Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131419 Τραγούδια, 269602 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Υπάρχουν κι οι τράπεζες
 Το είχα γράψει το Δεκέμβρη....Μην κολλήσετε στον τίτλο δεν ύμνος του καπιταλισμού...ΤΗΝ ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΟΥ ΣΕ ΟΛΟΥΣ !!!
 


Ήταν η τρίτη εβδομάδα που έκανε την ίδια διαδρομή, Κατεχάκη, Άντερσεν, Σεβαστουπόλεως. Το σκαληνό μου τρίγωνο (σκέφτηκε χαμογελώντας) καθώς παρατηρούσε την καφετέρια και τις δύο τράπεζες, μπήκε στην τράπεζα που ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου κι ακούμπησε το κουτί με τα νούμερα, κοντοστάθηκε όμως πριν πατήσει το κουμπί. Ενιά και δέκα η ώρα και τα περισσότερα καθίσματα άδεια, δεν ήταν καλή ιδέα να πάρει ακόμα αριθμό αναμονής. Έριξε μια ματιά στην αίθουσα και κάνοντας μερικά βήματα ως την τρίτη σειρά, πήγε και χώθηκε ανάμεσα σ' ένα ψηλό μεσήλικα και μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Παραξενεύτηκαν που κάθισε εκεί ενώ οι περισσότερες θέσεις ήταν κενές. Είχε όμως συνηθίσει τα περίεργα βλέμματα σ' αυτούς τους χώρους.
Δεν έβρισκε το κατάλληλο επίθετο για να χαρακτηρίσει τον τρόπο με τον οποίο άρχισαν όλα αυτά χυδαίο, αστείο, παράξενο; Τι σημασία όμως είχε; Το σημαντικό ήταν πως βρέθηκε λύση στο πρόβλημα της, έστω και προσωρινή.
Από το καλοκαίρι έψαχνε απεγνωσμένα για δουλειά Ο ιδιοκτήτης ενός συνοικιακού καταστήματος, της είχε δώσει το λόγο του ότι θα την προσλάβει για τρεις μήνες τουλάχιστον, επειδή μια υπάλληλος του περίμενε παιδί, αυτό όμως θα γινόταν από τον Απρίλη και ακόμα το ημερολόγιο έγραφε πέντε του Νοέμβρη. Χίλια διακόσια ευρώ ήταν όλη της η περιουσία, μ' αυτά έπρεπε να περάσει σχεδόν έξι μήνες. Έξι μήνες πληρώνοντας ενοίκιο, λογαριασμούς, φαγητό, και είδη πρώτης ανάγκης.
Η Γιώτα έμενε εδώ και δυο χρόνια σε μια παλιά μικρή μονοκατοικία, δυο δρόμους πάνω από την Κατεχάκη, το ενοίκιο ήταν φτηνό η κατασκευή του σπιτιού μετρούσε πάνω από πενήντα χρόνια και δεν διέθετε θέρμανση, είχε ενθουσιαστεί τότε επειδή κατάφερε να βρει επιτέλους ένα σπίτι με δικό του κήπο. Ήταν η εποχή που τα είχε φτιάξει με τον Μηνά και δεν είχε κανένα πρόβλημα με τη δουλειά της, τα ωράρια τους όμως ήταν διαφορετικά ,και προκειμένου να τον βλέπει περισσότερες ώρες παραιτήθηκε από το λογιστήριο που εργαζόταν. Γρήγορα κατάλαβε ότι δεν είχαν σχεδόν τίποτα κοινό μεταξύ τους και ότι όλα ξεκίνησαν από υπέρμετρο ενθουσιασμό. Έτσι δεν της έφερε καμιά αντίρρηση όταν του ζήτησε να χωρίσουν.
Αισιόδοξη ήταν τον πρώτο καιρό, πίστευε ότι θα έβρισκε καινούρια δουλειά πριν τελειώσουν τα οικονομικά της αποθέματα. Όμως όσο κι αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε. Η μητέρα της ζούσε στην επαρχία με μια μικρή σύνταξη, δεν της είχε πει ότι άφησε τη δουλειά της. Είχε κι ένα αδελφό στα ίδια μέρη εντελώς αδιάφορο ακόμα και για την οικογένεια του μια κι ήταν παντρεμένος με παιδιά.
Τον Οκτώβρη η Γιώτα έκοψε το σταθερό τηλέφωνο, δεν έδωσε για επισκευή τον λάπτοπ που είχε χαλάσει, σταμάτησε να χρησιμοποιεί την ηλεκτρική κουζίνα, άναβε το θερμοσίφωνο μονάχα μια φορά την εβδομάδα και έδωσε την τηλεόραση στο ενεχυροδανειστήριο για ογδόντα ευρώ.
Ένα μήνα αργότερα που έπιασαν τα πρώτα κρύα κλεινόταν στο ένα δωμάτιο του σπιτιού χρησιμοποιώντας μια σόμπα αλογόνου, άναβε όμως κι αυτή πολλές ώρες και δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα όταν θα ερχόταν ο επόμενος λογαριασμός της ΔΕΗ. Χρειαζόταν τουλάχιστον χίλια ευρώ για να μπορέσει να περάσει μέχρι τον Απρίλη.
Από τη μάνα της ήταν αδύνατο να ζητήσει χρήματα, γιατί εκτός του ότι δεν της περίσσευαν έπρεπε και να της πει την αλήθεια. Και επειδή την ήξερε καλά θα χαλούσε τον κόσμο να την ανεβάσει στο χωριό για να μην υποφέρει, χώρια που θα την στεναχωρούσε και θα την απογοήτευε. Από τους περισσότερους φίλους της είχε πια απομακρυνθεί αλλά κι αυτοί που είχαν μείνει με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα και να ήθελαν δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν, εκτός βέβαια από τον Μάκη. Τον Μάκη τον είχε γνωρίσει την προηγούμενη άνοιξη σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας που είχε πάει με μια φίλη της. Ήταν γύρω στα σαράντα παχουλός μέτριας εμφάνισης και οι δύο κοπέλες τον βοήθησαν από την περιγραφή να βρει το βιβλίο που έψαχνε για να το χαρίσει στην αρραβωνιαστικιά του. Από τότε βγήκαν πέντε-έξι φορές μαζί και οι τέσσερεις, ήταν ευχάριστος τύπος καλοσυνάτος διατηρούσε δική του επιχείρηση, όταν έμαθε ότι η Γιώτα έμεινε άνεργη είπε ότι ήταν άτυχη που δεν τον γνώρισε ένα μήνα νωρίτερα τότε δηλαδή που προσέλαβε καινούρια γραμματέα.
« Μια πολύ όμορφη αλλά χαζή» συμπλήρωσε η αρραβωνιαστικιά του.
« Αφήστε, κορίτσια την πάτησα» Συνέχισε εκείνος « Μικρή άπειρη… Και συγνώμη για την φράση μου πουτανάκι, σε μπαρ δούλευε μέχρι να τελειώσει το πανεπιστήμιο, είναι πανύψηλη κοκκινομάλλα και με κορμί λαμπάδα, πριν έλθει σ' εμένα είχε δοκιμάσει και το μόντελινγκ αλλά ούτε εκεί τα κατάφερε, ώσπου βρέθηκε ο χαζός ο Μάκης να την πάρει στην δουλειά θα την είχα απολύσει όμως αυτό το αγαθιάρικο έχει πολλούς φίλους μπλόγκερς, καταλαβαίνετε λοιπόν τι έχει να γίνει αν απολύσω τώρα υπάλληλο και πτυχιούχο, η επιχείρηση μου έχει αρχίσει να παίρνει τ' απάνω της και δε θέλω να βγάλει κακό όνομα. Ας είναι καλά η κυρία Αμαλία εξήντα χρονών και πολύ έμπειρη, της έχω αναθέσει να την προσέχει και να την βοηθάει, διπλή δουλειά βγάζει η γυναίκα και όπως καταλαβαίνεται( μυστικά) της δίνω κάτι παραπάνω»
« Μην στεναχωριέσαι Μάκη, σιγά σιγά θα μάθει» είπε χαμογελώντας η Γιώτα.
« Μωρέ ότι θα μάθει θα μάθει, μέχρι τότε όμως θα μας βγάλει το λάδι»
Η Γιώτα το είχε αποφασίσει... Από το Μάκη θα ζητούσε δανεικά, τι ήταν γι αυτόν ένα χιλιάρικο...
Το ίδιο βράδυ κουλουριάστηκε δίπλα στη σόμπα και του τηλεφώνησε από το κινητό της, του εξήγησε με λεπτομέρειες την κατάσταση κι εκείνος της ζήτησε να ορίσει τόπο συνάντησης για να έλθει με τα χρήματα και να συζητήσουν, κάπως παράξενα ακούστηκε στη Γιώτα αυτό το ...( και να συζητήσουμε) έπειτα όμως σκέφτηκε ότι ο Μάκης μπορεί να ήταν καλός φίλος αλά τα λεφτά είναι λεφτά και ίσως ήθελε να του υπογράψει κάποιο πρόχειρο συμφωνητικό μέχρι να τα επιστρέψει. Κανόνισαν να συναντηθούν την άλλη μέρα στις έντεκα στην καφετέρια που ήταν επί της Σεβαστουπόλεως λίγο πριν από τις δύο τράπεζες που βρισκόντουσαν σχεδόν απέναντι.
Από τις δέκα και μισή είχε φτάσει η Γιώτα, παράγγειλε καπουτσίνο για να βουτήξει και το παρελκόμενο μπισκοτάκι. Δεν αισθανόταν και τόσο άνετα όχι γιατί ζήτησε δανεικά αλά επειδή λογικά, τέτοια ώρα ο Μάκης θ' άφηνε την δουλειά του για να της φέρει τα χρήματα.
« Εκμεταλλεύτηκα την καλοσύνη του» ψιθύρισε « Το βραδάκι έπρεπε να συναντηθούμε »
Ο Μάκης έφτασε στις έντεκα ακριβώς, φορούσε ακριβό γκρι κουστούμι και σατέν γραβάτα στο ίδιο χρώμα, το τζελ κρατούσε προς τα πίσω τα σγουρά ξανθιά μαλλιά του αφήνοντας να φανεί το άσχημο φαρδύ του μέτωπο. Εάν δεν ήξερε πόσο καλός άνθρωπος ήταν θα έλεγε ότι η εμφάνιση του είχε την χυδαία προστυχοβλαχιά του νεόπλουτου.
Την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μάγουλο
« Χάθηκες Γιώτα μου, το ότι αντιμετωπίζεις οικονομικά προβλήματα δεν ήταν λόγος να εξαφανιστείς»
« Δεν είναι αυτό Μάκη, απλά είχα πολλές έννοιες και που μυαλό για συναντήσεις»
Κοίταξε ερευνητικά το χώρο κι ύστερα τη Γιώτα κατάματα
« Εδώ είναι το στέκι σου; »
« Δεν θα το έλεγα, συμπαθώ όμως αυτό το δρόμο, είναι ζωντανός και πολύμορφος »
« Πολύμορφος, ναι, τίγκα στους Ασιάτες, όλο λένε πως τους μαζεύουνε κι όλο τους έχουν κι αλωνίζουνε την Αθήνα »
« Μάκη σ' όλη την Αθήνα υπάρχουν μετανάστες, σημεία των καιρών, άλλωστε εμένα το σπίτι μου δεν είναι μακριά από εδώ»
« Και τότε γλυκιά μου, γιατί δεν μου έλεγες να συναντηθούμε στο σπίτι σου»
Έβαλε τα γέλια η Γιώτα
« Το λιγότερο που θα μπορούσαμε να πάθουμε εκεί θα ήταν να ξεπαγιάσουμε, τη σόμπα την ανάβω μόνο το βράδυ, δε με παίρνει για μεγαλύτερες σπατάλες»
«Αν ήθελες θα σ' έπαιρνε» είπε ρουφώντας την πρώτη γουλιά από το σκέτο ουίσκυ που είχε παραγγείλει « Μου κάνει εντύπωση που τόσο καιρό δεν είχες καταλάβει πόσο μου άρεσες. Αλλά και τώρα δεν είναι αργά, τα λεφτά δε θα στα δανείσω θα στα χαρίσω, και ότι ακόμα θέλεις. Φτάνει να τα βρούμε, τόσες γυναίκες και καμιά δεν έμεινε δυσαρεστημένη από το Μάκη»
« Μην προσπαθείς να μου φτιάξεις τη διάθεση με αστεία, σου είμαι ευγνώμων για το δάνειο, θα σου υπογράψω χαρτί ότι τα λεφτά σου θα τα πάρεις σ' ένα χρόνο»
« Φαντάζεσαι ότι ήλθα μέχρι εδώ για να αστειευτώ; Κι ύστερα ποιό δάνειο; Τίποτα δεν θα πάρεις αν δεν χαρώ το κορμάκι σου. Και μην αρχίσεις αυτά που λένε οι μυξοπαρθένες... Είσαι αρραβωνιασμένος και τα τοιαύτα, απλά ζω με κάποια τέσσερα χρόνια, η νομίζεις πως δε με ξέρει. Μένει μαζί μου επειδή παίρνει από μένα, ίσως κάποια στιγμή την παντρευτώ ε και λοιπόν; Θα με αλλάξει ένας γάμος, λέγε τώρα γουστάρεις η θα περιμένεις το βασιλόπουλο του παραμυθιού κι ως που να έλθει θα έχεις πεθάνει από την πείνα, είσαι και τριανταεφτά χρονών τα βασιλόπουλα προτιμάνε τις πιτσιρίκες.
Το ύφος του την έπεισε ότι δεν αστειευόταν, εκείνη όμως είχε ζητήσει τα χρήματα και θα ήταν παράλογο να κάνει φασαρία. Λέξη δεν είπε, απλά του έδειξε αγριεμένη την έξοδο... Άφησε δεκαπέντε ευρώ στο τραπέζι βγήκε από το μαγαζί κι άρχισε να ανηφορίζει τη Σεβαστουπόλεως. Έτρεμε στο δρόμο, όταν συνειδητοποίησε όταν δεν ήταν από την ταραχή της αλά από το κρύο.
Σχεδόν ασυναίσθητα μπήκε στην τράπεζα, κι έκατσε σε μια καρέκλα. Προσπάθησε να σκεφτεί όλα όσα συνέβησαν αλά η γλυκιά θαλπωρή π' αγκάλιασε το σώμα της δεν την άφησε. Πήγε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη...Για δεκαπέντε ημέρες τα πρωινά της περνούσαν πότε στη μια και πότε στην άλλη τράπεζα, που και που έκανε αναλήψεις της τάξης των πενήντα ευρώ, κάποτε έπαιρνε μαζί και το φαγητό της ξηρά τροφή συνήθως. Αν άντεχε μετά από την τράπεζα έκανε βόλτες ως τα μεγάλα καταστήματα που είχαν θέρμανση μέχρι να νυχτώσει να γυρίσει σπίτι της να κλείσει το δωμάτιο και να ανάψει τη σόμπα και να την πάρει ο ύπνος.
Βρήκε μια δικαιολογία για να μην ανεβεί τα Χριστούγεννα στο χωριό, δεν απάντησε ούτε σε κάποιες προσκλήσεις φίλων, τις αργίες τα πρωινά θα τα περνούσε στην καφετέρια (που τώρα τον καπουτσίνο, λόγω εορτών συνόδευε κι ένα κομμάτι κέικ) κι ύστερα, πάλι τράπεζες.
Βράδυ παραμονής των Χριστουγέννων κι η Γιώτα διέσχιζε αργά το φωτισμένο δρόμο μια παρέα μεταναστών έπαιζε τα κάλαντα στο ακορντεόν ο κόσμος είχε αρχίσει να λιγοστεύει. Τα μαγαζιά είχαν κλίσει μέχρι να τελειώσει ο δρόμος μέτρησε τριαντατέσσερα ιδιωτικά ιατρεία διαφόρων ειδικοτήτων, ένα τηλεφώνημα για ραντεβού και… Θα πήγαινε από τις πέντε και θα έφευγε λίγο πριν έλθει η ώρα να εξεταστεί, είχε λύσει και το πρόβλημα της απογευματινής θέρμανσης.
« Κουράγιο Γιώτα» είπε με δυνατή φωνή, συνεχίζοντας το περπάτημα.
















 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
MARGARITA
09-04-2014 @ 17:39
Το διάβασα Κατερίνα μου και με συγκίνησε... ::smile.::
**Ηώς**
09-04-2014 @ 22:22
..............εδώ νοιώθεις....
το άστυ, η κρίση, η περηφάνεια... οι επιτήδειοι παντός καιρού!
πολύ καλό κείμενο Κατερίνα!

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο