Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Εικόνες με λέξεις
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130878 Τραγούδια, 269483 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Εικόνες με λέξεις
 

Η ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΙ Ο ΠΑΙΔΟΒΟΥΒΑΛΟΣ

Βγήκα από το Συνέδριο πολύ κουρασμένη. Αναπολούσα τις παντούφλες μου και μία μπανιέρα με ζεστό νερό μυρωδάτο . Ταξί δεν υπήρχε. Όλοι όσοι βγήκαν μαζί μου από την αίθουσα είχαν γεμίσει το πεζοδρόμιο με πηγαδάκια σχολιάζοντας τα όσα είχαν ακουσθεί και λεχθεί. Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα. Πόναγε το κεφάλι μου.Μία φίλη μου πρότεινε να με κατεβάσει Πήρα τον πρώτο δρόμο και ισορροπώντας στις ψηλοτάκουνες γόβες μου προχωρούσα εισπνέοντας την αύρα της θάλασσας και ψάχνοντας για το πολυπόθητο ταξί.
Ήταν απόγευμα και ο ήλιος μόλις είχε δύσει. Ο ουρανός κατακόκκινος αντικατοπτρίζεται στα γαλήνια νερά.
Τι καλά που κάνουν οι νέοι. Χαμηλό παπούτσι, άνετο πανταλόνι, φόρμα
και σακίδιο. Ε! βέβαια έχουν δίκιο, η πλάτη είναι κατασκευασμένη για να αντέχει βάρος. Το λεει και η madam Rossa, τα χέρια προορισμό έχουν να κάνουν κινήσεις όχι να σηκώνουν όλους αυτούς τους φακέλους που κουβαλώ.
Ενώ εμείς που κάνουμε τις κομψές και τις "γιάπισσες", χάνουμε την άνεσή μας και βγάζουμε κάλους, θυσία στις γόβες που κάνουν το πόδι ερωτικά ελκυστικό.
Παρ' όλη την κούραση ένιωθα όμορφα που περιπλανιόμουνα στα στενά δρομάκια .
Η θέα, η ανάγκη για καθαρό αέρα, οι άλλες σκέψεις, έξω από τα επαγγελματικά, απάλυναν την όλη κακή μου διάθεση και… να επί τέλους ένα αργοκίνητο ταξί. Μία παλιά μαύρη μερσεντές με μεγάλο σαλόνι . Μα καλά υπάρχουν ακόμα τέτοια ταξί;. Μόνο στο Λονδίνο που ζει κοιτάζοντας πίσω, κυκλοφορούν αυτά. Το ταξί σταματά. Έχει κατεβασμένο το ‘’ελεύθερο’’.
“Κυρία, πάω να αφήσω αυτό τον σκύλο πιο κάτω, λεει, και ύστερα είμαι ελεύθερος για όπου θέλετε εσείς.”
Είμαι αλλεργική με τα σκυλιά. Δεν μου αρέσει ο τεράστιος αυτός συνεπιβάτης, όμως η ώρα έχει περάσει και άλλο ταξί δεν συνάντησα. Μπαίνω. Στη χώρα, του λεω.
“ Έγινε μανταμίτσαααα” Και… αρχίζει να τρέχει σαν τρελός.
“ Μα καλά αυτό το σαράβαλο τρέχει;” ρωτάω χαζά.
“Θα δεις, μου λεει, τι μπορεί να κάνει για χάρη σου και... πρόσεχε πως μιλάς δεν είναι σαράβαλο το απίθανο αμάξι του Μητσάρα. Είναι "το όργανο"!”
“ Πού ακριβώς θα αφήσεις τον σκύλο; Ξέρεις, βιάζομαι.”
“ Χα! Χα! Χα! Κοίτα κουκλάρα μην κινηθείς ούτε ρούπι, ο φίλος μου ο Τζίμης είναι εκπαιδευμένος και είναι κρίμα τα στρογγυλά σου στηθάκια να ροκανίσει. Ξέρεις είναι η αδυναμία του Τζίμη, τα κάνει μία μπουκιά, έτσι για ορντέβρ. Κατάλαβες μανταμίτσα; Χα! Χα! Χα!”
Ε, λοιπόν όχι δεν κατάλαβα τίποτα. Εγώ νόμιζα ότι μπήκα σε ταξί, όμως έκανα λάθος. ΄Ισως να είμαι μέλος κάποιου θιάσου που γυρίζουν ταινία, ή μήπως κοιμήθηκα όρθια και ονειρεύομαι.
Τον κοιτάω έκπληκτη ενώ το σαράβαλο καταπίνει τα χιλιόμετρα.
“ Μην φοβάσαι δεν θα σε πειράξω. Σε θέλουν άγγιχτη για τη δουλειά και εσύ, είμαι σίγουρος θα τους κάνεις.”
“ Ποια δουλειά; Ποιοι με θέλουν;” Τολμώ να ρωτήσω.
“Εσύ δεν θα μιλάς, το κατάλαβες; Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Μου ζήτησαν μια μορφωμένη, όμορφη, έξυπνη, μοναχική γκόμενα. Α! ρε μάνα μου μπαχτσίσι που θα πέσει από τον Μεγάλο.”
Με κοιτάει μέσα από τον καθρέπτη. Νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν, δεν μπορώ να τα συγκρατήσω. Σαν τότε που πήγα να πάρω το δίπλωμα οδήγησης, τρεις φορές έδωσα εξετάσεις και τίποτα. Αν, τότε το είχα πάρει δεν θα ήμουν τώρα μέσα σε αυτό το απαίσιο αμάξι.
Κρύος ιδρώτας τρέχει στην ραχοκοκαλιά μου και ακόμα δεν έχω κατανοήσει τι γίνεται. Δεν είναι τα λόγια του ή το στυλ του που με τρομοκρατεί, όχι. Αυτός ο Τζίμης με έχει παραλύσει και μόνο που μου δείχνει τα δόντια του και νιώθω την ζέστη του ανάσα στο λαιμό μου. Τα κόκκινα μάτια του με παρακολουθούν συνέχεια.
Δεν τολμώ να κουνήσω. Φοβάμαι ακόμα και τις σκέψεις μου. Θεέ μου, θα κατουρηθώ ή μπορεί και να λιποθυμήσω.
Ο φίλος στο τιμόνι όλο και με κοιτάει, γλείφεται, σιγοτραγουδά. Να τώρα έβγαλε τη γλώσσα του και την κουνάει. Έχει καταλάβει ότι φοβάμαι και παίζει μαζί μου.
“Ρε κούκλα, τι λες θέλεις να κάνουμε μία στάση εδώ πιό κάτω έχει ένα εκκλησάκι. Νάτο το βλέπεις; Εκεί κάτω να σου ρίξω "έναν" για να συνέλθεις; Ή μπας και προτιμάς να το πω του Τζίμη...”
Έπαυσα να τον ακούω. Αφέθηκα στο κάθισμα. Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να σκέπτομαι τι θα κάνω μόλις πάω στο ξενοδοχείο. Ακόμα άρχισα να προγραμματίζω τις αυριανές μου δουλειές. Έχω και το ταξίδι στη Ρόδο την άλλη βδομάδα.
Το σαράβαλο εξακολουθεί να τρέχει ιλιγγιωδώς.
Προσπαθώ να βγω από το κορμί μου, να μπορέσω τουλάχιστον να δω πού πάμε, πού βρισκόμαστε. Δεν τα κατάφερα. Έπρεπε να παρακολουθήσω τα σχετικά με την εκσωμάτωση σεμινάρια…

Έχει πια σκοτεινιάσει και σε όλη τη διαδρομή δεν συναντήσαμε ούτε ένα αυτοκίνητο, ούτε ένα σπίτι.
Ο βούβαλος στο τιμόνι μιλάει συνέχεια. Δεν τολμώ να τον κοιτάξω αρχίζει αμέσως να γλείφεται. Πηγαίνουμε σε χωματόδρομο, το αμάξι τρίζει, σε κάθε λακκούβα νιώθω ένα άδειασμα στο στομάχι. Δεξιά μας πρέπει να είναι γκρεμός και αριστερά βουνό ή ίσως και λόφος. Κάποια στιγμή μύρισα πεύκο, όμως μπορεί να ήταν και έλατο. Δεν ξέρω.
Φοβάμαι πως από την ακινησία χάνω τις αισθήσεις μου και αυτά τα κόκκινα μάτια, πάντα με παρακολουθούν. Αν πρόκειται για βιασμό, γιατί δεν το κάνει να τελειώνουμε, έχει και τον κατάλληλο χρόνο και τις συνθήκες.
Αν είναι απαγωγή; Αδύνατον αυτοί ξέρουν ποιούς απαγάγουν. Λεφτά δεν έχω. Πρόσωπο διάσημο, δεν είμαι. Τότε; Έχουν έλλειψη από γυναίκες; Την ήθελαν και μορφωμένη. Κακό χρόνο να έχουν.
Ποιοί είναι; Πού πάμε;
Ο αέρας όλο και πιο κρύος γίνεται, πρέπει να ανεβαίνουμε, τα αυτιά μου βουλώνουν. Ναι, σίγουρα είμαστε σε βουνό.
Σε μία στροφή βλέπω που και που μικρά φωτάκια. Ίσως κάποιο χωριό.
“ Αεί στο διάβολο, γαμώ την τύχη μου, γαμώ την παλιοσκρόφα την κωλογαμημένη.”
Φωνάζει έξαλλος ο παιδοβούβαλος και συγχρόνως το απίθανο αμάξι του, το ‘’όργανό’’ του, τραντάζεται και σταματά τόσο πολύ απότομα που ο Τζίμης κόλλησε την υγρή μουσούδα του στα πόδια μου.Υστερία. Η φωνή μου κόπηκε. Το ιδρωμένο χέρι του γλιστρά πάνω στο μάγουλό μου πιεστικό, σκληρό.
“ Κοκόνα τσάκω τούτο το φανάρι, σαν καλό κορίτσι και κράτα το αναμμένο συνέχεια, για να ξέρω πού είσαι. Εσύ Τζίμυ έξω. Εγώ, με τον Τζίμη θα τραβήξουμε τον κορμό πού ΄κλεισε το δρόμο και φύγαμε. Άκουσες; Καλά μωρή δεν μιλάς; Δεν βλέπεις τι έγινε. Πάς να με νευριάσεις; Θα δεις τι θα σου κάνω μυξοπαρθένα του κερατά, χαζομούνα. Θα δεις.”
Και απότομα φεύγει.
Ανάσανα. Ύστερα από τόση ένταση, τόση αγωνία, τέτοια διαδρομή επί τέλους μόνη. Δεν πρέπει να χάνω χρόνο. Πρέπει κάτι να κάνω, κάπως να αντιδράσω και μάλιστα γρήγορα.
Έξω ακούω άνθρωπο και ζώο να αγκομαχούν.
Πρέπει κάτι να κάνω. Τί στο καλό εξυπνάδα έχω; Ε! λοιπόν χαλάρωσε κορίτσι μου, μπορείς. Πάρε ανάσα, να περάσει οξυγόνο στον εγκέφαλό σου, άναψε και ένα τσιγάρο. Όχι, όχι μην δείχνεις καμία κίνηση. Τί είπε; Να κρατάω το φανάρι για να παρακολουθεί πού είμαι; Ε, ναι πρέπει να μείνω ακίνητη.
Νάτος, πάλι γλείφεται και κοιτάει στο παράθυρο όπου έχω κολλήσει το πρόσωπό μου για να δω τι κάνει εκεί έξω, γελάει και ναι, εκεί μπροστά στο τζάμι, ανοίγει το πανταλόνι του, κουνάει το πράγμα του και κατουράει χάσκοντας, φεύγει ενώ τα ούρα κυλούν στο παράθυρο και αρχίζει, πάλι μαζί με το κοπρόσκυλο του να τραβάνε το δέντρο. Το στομάχι έφθασε στο στόμα μου. Θέλω να κάνω εμετό.
Αντέδρασα αυτόματα. Δεν κατάλαβα τι έγινε; Πώς κινήθηκα έτσι γρήγορα; Να, τώρα στερεώνω τον φακό στην πλάτη του καθίσματος, στο διαχωριστικό. Γλυστράω προς την άλλη πόρτα την ανοίγω σιγά σιγά, οι ψηλοτάκουνες γόβες μου μαζί με τα πόδια μου και εμένα από πάνω τους βγαίνουν έξω, αργά σιγανά. Σκυφτή σέρνομαι στο χώμα. Κατεβαίνω τη ρεματιά αχνοπατώντας χωρίς ίχνος θορύβου.
Δεν ξέρω πώς γίνονται όλα αυτά. Δεν σκέπτομαι τίποτα, απλά κατεβαίνω ή μάλλον κατρακυλάω κοιτάζοντας συνέχεια πίσω μου. Ο αναμμένος φακός που άφησα πίσω μου δεν φαίνεται πια.
Αρχίσω να ηρεμώ. Όταν… ακούσθηκαν οι φωνές του. Τι ήταν αυτό Θεέ μου.
Γέμισε η περιοχή από τις βρισιές του και από την περιγραφή τού τι θα μου έκανε όταν θα με έπιανε.
Ίσως, η σιγουριά για τον εαυτό του συν του ότι εγώ ήμουνα “…μία μαλακισμένη κωλογαμημένη κότα…” τον έκαναν να μην δώσει την εντολή στον βρομόσκυλο του να με κυνηγήσει ή και αυτό θα ήταν το πιό αστείο, αυτός, ο παιδοβούβαλος να φοβόταν να μείνει μόνος μες την ερημιά.
Πρέπει να επωφεληθώ.
Συνεχίζω ασταμάτητα το ξέφρενο κουτρουβάλημα μου στην πλαγιά, χωρίς να συνειδητοποιώ το πόσο δύσκολη γίνεται η θέση μου ώρα με την ώρα.
Τα τακούνια μου με εγκατέλειψαν σχεδόν μόλις άρχισα να τρέχω. Το μυαλό μου συνέχεια δουλεύει. Σκέπτομαι πού με πήγαιναν εκείνα τα πόδια που έτρεμαν;
Ήμουν και κουρασμένη… Ας γελάσω… Να που τώρα τρέχω σαν τρελή.
Απομακρύνομαι. Πρέπει να αντέξω.
Όμως τώρα τί να κάνω; Να συνεχίσω την κατηφόρα και να βγω στον δρόμο, που από μακριά σαν φίδι γυαλίζει στο φως του φεγγαριού; Ή να κάνω προς τα δεξιά να πάω στα φωτάκια που τώρα πια μου δείχνουν ότι υπάρχουν σπίτια; Ποία η σωστή απόφαση; Θα με περιμαζέψει μία καλόκαρδη ψυχή ή πιό εύκολα στο δρόμο θα σταμάταγε κανένα αμάξι;
Έτρεχα και σκεπτόμουν. Από ψηλά, μέσα στην απόλυτη ησυχία της εξοχής, ακούσθηκε ο ρόγχος της σακαράκας που ξεκίναγε. Αυτό με έκανε να αποφασίσω και να στραφώ κατά το χωριό. Γιατί σίγουρα στο δρόμο θα με πρόφταινε.
Αρχίζει ανηφοριά. Τα σπίτια όλο και έρχονται πιό κοντά μου. Μου φαίνεται ότι έχουν φιλική διάθεση. Προσπαθώ να σκέπτομαι σωστά και να είμαι ήρεμη.
Προς Θεού όχι κακές σκέψεις. Τι να σου κάνει και ο Θεός και οι καλές οι σκέψεις όταν απόμακρα άρχισαν να ακούγονται τα γαυγίσματα του Τζίμη, του συνεπιβάτη μου, που φαίνεται ότι με επιθύμησε το βρομόσκυλο.
Όχι, μην φοβάσαι Αμαλία μου, προχώρα. Να, έφθασες.
Κτυπάω την πόρτα του πρώτου χαμόσπιτου που συναντώ. “ Βοήθεια άνθρωποι, βοήθεια”. Τίποτα. Φως υπάρχει, πόρτα δεν ανοίγει.
Ό σκύλαρος όλο και πλησιάζει οι αλυσίδες του φόβου βαραίνουν τα πληγιασμένα μου πόδια. Πηδάω ένα τοιχάκι. Ευτυχώς το κορμί και τα χέρια υπακούουν και κατορθώνουν να τραβήξουν τα πόδια μου που είναι δύο όγκοι αιμάτινης σάρκας. Κτυπάω, κλαίω, αχνοφωνάζω, ικετεύω. Και εδώ τίποτα.
Στο τρίτο, τέταρτο δεν ξέρω στο ποσοστό σπίτι, αχνά θυμάμαι μία πόρτα να ανοίγει, μία γυναίκα να εμφανίζεται, να με κοιτάει, να ξαναμπαίνει μέσα και να βγαίνει με ένα κουβά νερό που εκτοξεύεται επάνω μου. Συγχρόνως δύο χέρια με τραβάνε μέσα στο χαμοκάλυβο και… ησυχία. Ένα σκοτάδι με κυκλώνει. Αν ο θάνατος είναι έτσι, είναι Θείος. Είναι το μάνα εξ ουρανού για τα κουρασμένα κορμιά και εγώ θέλω να είμαι πεθαμένη.
Η γυναίκα έχει ολάνοιχτη την πόρτα της, φοράει ένα φαρδύ παλιοπαντέλονο και με μία σκούπα καθαρίζει και πλένει τον αυλόγυρό της. Μέχρι έξω το χωματόδρομο, μέχρι και το τοιχάκι που χωρίζει τα σπίτια από το δάσος.
Έχω συνέλθει κρυώνω, τα βρεγμένα ρούχα κολλάνε στο κορμί μου. Βρίσκομαι χωμένη κάτω από ένα διπλό κρεβάτι και την παρακολουθώ έκπληκτη.
Είναι αστεία ρίχνει νερό και στα φραγκόσυκα ακόμα και στις ξερολιθιές και όλα αυτά τα κάνει πολύ γρήγορα χωρίς ανασασμό.
Άργησα να καταλάβω ότι, με το νερό έδιωχνε τα ίχνη μου.
Ο Τζίμης καταφθάνει με το τρίχωμα σηκωμένο στέκεται κοντά στον φράκτη και γαβγίζει δυνατά. Ύστερα πιό δυνατά, σαν να καλεί τον αφέντη του.
Η γυναίκα ψύχραιμη μπαίνει μέσα στο σπίτι, η πόρτα εξακολουθεί να είναι ανοιχτή, ο σκύλος πλησιάζει στο κατώφλι. Αυτή, του φέρνει φαγητό κάθεται δίπλα του και τον χαϊδεύει μέχρι που το εξαγριωμένο αγριόσκυλο καταλαγιάζει. Η γυναίκα σιγοτραγουδά.
Αυτή την εικόνα αντίκρισε ο παιδοβούβαλος, σαν έφθασε ασθμαίνοντας.
Κλωτσάει τον Τζίμη και βρίζοντας συνεχίζει το τρέξιμο ψάχνοντας με.
Οι καλύτερες θεατρικές σκηνές ωχριούν μπροστά σε αυτή που παίχθηκε εκεί έξω, από την απίθανη, πανέξυπνη αυτή γυναίκα. Ας είναι καλά, όπου και αν βρίσκεται, αυτή η νεράιδα της νύχτας.
Της διηγήθηκα τι έγινε. Προσπαθήσαμε να βρούμε μία λογική εξήγηση. Τίποτα.
Ύστερα από πολύ ώρα με ύφος σοβαρό μα και συνεσταλμένο, μου λεει: “Ούτε εγώ, που τόσες "γνωριμιές" έχω και όλους τους ξέρω εδώ στη γύρα και ακόμα πιό έξω, δεν μπορώ να καταλάβω ποιοί ήσαν αυτοί και τι ήθελαν από σένα.
Μάλλον για ναρκωτικά πάει η υπόθεση, θα σε έκαναν "βαποράκι", έχω δει κάτι τέτοιο στο σινεμά. Και το νερό που έριξα για να μην σε βρει ο σκύλος, στο σινεμά το είδα.”
Έμεινα κοντά της μία βδομάδα. Με κανάκεψε, μου έδωσε ρούχα, περιποιήθηκε τα πόδια μου, κατέβηκε μαζί μου στη χώρα, μου έβγαλε εισιτήριο.
Αποχαιρετισθήκαμε, υποσχεθήκαμε να μην χάσουμε επαφή. Θα της έστελνα μία κάρτα μόλις θα πήγαινα σπίτι μου.
Έμεινα στην πρύμη μέχρι που η σιλουέτα της στο μόλο έγινε μία κουκιδίτσα.
Ο καιρός ήταν πολύ καλός. Ξάπλωσα σε μία πολυθρόνα. Δεν θέλω να διαβάσω. Κλείνω τα μάτια. χαλαρώνω ως τη στιγμή που η ζεστή ανάσα του Τζίμη χαϊδεύει το λαιμό μου.....



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Να κυνηγάς τα όνειρα σου !!!
 
aridaios
12-05-2014 @ 14:53
Ξάπλωσα σε μία πολυθρόνα. Δεν θέλω να διαβάσω. Κλείνω τα μάτια. χαλαρώνω ως τη στιγμή που η ζεστή ανάσα του Τζίμη χαϊδεύει το λαιμό μου..... ::love.::
Το ποιο καλο που εκανες... ::rock.::
melitaadam@yahoo.gr
13-05-2014 @ 01:08
::theos.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο