυχή,
ψάχνει να βρει, όπου αντηχεί
λίγη βροχούλα.

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Της Κλεοπάτρας

Αντώνιε:

Θα προσμένω μες στο δάσος για να σ’ αγκαλιάσω πάλι –
σιγ’ αθόρυβα μη δούνε και το μάθουν τα πουλιά,
και το μάθει ο κόσμος όλος πως προσμένω στο σκοτάδι
την αγάπη, αυτή που αιώνια θέλω να ‘χω γι’ αγκαλιά.

Χίλια χρόνια κι αν αργήσεις, θα σε περιμένω πάντα
κι αν στ’ αμφίβολα του κόσμου μάτια πέσω, καταγής
θα φυτρώσω ανθός, σαν έρθεις τ’ άρωμά μου να μυρίσεις
για να καταλάβεις, όμοια δεν σ’ αγάπησε κανείς.

Μες στη νύχτα κι αν ξανάρθεις, θα με βρεις εδώ να γείρω
το κορμί μου, γιατί νιώθω σαν την μεθυσμένη εγώ,
γιατί κύμα μού φαντάζεις από θάλασσα του απείρου
τόσο, που χαρά μου δίνει στο κορμί σου να πνιγώ.

Θα προσμένω, Αντώνιε, να ‘ρθεις μες στα σκοτεινά του ονείρου
όταν πάνω μου τ’ αστέρια μεθυσμένα σαν κι εμέ,
θα φωτοβολούν τα κρύφια μονοπάτια να πατήσεις,
δείχνοντάς σου σε ποιο τάφο μέσα κρύβομαι, καημέ.

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Πόθος

Με τη στερνή ματιά, σ’ ήθελα ν’ άγγιζα
κι ένα φιλί να σου ‘δινα στα χείλη.
Όταν της νύχτας τ’ άστρα θα τρεμόσβηναν,
κι όταν ο ήλιος ήθελε ανατείλει.

Κείνο το μίλι – σώμα να χαμήλωνες
να το μπορώ με πάθος ν’ αγκαλιάζω.
Να του μιλώ γι’ αγάπη, κι όταν έρημος
πάνω στο σώμα εκείνο να πλαγιάζω.

Ένα ταξίδι πάνω του πώς ήθελα,
τ’ απέραντο της έκτασης να ευφράνω
αλείφοντάς το μύρα από τ’ αμάραντα,
να το μπορώ να βρίσκω όταν το χάνω.

Κι ήθελα, η μακρινή μου περιπλάνηση,
στου στέρνου τη χαράδρα να με μπάσει
ως τα πυκνά του δάσους του κατάκρημνα.
Ως το θεριό του πάθους μου, σιγάσει.

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Πριν...

Πριν το φιλί σου, μάθω,
την πλήξη αναμετρούσα
σκιά ερωμένης το λίκνο.

Πριν το φιλί σου, μάθω,

τίποτα.

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Σε σένα, εκχώρησα τα εναπομείναντα.
Τώρα, που ελλοχεύουν οι μνήμες,
καταθέτω αποσβέσεις
στα γκισέ των ανέραστων·

Για σένα, που ήρθες.
Για σένα, που έφυγες.

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Και ήρθες την αυγή
σαν άγγελος,
με τις φτερούγες κλειστές,
με την ανάσα κομμένη.

Και τι δε σου ‘δωσα…
Και την ανάσα μου
και ροδοπέταλα έστρωσα·

Θεομηνία θυελλική,
αγνώμονα Έρωτα.

Με το μαντήλι λευκό,
σε ξεπροβόδισα
προσμένοντας σε, πάλι…

Και πάλι…

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Δίψα

Το να σε πιω, ήταν ανέφικτο...
Φαντάστηκα, μόνο, πως σε πλησίασα
εύθυμα
και πως σου μίλησα
για εκείνο το ποτό του καλοκαιριού,
ξέρεις, με τις ομπρελίτσες
και τα ευχάριστα χρώματα...

Τόσο διψούσα...

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Εσύ…

Εσύ, που μ’ έμαθες μ’ αγάπη να κοιτάζω,
να σε προσμένω, και ν’ αναστενάζω,
όταν την πόρτα πίσω σου, θα κλείνεις…

Θα θες, μαζί μου για να μείνεις;

Εσύ, που μ’ έμαθες να ελπίζω πάλι,
που λες, η αγάπη σου για με, μεγάλη,
το φλογερό, όλο πάθος φίλημά σου…

Θα χαίρομαι, στο σιγομίλημά σου;

Εσύ, που μ’ έμαθες να βλέπω τ’ άστρα,
κι όλη την άνοιξη, μες σε μια γλάστρα,
αν ο χειμώνας, ρίξει, της καρδιάς τα φύλλα…

Ο προδομένος, νιώθει ανατριχίλα;

Εσύ, που μ’ έμαθες τι λέει τ’ αηδόνι,
πόσο, είν’ ο κόσμος μας και πού τελειώνει,
θέλω η αγάπη μας, όση κι η γνώση…

Φιλί, που δόθηκε, να μη στεγνώσει!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Τελευταία, στον ύπνο μου,
από την πλευρά της θάλασσας,
βλέπω να πλησιάζει μια καταιγίδα.

Εσύ, εκεί μέσα, να πάλλεσαι
και τέλος, ν’ αφήνεσαι…

Μετά, ξυπνώ έντρομη, με λυγμούς
κοιτάζοντας από το φινιστρίνι
της οδού Στουρνάρα.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ευώνυμος επιγραφή

Αυτά τα χείλη…
Τα χείλη του,
ήταν σαν ποίηση
και θα μπορούσαν,
να γίνουν

αρκεί, οι μυημένες σ’ αυτήν,
– εγώ –
να μπορούσαν μέρες, να γράφουν
με όλου του κόσμου τα ευ:

«Στο πρόπλασμά τους – τόξα
κι απ’ τα παρθένα του γένια
βέλη,
που στων ερώτων τον πόλεμο
τιμή να λαβώνεσαι,
χαρά να πεθαίνεις.»

Και αν, στη νοητή τους μάχη
άνισα έπεφταν,
το πρόπλασμα των χειλιών του μαρμάρινο,

(που από την οπή τους,
θα έρεαν υγρά τα ευ)

μ’ επιγραφή εκεί
που θα κείτονταν
ευώνυμο:

Αυτά τα χείλη,
Τα χείλη του…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Καμπίνα 124

Κάθε φορά…
στην εμπασιά του νεοσύλλεκτου όρθρου,
μες στο θαμπό,
καταφθάνεις ευρύκορμος
κι αρέσκεσαι να ψηλαφείς
με χέρια αιχμηρά,
διψώντας ν’ αλώσεις
της γύμνιας μου το έρεβος.

Τα κατοπτρικά μου μάτια
μαινόμενα

τ’ αφίλητα χείλη μου
ξόβεργα

διψούν για τ’ απρόσμενο
και νείρονται

εκστατικά

ως να με κοιμηθείς
στης πυξίδας τον δείκτη
ανάσκελη.

Ως να χαρείς ολόγεμο
το φεγγάρι πρυμναίο.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ποιος το ρολόι…

Χαμόγελα.
Ήταν που θα ‘φευγες,
με την πλάνη του ταξιδιού
ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.
Είχες του ανεμπόδιστου το χαμόγελο
όπως γλάρος σ’ ελεύθερη πτώση.

Η ώρα περνούσε.
Κάτι ψιθύρισες δίχως να πεις

Σε άγγιξα με ρίγος παρθένας
μα δεν αισθάνθηκες

μεταμορφώθηκα πόρνη εν ώρα καθήκοντος
μα δεν ένιωσες

με βλέμμα ενόπλου σε κοίταξα
μα δε φοβήθηκες

Επιβιβάστηκες.

Σε αποχαιρέτησα
με την υποσχετική στο βλέμμα μου
αβέβαιη, πόσο…

Δυο χρόνια δρόμος
σκέφτηκα
καθώς την τελευταία…

Θα περάσει.

Θα σ’ έχω στη μνήμη μου
περσινό χελιδόνι
καθισμένο στους λεπτοδείκτες της λήθης.

Ποιος το ρολόι…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Η Ποίηση

Ποίηση είναι
να αναρριχάσαι
στων λευκών σελίδων
τα όρη
με μόχθο ανάβασης,
και με τα σκέλη της σκέψης
ορθάνοιχτα
να προστρέχεις στο λίθινο
φαλλικό μονοπάτι της γνώσης.

Κρατώντας μελάνη οργασμική,
σπερματικής γύρης,
τ’ ακροδάχτυλα πρέπει
να χαίρουν βόγγο βουβό.

Στα όρη της ποίησης
μονοπάτια κακοτράχαλα,
μα εσύ θ’ αναρριχάσαι…
έως τ’ αποπλανημένο
μονοπάτι της σκέψης
να στάξει μέσα σου
φιλάλληλο νέκταρ.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Παρόρμηση

Έφυγες,
κι έμεινα μόνη
με την άμμο που πάτησες.

Με τα δάκρυα της περσινής χελιδόνας,
σε πλάθω Κούρο
με βλέμμα ερωτευμένου.
Στη ραφή των χειλιών σου
στρόβιλοι,
κι από ‘κει
το βουητό μιας μέλισσας,
σαν βγαίνει από κρίνο.

Ζάβωσα, να σε χτενίζω λυσίκομο,
με τις Περσείδες των μαλλιών σου
σε πτώση.

Στα χαρακώματα του στήθους σου
στάθηκα
με σπασμό ξαναμμένο
και βόγκο –
γιατί πόλεμος…

Κατά το τέλος, πείνασα
για να σε δω…
μα δεν χόρτασα…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Δεν ήσουν…

Και ήρθες, μετά.
Με το καλοκαίρι στα μάτια σου,
λουσμένος στο φως.
Η φωνή σου, Κυριακή θύμιζε,
και η ανάσα σου
νοτιάς σε αγροικία με ρόδα.

Με πλησίασες

Στα ζεστά μου μάγουλα
το φιλί σου, φθινόπωρο.

Δεν είπα πως σε σκεφτόμουν
για να μη μου ξεκόψεις
από τ’ αγέρωχο του τοπίου:
Στο παλιό μονοπάτι, μέλισσες
έπιναν το νέκταρ
απ’ όπου περπάτησες.
Τα πουλιά κελαηδούσαν λες και άνοιξη.
Η φύση άλλαζε χρώματα στο τοπίο –
θαρρώ πως θάλασσα το βουνό,
θαρρώ, πως…

Στο χτύπημα του τηλεφώνου σου ζήτησα συγνώμη,
για λίγο! για ένα λεπτό…

Μα δεν ήσουν…

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Τι ήθελε…;

Ήθελε γίνει ο στοχασμός κρασί για να μεθύσω
δίχως ελάχιστα να νιώσω εγώ από τη χαρά;
Ήθελε αυτός, τα χείλη μου χωρίς να τα φιλήσω
κι έτσι ως ανέγγιχτη, να φέρω αγγέλου τα φτερά;

Ήθελε αυτός, τις σκέψεις του για ν’ αποκαταστήσω
δίχως ποτέ, λίγη να βρω για με παρηγοριά;
Ήθελε αυτός, τον έρωτα να τον παραγνωρίσω
δίχως να μάθει το κορμί, πώς πρέπει στη φωτιά;

Ήθελε αυτός, ο πόθος μου μην ανταμώσει ξένο
και η σκέψη μου, μην πλανηθεί σε κόσμους μυστικούς;
Μην το κρασί του νόθεψαν τα μύρα οπού τον ραίνω
και με ρωτάει, στη μέθη του, για κήπους κρεμαστούς;

Τι ‘θελε αυτός; δίχως ποτέ να ‘χω γνωρίσει πόνο;
Δίχως να φέρω μια πληγή κατάστηθα για με;
Μήπως το λόγο ζήλεψε και φέρεται με φθόνο;
Εμένα, πάλλεται η καρδιά στον έρωτα! Αμέεε…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Πώς για να ζεις

Σε μοναξιά πνιγερή,
θα πρέπει
να επιζείς της μνήμης
λέγοντας:

Όλα καλά!

Στον καθρέφτη
της υπομονής,
να ντύνεσαι πρωινή,
και μη σφαλίζεις τα μάτια
λες και παράθυρα.
Κοίτα μπροστά
φωνάζοντας:

Όλα καλά!

Να προσεύχεσαι, μόνο
να μη λείπει τίποτα
από τα τιμαλφή
της ψυχής σου,
και σίγουρη πια
μ’ ελαφριά την ανάσα
να λες εκείνο, το:

Όλα καλά!

Έξω, θα πρέπει
να ξημερώνουν χρώματα,
κι εσύ
στο μονοπάτι της χαράς
να καλωσορίζεις
ό,τι σου δόθηκε
λέγοντας:

Όλα καλά!

Στερνή μου ορμήνια,
να θυμάσαι:
Κάθ’ ένα λάθος,
μια θηλιά
φτιαγμένη για την κεφαλή,
γι’ αυτό κι εσύ
ποτέ, σε δρόμο αλλόκοτο
μην παραβγείς.

Τότε, θα ζεις!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Κύριε,

εσείς που φτιάξατε
όλα της γης τα κάλλη,
σαν το κλωνί που θάλλει,
ας φτιάχνατε κι εμέ.

Ήθελα εγώ της άνοιξης,
να γεννηθώ χελδόνι,
την ώρα που κορδώνει
να πιει το πρωινό.

Ακόμη, κι ας ανάβλυζα,
σαν γάργαρη βρυσούλα.
Στάλας να ‘μαι δροσούλα,
σε φτέρη του βουνού

ή, έστω κάποιο σύννεφο,
τα γύρω να ραντίζω.
Μυρμήγκι, για να χτίζω,
τη βύθια μου φωλιά

ή, πάλι, εγώ στο πέταγμα
κάποιου πουλιού να μοιάζω,
να γείρω, να κουρνιάζω,
οπού ‘θελε η στιγμή,

και να ‘χω δίπλα, συντροφιά
το πρωτινό τ’ αστέρι,
και σαν το περιστέρι,
να ‘χω λευκά φτερά.

Κύριε, ας ήμουν του βουνού
κάποιο κλωνί, μια ρίζα.
Μες στα τοπία τα γκρίζα,
ν’ ανθίζω την αυγή,

ή να ‘μαι χρήσιμος καρπός,
μια κλάρα, φορτωμένη,
που αυτή θα ξεχορταίνει,
τ’ ανήμερα θεριά.

Κύριε, ας ήμουν χάραμα,
αστερισμός, λυκόφως.
Ένας μικρούλης λόφος,
σε μια κρυφή ερημιά,

που θα ‘χει άστατο καιρό –
μια ξαφνική βροχούλα,
ν’ ανοίγω τη βρυσούλα,
να ξεδιψούν στη γης!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Προσευχή

Στη Νεκταρία Καραντζή

Συ γαρ είπας, κράζουσα εν τη νυκτί θυμόν μέγα, Παρθένε.
Της Χάριτος του Θεού Πανιερωτάτη και επουρανία Δέσποινα,
Θεόνυμφε κρίνε αμάραντε της αγάπης και εγνοίας,
τελεία και άμεμπτε μήτηρ Θεοτόκε, άφθαρτε! :
Ελέησον ημάς τους αναξίους και ίασε τας ασθενείας ημών
από πάσαν διαβολήν σημαίνουσα φθόνον, ασπλαχνίαν,
μωρίαν, αδικίαν, αλαζονείαν και πάσαν άλλην νόσον πνευματικής
καταπτώσεως
και θεράπευσον τας μωράς ψυχάς και καρδίας ημών
ώστε γενεάν μίαν πεφωτισμένων διέλθει την περί του Θεού αξίαν οδό.

Της ελπίδος Παρθένε ΠανΑγία, μεγίστη της αγαθότητος κόρη ανύμφευτε,
ελέησον τους αξίους της πίστεως διαγωγούς -
τους την μεσιτείαν και χορηγίαν της δόξης του Θεού δορυφορούντες,
όπως και τους την αγνοίαν αδόλους τω πνεύματι ταπεινούς.

Χαίρε, Μαρία!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Πούθ’ έρχεσαι…;

Μωρό μου, εσύ που σκιάζεσαι
μες στο πολύ σκοτάδι,
που πάλλεται η καρδούλα σου
στο στοργικό μου χάδι,

δε θέλω να πικραίνεσαι
καθώς που θα κοιμάσαι,
θέλω σε κείνα τα όνειρα
ευτυχισμένη να ‘σαι

ψυχή· δικό κομμάτι μου
των σπλάχνων, ύπαρξή μου,
που από τα τώρα σου μιλώ
και δίνω την ευχή μου:

Να πιούνε τα ματάκια σου,
να δουν τον κόσμο, πλέρια,
και κείνα τα χεράκια σου
ας πιάσουνε τ’ αστέρια

ώστε, μέσα στον άγνωστο
τον κόσμο που θα βγούνε,
εκείνες οι αισθήσεις σου,
να μην πολύ πληγούνε

καθώς, δεν είναι κι εύκολο:
Σου πρέπει για να τρέξεις,
και στο παιχνίδι μες σ’ αυτό
δεν έχει για να παίξεις.

………………….

Πούθ’ έρχεσαι, αγγελούδι μου,
για πού τραβάς, πηγαίνεις…;
Δε νιώθεις, πριν να γεννηθείς;
Τι θέλεις κι επιμένεις…


©Δήμητρα Δελακούρα

Νανούρισμα


Παιδί, ζωσμένο από ευωδιές και μύρτους στολισμένο,
που ολόγυρά σου ασίγαστα σου κελαηδούν πουλιά,
που ξενυχτάς κοιτάζοντας τ’ αστέρια μαγεμένο,
γείρε το σώμα στης νυχτιάς την άκρατη αγκαλιά.

Γείρε το σώμα σου, παιδί, να κατεβούν οι Μούσες,
να σε κοιμίσουν με γλυκιά του ονείρου μουσική·
γείρε κι εγώ θα σου κρατώ τ’ αστέρια που μετρούσες,
να στ’ ασημώσω πιο λαμπρά να φέγγουν πέρα εκεί.

Γείρε, δεν πρέπει ακοίμητο για να σε βρουν οι Μοίρες,
γιατί σαν ίσκιοι θε να ‘ρθουν σε μένα τρεις φορές
να μου ιστορήσουν μυστικά τ’ ανέλπιστα που πήρες:
Όλα τ’ ανείπωτα θα βρεις μες σε καημούς, χαρές.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Χαμόγελα

Ήταν που θα ‘φευγες,
με την πλάνη του ταξιδιού
ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.
Είχες του ανεμπόδιστου το χαμόγελο
όπως γλάρος σ’ ελεύθερη πτώση.

Η ώρα περνούσε.
Κάτι ψιθύρισες δίχως να πεις.

Σε άγγιξα με ρίγος παρθένας
μα δεν αισθάνθηκες

μεταμορφώθηκα πόρνη εν ώρα καθήκοντος
μα δεν ένιωσες

με βλέμμα ενόπλου σε κοίταξα
μα δε φοβήθηκες

Επιβιβάστηκες.

Σε αποχαιρέτησα
με την υποσχετική στο βλέμμα μου
αβέβαιη, πόσο…

Δυο χρόνια δρόμος
σκέφτηκα
καθώς την τελευταία…

Θα περάσει.

Θα σ’ έχω στη μνήμη μου
περσινό χελιδόνι
καθισμένο στους λεπτοδείκτες της λήθης.

Ποιος το ρολόι…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Η προίκα μου...

Στίχους Σπαρτιάτικους
ήθελα να ‘γραφα.
Με ασπίδα και δόρυ
ν’ αποκρούω των λέξεων
την ανάσα
και να λογχίζω
τις ιαχές των.

Η πανοπλία μου,
νυφικό χάλκινο
κι από τα χείλη μου
στρατιώτες –
θυελλικοί λέοντες,
με χαίτη ανάερη
και νύχια γαμψά.

Η προίκα μου, αιώνες μετά,
μπαρούτι και φλόγα.
Κι ένα φυτίλι…

για να ‘γραφα
στίχους,
Σπαρτιάτικους.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Κάποτε, γνώρισα κάποιον
που αγαπούσε τρελά τη ζωή,
μέχρι που, μια νύχτα, αυτή τον πρόδωσε.

Βέβαια, αυτόν τον άνθρωπο, ποτέ δεν τον είδα,
παρά μόνο τον άκουσα
από τον γδούπο
στην άλλη άκρη του τηλεφώνου.

Αλλά, ας τα πάρουμε από την αρχή.

Στο τηλέφωνο:

– Με αγαπάτε, κύριε;
– Μα… δεν…
– Θέλετε πολύ, πάρα πολύ, να με γνωρίσετε;
– Πολύ, πάρα πολύ!
– Ωραία. Πού θέλετε να βρεθούμε;
– Στην πλατεία Ομονοίας, αν σας βολεύει,
αλλά… πώς θα σας αναγνωρίσω;


– Εύκολα, Κύριε. Τις νύχτες,
ντύνομαι πάντα περίστροφο.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Από το φινιστρίνι της οδού Στουρνάρεως

Κατά τ’ άλλα, ήταν αξιοπρεπής, γιατί ό,τι και όσα ευφρόσυνα
έζησε η καταγής ξαπλωμένη “κυρία”, μπορεί να τα έκαμε με φειδώ
αλλά χωρίς την φλύαρη διάθεση των αγορασμένων γυναικών,
των επιτηδευμένων δηλαδή την αρχαία τέχνη
με τους εκ προθέσεως αλαλαγμούς, γέλωτες και κρωγμούς…

Έτσι, απλά και ευφρόσυνα στενάζοντας, απομάκρυνε από τα χείλη της
τ’ απομεινάρι έκκριμα του “κυρίου” και κατόπιν αποχώρισε.

Σταυροκοπήθηκα, βέβαια, κι απόμεινα να κοιτάζω
την ηρεμία της θάλασσας, τη φυσική νομοτέλεια, την άσπιλη
και αμόλυντη πέρα και πάσης πράξεως κακόβουλης ηθικής…

Μετά, σφάλισα το φινιστρίνι της οδού Στουρνάρεως,
αφήνοντας με έξω από αυτά της τ’ ανομήματα.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

29 ετών


Δεν είχαν περάσει δύο λεπτά, όταν έξω από το δωμάτιο 526
που νοσηλευόμουν, άκουσα τον γιατρό να ανακοινώνει
στο σύζυγό μου, πώς επήλθε ο θάνατος:
“Οι εννέα ώρες του χειρουργείου, κύριε, βιαίως καταπόνησαν
τον ήδη βεβαρημένο οργανισμό της ασθενούς που, δυστυχώς, εκατέληξε”.

‘Επειτα, με την συνηθισμένη των περιστάσεων ελαφρά κλίση
του σώματος, ο γιατρός συλλυπήθηκε τους συγγενείς
και χάθηκε πέρα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του νοσοκομείου.

Δεν είχα ενοχληθεί τόσο για το θάνατό μου, όσο για την ψυχρή,
αδιάφορη ή και ύποπτα ψύχραιμη του συζύγου μου στάση,
για την χωρίς δηλαδή, πρέπουσα αντίδραση και συμπεριφορά
στο να ρωτήσει ένα, "Γιατί… Ένα "Πώς… Ή, "Τι συνέβη… Ή, έστω:
"Ήταν μόλις 29 ετών, σχεδόν παιδί! "

Ένα δάκρυ, έστω… Να εξωτερικεύσει αυτήν την ανάγκη της εσωτερικής του
έκρηξης που, υποτίθεται, προκάλεσε η ξαφνική και μη αναμενόμενη απουσία…!

Τίποτα, όμως, τίποτα! σαν και να μην υπήρξα…

Αργότερα, τον ακολούθησα μέχρι το Parking του νοσοκομείου.
Μέχρι που μπήκε στο αμάξι της φίλης μας της Μαίρης.
Μέχρι που τη φίλησε στο στόμα.
Μέχρι που…
Έμεινα…
Δεν είχα καλά – καλά φτάσει στα σύννεφα, για να πέσω…

Μετά, ήταν όπως όλοι οι θάνατοι.
Η εκκλησία
τα άνθη
οι συγγενείς
ο επικήδειος
η εξόδιος
ο καφές.
Όλοι και όλα ήταν εκεί…

Κι αυτός… Κι εκείνη…

Μόνον εγώ, έλειπα…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Είναι γιατί…

Ίσως μια μέρα, φύγω, δίχως να σας μιλήσω,
δίχως τον πόνο εκείνο, του αποχαιρετισμού.
Στην αγκαλιά μου, μέσα, δίχως να σας κρατήσω.
Δίχως φιλιά και δάκρυα, του αποχωρισμού.

Ίσως μια μέρα, φύγω, δίχως να σας αγγίξει.
– Νοσταλγικά ποιος θέλει και με βαριά καρδιά;
Είναι μαχαίρι ο νόστος που καρτερεί να πλήξει.
Είν’ αστραπή που σχίζει τη δροσερή βραδιά.

Ίσως μια μέρα, φύγω, δίχως να σας γνωρίσω,
δίχως να ‘χουμε υπάρξει κάποια στιγμή, καθώς
είναι γιατί (δεν είναι, στιγμή για να λυγίσω…)
Είναι γιατί, πού θα ‘μαι, ήθελα εσάς για φως.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Φταίτε κι εσείς…

Φίλοι μου…
όπως με ξέρατε,
ίδια δεν θα με βρείτε.
Είναι γιατί, δεν άντεξα
τόσους πολλούς
των λέξεων
τοκετούς.

Πόσα χαράματα, σκυφτή
και να σ’ αρνούνται οι λέξεις…

Φταίτε κι εσείς, ναι! ναι! ναι!
Κι εσείς…

Που δεν ήσασταν
εκεί
την κατάλληλη ώρα,
τη γλιστερή της σκέψης μου
πλευρά
ν’ αφουγκραστείτε

ούτε το ουράνιο τόξο
το λειψό από χρώματα
είδατε
για ν’ αποτρέψετε
του λογισμού μου τα κατάμαυρα πουλιά
που φτέρωναν
προς το ακατοίκητο είναι μου

Κι όμως…
Εγώ, η σεμνή,
δε γύρεψα
παρά μη σβήσουν τ’ άστρα
και η χαραυγή,
απ’ το βλέμμα σας

Τόσα χαράματα, σκυφτή
και να σ’ αρνούνται οι λέξεις…

Φίλοι μου,
όπως με ξέρατε…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Επιζήσασα της απουσίας σου, μετονομάσθηκα σε Σιωπή…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Οξύαιχμος γλώσσα

Στη ρήχη του σώματός σου,
επιθυμώ νησίδα
νεάνιδα
με βλέμμα καλοτάξιδο
προς το διηνεκές
των δεινών εκρήξεων
καθώς
ασίγαστου ηφαιστείου.

Αγριοκέρασα οι θηλές
κι εγώ πυρπολημένη
ανάσκελη
να νείρομαι τις σταλάξεις
των κρίνων χυμών σου.

Και πάντα,
ασημοπεταλίδα μονοκέλυφη
με χαίτη ανάερη
και βλέμμα καλοτάξιδο!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Του πηλού

Δυο δειλινά, κι ακόμη…

Να ξέχασες;

Στέκομ’ εδώ
μόνη
λουσμένη τα μύρα,
γυμνόκορμη.

Να ξέχασες;

Κάθε που αργείς
σε φαντάζομαι
Αχιλλέα κι Αλέξανδρο.
Κατά Πέρση, Σπαρτιάτη!

Να ξέχασες;

Είναι μέρες
που το κορμί σου
δουλεύω πηλό,
κόβοντάς το
με ξυραφιού χαμόγελο.

Άλλες φορές,
σε πλάθω τοξότη
με φαρέτρα και βέλη:
Χθες, σε φαντάστηκα
να πολεμάς τους ανέραστους
μ’ ακίδα βέλους γυμνό φαλλό.

Δυο δειλινά, κι ακόμη
που ξέχασα
να θυμηθώ
αν υπήρξες(…)


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Όπως Ατλαντίδα

Από την τελευταία συνεύρεση

Καταδυόμενη στο χθες των ερώτων μας ασθμαίνω καθώς Ατλαντίδα χαμένη
και σε νιώθω πέτρα μαινόμενη παλαιάς Συμπληγάδας γλυφής
που διψά της αβύσσου μου τα έγκατα σφοδρά για ν’ αλώσει.

Ανάερη σαν άχνης ομίχλη λεπτή προσμένω στ’ αρχαία κτερίσματα
καλώντας τους Κίονες των δαχτύλων σου γυμνόκορμη μέδουσα
ζωσμένη το κρίνο μου φως να σου φέξει να μπεις ως την κοίτη του πάθους.

Ενοικεί της σχισμής μου γυρίνος συλλέκτης στης μήτρας το διάκοσμο
κι ενεδρεύει σε ξέρα νησίδας σκοπός να διακρίνει το γόνο
ως να δει να αιωρείται Ατλαντίδας το λίκνο, για ν’ άρχει!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Το τηλεγράφημα

Μου ζητάς για μένα να σου πω…
Ο δικός καημός μονάχου ανθρώπου.
Πόθησα ν’ αγγίξω του προσώπου.
Κεντημένο φτιάχνω Σ’ αγαπώ.

Ξέχασα πώς είναι να φιλάς.
Φρόντισε του χρόνου να ξανάρθεις.
θέλω να σ’ ακούσω να μιλάς.
Σαν εικόνα σ’ έχω, να μη πάθεις.

Μέρες βρέχει κι έξω είναι θολά.
Πέσαν του φθινόπωρου τα φύλλα.
Διαπερνά τα εντός μου ανατριχίλα.
Θέλω να σου πω τόσα πολλά…

Στέκω σε παράθυρο ανοιχτό.
Γκρίζο από τα σύννεφα χαράζει.
Η βροχή που πέφτει, με ταράζει.
Φόρεσα που μου ‘φερες πλεχτό.

(Γιορτινή ψυχή σαν Κυριακή,
μα κλεισμένη χρόνια σ’ ένα κάστρο,
που ‘θελες μια νύχτα σαν πεφτάστρο,
κόκκος, σε μιαν άμμο μαλακή…)


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Πηνελόπη


Θέλω: Ν' ανοίγω την πόρτα και να σε κοιτάζω.
Στα βάζα τριαντάφυλλα να βλέπεις που βάζω.
Να κοιτάς το διάκοσμο σαν ξυπνάς, κι εκείνες
τις λευκές που κέντησα για σένα κουρτίνες.

Να χαϊδεύεις το πρόσωπο, τα σκούρα μαλλιά μου.
Να ριγείς σαν βρίσκεσαι στη ζεστήν αγκαλιά μου.
Να σε βλέπω να κάθεσαι να παίζεις στο πιάνο,
να φιλώ τα χέρια σου σαν συνθέτουν κει πάνω.

Να φιλώ τα χείλη σου σαν θ’ ακούω τη φωνή σου.
Να χαϊδεύω την όμορφη σαν εικόνα μορφή σου.
Να με νιώθεις δίπλα σου γελαστή και με χάρη.
Τ’ άρωμά σου να νιώθω στο δικό μαξιλάρι.

Μα όσα που ‘θελα, πέρα μού τα πήρε το κύμα...
Ό,τι ρούχο μου πλέκω το κεντώ - μαύρο νήμα.
Πηνελόπη προσμένω στο θαμπό το σκοτάδι·
τη ζεστή σου αγκαλιά λαχταρώ κι ένα χάδι.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ο ασθενής

Πέθαινε,
μα κανείς δεν διέγνωσε ασθένεια,
οι αιματολογικές των αναλύσεων, φυσιολογικές.

Νεφροί – καρδιά – ήπαρ – πνεύμονες…

Τα μηχανήματα του νοσοκομείου, στο κόκκινο,
όλα! Γι’ αυτόν… μα τίποτε…
Στις τρεις τα ξημερώματα, αποδήμησε,
μα μυστήριο ο θάνατος του, ως τα σήμερα.
Αυτός ο νέος, που πέθανε,
πιθανόν
να πέθαινε από έρωτα.

Όλοι εμείς, οι ασθενείς
οικείοι του Έρωτα,
τον συλλυπούμαστε.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Τη φίλησε τρυφερά κι έφυγε.
Ταξίδι, για δουλειές.
Πέντε ώρες απόσταση ήταν,
Αθήνα – Θεσσαλονίκη.

– Πότε θα ‘ρθεις; – Μεθαύριο!

Κι έφυγε… κυριολεκτικά…
Δυστύχημα, είπαν.

Έγινε ανάμνηση και απολησμονιά.
Μόνο, τα κατά καιρούς φρέσκα λουλούδια
θυμίζουν πως υπήρξε…

Και κάτι, ακόμα

Στην επιτάφια φωτογραφία του,
όταν βρέχει, μία σταγόνα
στο μάτι του…
Κάτι σαν δάκρυ, μετέωρο,
εύθραυστο,
όπως και η ζωή του…

Όπως και οι ζωές, όλων μας!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Τα του κάδρου

Καμιά φορά, από τη φωτογραφία του κάδρου σου,
βγαίνεις και κάθεσαι δίπλα μου, στο σαλόνι.
Άλλοτε μου μιλάς ήρεμα, κι άλλοτε
θυμωμένος απ’ όσα λέμε,
αποστρέφεις το πρόσωπο
και κοιτάς αλλού.
Μερικές φορές, κλαις,
βρίζεις και απειλείς
δείχνοντάς μου το κάδρο.

Δεν καταλαβαίνω… Τι σ’ ενοχλεί…;

Μήπως η στενότητα του κάδρου;
Η φωτιά του τζακιού από κάτω του;
Το πρόχειρα ακουμπισμένο σπαθί δίπλα του;
Η στραμμένη επικίνδυνα προς αυτό κάννη του όπλου;
Το παλαιό μυδραλιοβόλο του πατέρα μου από την κατοχή;

Δεν σε καταλαβαίνω…

Με τέτοια ασφάλεια, τι έχεις να φοβάσαι;


©Δήμητρα Δελακούρα


¨˜°º۩º°˜¨

Ήθελα…

Ήθελα να τους δείξω πώς να διαβάζουν,
ν’ απαγγέλουν όμορφα,
και μου ΄κλεισαν το στόμα.

Ήθελα να τους δείξω πώς να φυλλομετρούν,
κάθε βιβλίο,
και μου ‘κοψαν τα χέρια.

Ήθελα να τους δείξω πώς να θηλάζουν
της ποίησης το γάλα,
και μου ‘κοψαν τα στήθη.

Ήθελα να τους δείξω πώς να ξεχωρίζουν
τους λάτρεις του λόγου,
και τους σκότωσαν…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Με ρωτάς, τι ζητώ…

Ένα σπίτι, κι αυτό
να ΄χει αυλόθυρα·

να ‘χει κήπο,
με κλήμα κι αμάραντο,

δυο σκαλιά, – να ‘χει
κόπο η αγάπη μου,
και μια κλίνη στο φως.

Με ρωτάς, τι ζητώ…

Ένα χάδι, ελαφρύ
μα κι απίκραντο·

έναν λόγο ζεστό,
με χαμόγελο…

Έναν άνθρωπο –
λόγος να υπάρχω·
να χωρά, στην αγάπη μου.

Τι ζητώ…;


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Κατοπινά…

Απόψε δεν ήρθες να με φιλήσεις.
Τον δρόμο κοίταξα το σκοτεινό.
Πέρα το χρώμα – ρόδο της δύσης
αργά βυθίζονταν προς το κενό.

Θέλουν τα μάτια μου να σε ξεχάσω
μα δε γνωρίζουν πώς αγαπώ.
Άδικα θέλουνε να σε δικάσω,
το βλέμμα στρέφουν να μη κοιτώ.

Μόνο αν πεθάνω και πια δε θα ‘μαι,
σκιά θε να ‘ρχομαι στα σκοτεινά,
να σου θυμίζω κει που κοιμάμαι:
«Γιατί δεν έρχεσαι, κατοπινά;

Μήπως και ξέχασες, ν’ αναζητήσεις
κείνο μου τ’ όνομα, το περσινό;
Δεν έχω μάγουλο, να το φιλήσεις;»
(Στου τάφου, δάκρυσα, το σκοτεινό.)


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Μόν’ των ανθρώπων τις σκιές, φοβάμαι ν’ αντικρίσω…

Έφυγες μες στην άνοιξη δίχως να πεις μια λέξη.
Τσιμπολογούσαν τα πουλιά καρπούς, στην έρημην ελιά.
Δεν είχε ακόμα φέξει.

Μήπως, τη ρούγα σκιάζεσαι; Των σκοταδιών, τους ίσκιους;

Δίχως δισάκι, πούθε πας; Πούθε, τη σκέψη σου σκορπάς;
Γιατί μ’ εγκαταλείπεις;
Τ’ αγιάζι, κείνου του πρωινού…
μη και σου τάραξε, το νου;
Να ‘ξερες πώς μου λείπεις.

Πώς με τρομάζει ο θόρυβος του Φθινοπώρου ανέμου.
Ήρθ’ ο χειμώνας κι αγρικώ. Έλα, να δεις πού κατοικώ.
Κάν’ το για με, καλέ μου.

Μήπως, φοβάσαι τα θεριά; Των σκοταδιών, τους ίσκιους;

Μα, πώς αργείς; Πούθε γυρνάς; Πούθε το χρόνο σου, περνάς;
Μήπως, αλλού κοιμάσαι;
Να τον προσέχεις, τον καιρό…
“Είν’ το σκοτάδι, δολερό.”
Μου το ‘χες πει, θυμάσαι;

Πέντε πια χρόνια, πέρασαν και σε προσμένω ακόμα.
Μνήμα και ξύλα, κάθησαν κι όσοι δικοί μου, μ’ άφησαν.
Μαράθηκα, στο χώμα.

Ποιος δε φοβάται τα στοιχειά και των ταφών τους ίσκιους…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Του θαυμαστή…


- Στα λόγια μου βρίσκεις λες χίλιες εικόνες.
Πως μέσα δονείται η ζωή στο χαρτί.
Βαθύς στοχασμός κι απ’ το βάθος τυφώνες
χαράζουν του νου μου την έρημη γη.

Υφαίνω μου λες τις διαστάσεις του απείρου.
- Πασχίζεις κει μέσα ταξίδι να πας;
- Κοιμήσου στα νόθα του κάθε μου ονείρου,
κι αυτά που φοβάσαι να μην τα κοιτάς.

( Παλέτα η ζωή πά' στη ράχη του νόστου.
Τα λόγια κεντρίζουν τον άμαθο νου:
Μου θέτει επιμόνως πως είμ' ο σκοπός του.
Πως πρέπει να πάψω να "δίνω" αλλουνού.

Κοιμάμαι. Κι αυτός στοιχειωμένο λεπίδι.
Στο πάλλευκο μέσα τον βρίσκω χαρτί.
Εγώ στην ψυχή να διπλώνομαι φίδι,
κι αυτός στο μυαλό μου να κάνει γιορτή.)


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Τι θέλω…;

Χρόνια τις νύχτες ξενυχτώ κοιτώντας προς στ’ αστέρια
κι αστροκοιτώντας σκέφτομαι πώς να ‘ναι οι ξένοι τόποι.
Να ‘χουν βουνά πανύψηλα που στις κορφές τους πάνω,
πεύκα χλωρά και γύρω τους, πεσμένα κουκουνάρια;

Να ‘χουν τ’ αγνάντια τα δικά; Να ‘χουν τον ίδιον ήλιο;
Τραγουδιστάδες κότσυφες μην έχουνε κι αηδόνια;
Να ‘χουν ποτάμια; Χείμαρρους; Απόσκια, να ξαπλώσεις;
Μήπως, δεν έχουν άνοιξη; Δεν έχουνε, χορτάρι;

Μήπως, δεν έχουν χαραυγή; Μη δειλινά, δεν έχουν;
Μήπως δεν πιάνουν σύννεφα, να δροσιστούν οι κάμποι;
Μιαν αμμουδιά, να ξαπλωθείς; Θάλασσα, να σε βρέξει;
Μήπως, δεν έχουν απ’ αυτά, και σκέψεις μάταια κάνω;

Μήπως, δεν είναι λεύτερα; Μια Κυριακή, να νιώσεις;
Να πας για να προσευχηθείς κι έναν σταυρό να κάνεις;
Μήπως δεν έχουνε χαρές ανθρώπινες και λύπες;
Τι θέλω εγώ και σκέφτομαι; Εδώ, καλά δεν είμαι…;


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Γεννήτορες


Τώρα που φεύγει το παλιό και το καινούργιο φτάνει,
που με χαρά αποστρέφουμε το βλέμμα μας στο χτες,
τους προσφιλείς μας γέροντες κανείς μη τους ξεχάνει:
Παθητικά μη στέκεστε του λήθαργου εραστές.

Εσείς, που στέκετε αυστηρά ζώντας για μιαν αιτία,
στρέψτε το βλέμμα στ’ άκαμπτα που απόμειναν κορμιά.
Στρέψτε και δείτε τους το φως πώς βαίνει στη σκοτία.
Κι η θλίψη ακόμη απόκαμε δίχως χαρά καμιά.

Στέρξτε! Χαρίστε τους χαρά, την αγκαλιά σας δώστε.
Με δίχως ανταλλάγματα και με συμβιβασμό.
(Με πήρε η νύχτα, γράφοντας. Παιδιά, μη με μαλώστε.
Ματάκια μου! Χορτάσατε;) Μιλώ με σεβασμό.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Προσμένοντας


Απ’ έξω από το σπίτι σου σε καρτερώ για να ‘ρθεις
και γίνομαι τριαντάφυλλο - τη μυρωδιά να μάθεις,
να ξεχωρίζεις πώς περνούν οι ανέραστοι τον πόνο.
Τα μάτια μου στρέφω ψηλά παρακαλώντας μόνο.

Μα πού να πω τον πόνο μου και πού να τραγουδήσω
που μου σφαλούν το στόμα μου για να μη σου μιλήσω,
παρά μονάχα σ’ εκκλησιά το λεύτερο μου δίνουν:
Έλα να πάμε στο πευκί που τα πουλιά ξεδίνουν.

Έλα πριν βγούνε τα στοιχειά της νύχτας οπού αρπάνε
και τα θεριά τ’ αμόλευτο το σώμα μου το φάνε
δίχως λιγάκι να χαρεί κει που ‘θελε στην άμμο.
Να μου μετράς των αστεριών πώς ήθελ’ από χάμω.

Έτσι θαρρώ προσμένοντας πως σε θωρώ στον ύπνο
αγαπημένε μου έρωτα, που λαχταρώ στον ξύπνο,
που προσδοκώ σε, αντίκρυ μου στης θάλασσας τους βράχους·
που λαχταρώ, στη ρίμα μου, να μας μπορώ μονάχους.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Τότε, σας ψιθύριζα σε χρόνο μέλλοντα
μα δεν μ’ ακούγατε.

Τώρα που άνεμος…
Νύχτα.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ελλάς

Πάει καιρός που ‘χω πεθάνει…
Έλληνα βήμα πια δε φτάνει.
Να ‘χουν, ξεχάσει…;
Κάποιος, ν’ αφήσει μου ένα δάκρυ.
Στης στερνής κλίνης μου την άκρη,
να ξαποστάσει:

..........................................

Στης ξερολιθιάς τη λήθη

Εγώ…

που τη σκέψη βασάνιζα
μ’ ανθομύρα κι αγάπανθους...
που μελάνι από βότανα
είχε η πένα – φτερό,

που η γραφή – σφυροκάλεμο
πλείστα μάρμαρα σκάλιζε –
πεταλούδες και μέλισσες,
για μι’ αγάπης καημό.

Με θυμάστε, - φαντάζομαι…
μ’ ανθογύρη και πέταλα...
που δινόμουν στον έρωτα...;
Τώρα, δεν έχω εγώ…

Ήρθαν μέρες, - ανάθεμα!
και μου πήραν τα ολάνθιστα,
και τα δέντρα μου πήρανε…
Μην οι λύκοι, ως εδώ…;

κι όλα γύρω τερμάτισαν
και βυθίστηκε η άνοιξη,
τ’ ανθομύρα, τα πέταλα,
κι όλ’ ανέσπερα, εδώ;

Μην τα χρόνια, πια δίσεκτα;
Μη φαντάζομαι, ανάποδα;
Μη τα δέντρα δεν πότισα;
Μην τρελάθηκα, εγώ;

Μην σταυρούς, ονειρεύομαι
και φαντάζομαι, μνήματα;
Μην εγώ, χρόνια πέθανα
και δεν είμαι πια εγώ;

Ή δεν έχω πια δύναμη…
Ή δεν έχω τη δύναμη…
Μήπως είμαι η αδύναμη,
και δεν έχω πια Εγώ;

Θα ξεσκίσω τη σάρκα μου!
Θα γκρεμίσω τα σύμπαντα!
Μα σ’ αυτούς, ούτε υπόκλιση!

Μον’ στον έρωτα, εγώ…

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Θέμα «τιμής»

Ήθελα, φίλοι μου, τη σκέψη αποδεκτή:
Νομίζω, φέρνουμε καθώς σε μαριονέτες.
Είμαστ’ εμείς, οι κατ’ ομοίωση διαλεκτοί,
ή του διαβόλου, δίκην πρόθεσης, οι εφέτες;

Τώρα… η αλήθεια, πως μονάχα συρφετός.
Πόσα τελούμε, δίχως πρώτα να σκεφτούμε;
Ζήλια και μίση. Της ιδιοτέλειας πυρετός.
Φθόνος, βλακεία, – αρκεί κάτι για να πούμε.

Άλλος βουνό κι άλλος για θάλασσα κινεί.
Όπως τα δάκτυλα, που ασύμμετρα κοιτιούνται.
Άλλος γεννήθηκε για να παρακινεί.
Άλλος δε θέλει, άλλοι να του διηγούνται.

Άλλοι πεθαίνουν από τα ναρκωτικά.
Άλλοι από φτώχια, που πονάς σαν αντικρίσεις.
Τώρα, οι ταγοί, διχογνωμούν παραπλανητικά.
Είναι πια ζήτημα “τιμής”. Προσόν, να ζήσεις…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Η αρπαγή του Ολύμπου

-Του βουνού, η τρομερή πέρα ράχη,
που κατέβαινε αγέρας σφοδρός,
και σου θύμιζε στέρνο απ’ ανδρός,
δεν υπάρχει.

Το βουνό, τώρα γίνηκε κάμπος,
παν τα πλάγια και παν οι γκρεμοί.
-Μη σε θάμπωσε, του ήλιου το λάμπος;
Το σωστό, μη δεν πήρες δρομή;

– Πού ‘ν’ εκείνη που φύτεψες λεύκα;
– Πού ν’ του δάσους εκείν’ η οσμή;
Τα πλατάνια… μα πού ‘ναι τα πεύκα;
Πού ‘ν’ το λίθινο μ’ εύρος κορμί;

Πού ‘ν’ του Διός, ο περίτεχνος θρόνος;
Πού ‘ν’ το πρώτο του Ανθρώπου, βουνό;
Δεν αντέχεται τούτος ο πόνος.
Την προτέρα πατρίδα πεινώ.

-Του βουνού, η τρομερή πέρα ράχη,
που κατέβαινε αγέρας σφοδρός,
και σoυ θύμιζε στέρνο απ’ ανδρός,
δεν υπάρχει.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Αϊτός


Στη γενεοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού
από τους Τούρκους


Ήθελ’ αϊτόπουλο, ψηλά για να πετώ μονάχο,
για ν’ ακραγγίζω τις κορφές και ν’ αγναντεύω τα όρη.
Ήθελα κείνη την κραυγή μακρόσυρτη για να ‘χω,
να την ξεβγάζει σούσουρο του Πόντου τ’ αγριοβόρι

να διαλαλεί ως τα πέρατα το μαύρο ριζικό μας,
της ματωμένης της Σαμψούς τον πόνο, το δικό μας.

Ήθελα πετρογέρακας με τα φτερά μου μαύρα
για ν' αγναντεύω από ψηλά τη γης οπού με ξέρει.
Μ’ ένα στο χέρι μου σταυρό από την Άγια Λαύρα,
και στ’ άλλο φως ανέσπερο ν’ ανάβω καντηλέρι

στην Παναγιά τη Σουμελά, οπού διψάει για τάμα,
οπού διψάει για να μας πει πόσο κοντά είν' το θάμα.

Ήθελα να ‘μουν σταυραϊτός της Πόλεως της μεγάλης
για να βρυχώ τους στεναγμούς στ’ αρχέγονα σοκάκια.
Πάνω απ’ τα κάστρα τ’ αψηλά, στο θάμβος της αιθάλης,
να γράφω για τη λεβεντιά δοσμένη σε στιχάκια:

Εάλω η πόλις η λαμπρή και πήρεν τα, δικά μας!
Και πήρεν τα για τα χαρούν και πάλιν, τα παιδιά μας.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Το σπίτι


Αυτό το σπίτι, το παλιό, το πατρικό δικό μου,
το περιζώνει ένας κισσός – στοιχειό που το σφαλίζει.
Κόβω τους κλώνους του να μπω μα πόρτα δεν υπάρχει.
Χρόνια στη μαύρη ξενιτιά, μοιάζει να μη με θέλει.

Τραβώ το μαύρο τον κισσό κι απ’ τα ριζά ξηλώνω.
Ψάχνω παράθυρο να βρω – κι ας είναι σκεβρωμένο.
Βλέπω τη σκάλα την παλιά μα σαν πατώ τσακίζει.
Κάτι με σπρώχνει καταγής, να πέσω ν’ αποθάνω.

Παίρνω το δρόμο της φυγής μα κλείνει το πορτόνι.
Σταυροκοπιέμαι κι όλα του μοιάζουνε καθώς ήρθα.
«Βάστα καρδιά» μονολογώ και πάω να βρω την κρήνη,
να λούσω τα ματάκια μου, να δούνε την αλήθεια...

Σκύβω ν’ ανοίξω για να πιω μα το νερό είναι μαύρο.
Βάζω τη χούφτα να γευτώ μα δεν υπάρχει γεύση.
Απόκαμα να προσπαθώ και παίρνω το κατόπι,
να πω του γεροπλάτανου τα μαύρα βάσανά μου.

Με βλέπει ο γεροπλάτανος και κάτι λέει στις ρίζες,
κείνες ορθώνονται μεμιάς να μην μπορώ να φτάσω.
Σκέφτομαι μήπως στοίχειωσε το έρμο απ' "ανθρώπους" σπίτι·
παράκρουσαν τα ξωτικά και βάλλουν με τα ξόρκια?

Σαν της τρελής το στόμα μου ξανοίγω και βρυχώμαι
και μια του δίνω του σπιτιού να σπάσει, να τσακίσει.
Μες στα χαλάσματα θωρώ θεριό που με κοιτάζει,
του δίνω μια στο στήθος του και πέφτω πεθαμένη.

Άνθρωπε: Αυτό το σπίτι το παλιό, με το διπλό πορτόνι...
που δε μ’ αφήνει τις στιγμές να θυμηθώ της νιότης,
που καλυμμένο με κισσούς το βρήκα σφαλισμένο,
είναι η κατάντια! Είναι η ντροπή. Είναι η ψυχή, όταν άδεια…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Το δοκίμιο της ντροπής


Δεν ήθελα να σας το πω, όμως το φέρω κρίμα.
Το ‘βαλα εγώ σκοπό.
Στην ταπεινή τη σκέψη μου και στη φτωχή μου ρίμα.
Δεν έχω να ντραπώ:

Ντροπή σε κείνον που φθονεί του απέναντι το σπίτι.
Τ’ αμάξι τ’ ακριβό.
Ντροπή σε κείνον που μπορεί μα κάνει τον αλήτη.
Που παίρνει απ’ το φτωχό.

Ντροπή σε κείνον που αγαπά μα δεν το δείχνει διόλου.
Σ’ όποιον δεν αγαπά.
Ντροπή κι ακόμη τρείς ντροπές σ’ εκείνον του διαβόλου.
Που θάνατο σκορπά.

Ντροπή στο χέρι που χτυπά τ’ ανήμπορου το σώμα.
Σαν Τούρκος που αντιδρά.
Ντροπή σ’ αυτόν που μίσεψε και δεν κρατεί απ’ το χώμα.
Τους πίσω που ξεχνά.

Ντροπή στο χέρι το μακρύ που ξένο σπίτι ανοίγει.
Που ντρέπεται δουλειά.
Ντροπή σε κείνον που πουλά ό,τι μετά που λήγει.
Τη σάπια την ελιά.

Ντροπή σε κείνον που διοικεί κι άρχει με δίχως γνώση.
Δέκα φορές ντροπή.
Ντροπή σ’ εκείνον τον γιατρό που λάθος θα διαγνώσει.
Παράπλευρη εγκοπή.

……………………………….

Κλείστε τα μάτια, κλείστε αυτιά, μην με παρηγοράτε.
Οι χρόνοι μας, ντροπή!
Η ντροπιασμένη σκέψη μου ντροπή και που θυμάται.
Νιώστε με! Τι ντροπή...


©Δήμητρα Δελακούρα

http://dimitradelakoura4.blogspot.gr/

©Δήμητρα Δελακούρα
Δωρεάν Ηλεκτρονικό Βιβλίο
http://joom.ag/0Hpb

Ανθολόγιο A' 2004 – 2014




 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Η ψυχή μου, αφημένη κορδέλα στον άνεμο... Δήμ Δελακούρα
 
YABER
11-06-2013 @ 11:55
::up.:: ::up.:: ::yes.::
rania.foka@yahoo.co.uk
11-06-2013 @ 16:18
παιδιά όλα είναι θαυμάσια!!!!!!!!!!! ::up.:: ::rock.:: ::rock.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο