Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Ο Θρήνος της Ρέας
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269453 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ο Θρήνος της Ρέας
 Από την 1η σκηνή του έργου «Προμηθεύς Πυρφόρος»
 
Ο φόβος οδηγεί σε ανάρμοστες και εγκληματικές ενέργειες, για τις οποίες ο ένοχος τιμωρείται.

Σύναξη των πρώτων Ολυμπίων θεών, των παιδιών της Ρέας. Καλούν τη μητέρα τους προκειμένου να την παρηγορήσουν για τα δεινά και την αδικία που υπέστη από τον Κρόνο, δίνοντάς της την ευκαιρία να τα αφηγηθεί για να απαλλαγεί από τον αβάσταχτο πόνο της.

Τα πρόσωπα

Ρέα: Η Τιτανίδα αδερφή και σύζυγος του Κρόνου. Καθόριζε τη ροή των πραγμάτων (Ρέα = αυτή που ρέει). Καθόριζε μέσα στο βασίλειο του Κρόνου-Χρόνου την κίνηση και τη διαδοχή. Μητέρα τραγική των πρώτων Ολύμπιων θεών.

Οι γιοι της Ρέας:
Ποσειδώνας
Πλούτωνας
Δίας

Οι κόρες της Ρέας:
Ήρα
Εστία
Δήμητρα
---------------
Χορός θεών

Για αιώνες ο Κρόνος - Χρόνος ,
ευνουχιστής πανούργος, φιλοπάτωρ ,
των σκήπτρων τ’ Ουρανού σφετεριστής,
την πλάση διαφέντευε
και χρυσή την εποχή του την είπαν
μιας κι όλα έρρεαν,
όλα, τα πάντα,
άπαντα,
σε ροή γαλήνια, ατελεύτητη.

Ήρα

Ρέα ,
ωσεί ρύακες
εις ροάς αενάους,
τα επίγεια,
τα ουράνια,
ρέουσιν, άπαντα.
Ω, Ρέα!
Αδερφή του κι ομόκλινη,
στο χρυσό του βασίλειο,
κινούσες με σοφία και τάξη τα πράγματα.

Χορός

Έλα, Μάνα, κοντά μας,
έλα τα πάθια σου να πεις
της καρδιάς σου το βάρος να γενεί αλαφρύτερο.
Έλα, Ρέα, έλα.

Οι στεναγμοί σου των ανέμων ανάσες βαριές,
βρυχηθμός των απύθμενων της Γαίας βαράθρων,
βουή των βυθών,
χειμάρρων πάταγος σε άπονα βράχια,
νυχτερινές θρηνωδίες, των δασών αντιβούισμα,
φοβερές οιμωγές ψυχής σιωπηλής,
καρδιάς στερημένης βουβός στεναγμός,
παραληρήματα άφωνα πέτρας αγέλαστης.

Έλα, Μάνα, έλα….
Των τέκνων σου η αγκαλιά θα γλυκάνει τον πόνο,
θα γιατρέψει τ’ αλησμόνητο τ’ άδικο.
Έλα, Μάνα, έλα κοντά στα παιδιά σου.

Ρέα

Ποια μάνα τάχα μπορεί
σαν τη φωνή των παιδιών της ακούσει
να μην προστρέξει και να ‘ρθει;
Παιδιά μου, γλυκανάσες μου,
άνθια των κήπων μυριστά και αγρολούλουδά μου,
ολόγλυκες αγάπες μου, χαρούμενές μου ελπίδες!

Μωράκια δε σας χάρηκα κι απ’ τη δική σας γέννα
μονάχα οι πόνοι μου ‘μειναν για να ‘χω να θυμάμαι.
Έτρεμ’ η Γαία η μάνα μου όταν κοιλοπονούσα
και των βουνών οι κορυφές θαρρούσες πως θα πέσουν.
Έσκαγαν βράχια, χαλασμός, σε κομματάκια μύρια,
και τα δεντριά τσακίζονταν μέσα σε μαύρες χούνες.

Δεν ήσαν πόνοι του κορμιού,
του τοκετού ωδίνες,
μα ήσαν σπάραγμα ψυχής,
μαράζι μαύρο της καρδιάς,
θρήνος οδύνης κι οδυρμός
που τα παιδιά θ’ αρπάξει.

Χορός

Της κάθε μάνας, σαν γεννά και σαν κοιλοπονάει
τα βογγητά κρύβουν χαρά, που βρέφος θ’ αγκαλιάσει.

Ρέα

Και ειν’ αυτές οι θύμησες
βράχια βαριά, γρανίτες εκατότονοι
επάνω στ’ άσπρα στήθια μου
που βρέφος δε θηλάσαν.
Έξι παιδιά μεσ’ στην κοιλιά
στην αγκαλιά κανένα.

Κορίτσια, αγάπες μου γλυκές,
Δήμητρα σταχοφόρα, Ήρα μου εσύ πανέμορφη
και συ σεμνή μου Εστία,
αγαπημένες κόρες μου, στολίδια της ζωής μου,
κι αγόρια μου, λεβέντες μου,
θαλασσινέ μου βασιλιά, μεγάλε Ποσειδώνα,
πανέμορφέ μου Πλούτωνα μέσα στη σκοτεινιά σου
και, Δία στερνοπαίδι μου,
πρωτάρχοντα και κύριε της οικουμένης όλης,
παιδιά μου,
ελάτε, στην αγκαλιά της μάνας σας,
ελάτε αθάνατα παιδιά,
που άστοργα κι άσπλαχνα
ο πανούργος πατέρας σας Κρόνος,
για αιώνες,
ένα προς ένα κατάπινε.

Χορός

Για αιώνες,

Δήμητρα

από φόβο που τα μέλη του έλυνε

Ρέα

Τις γέννες μου περίμενε και σαν ερχόταν η στιγμή
τα μωρά μου κατάπινε.
Τέλος, στην έκτη γέννα μου,
αντίς για βρέφος θεϊκό λιθάρι φάσκιωσα,
τον αφαλό της γης ,
και κείνος,
απ’ τη Γαία ποτισμένος
με τη μαύρη του μαντραγόρα ψυχή,
με μιας την κατάπιε.

Χορός

Ψεύτικη γέννα, ωδίνες ψεύτικες.
Η γυναίκα τα πάντα μπορεί
για να σώσει από άντρα σκληρό τα παιδιά της.

Ρέα

Σαν έφτασ’ ο χρόνος,
που απ’ τον ίδιο τον Κρόνο, άθελά του, ορίστηκε
πίσω να πάρω τα παιδιά,
με μια της ματιά η μάνα με πρόσταξε:
«Ίσια να πας, ευθεία.
Πάρε τη στράτα τη φαρδιά,
πήγαινε κι έλα.
Ευθεία.
Όχι λοξοδρομίσματα, σε στέλνω απ’ ανάγκη.
Βοτάνια φέρε,
των σπλάχνων μου χορτάρια φοβερά,
να φτιάξω φίλτρα,
τον άκαρδο σε λήθαργο να ρίξω
απ’ τ’ άπατο στομάχι του να βγούνε τα παιδιά σου».

Κι ανέβαινα μονάχη.
Ήταν σκοτάδι γύρω μου και άγριος ο χειμώνας.
Ένα – δύο, ένα – δυο

κυλούν τα δεύτερα…
και σε εξήντα διπλά μετρήματα
—τόσα θα πρέπει να ’ταν—,
όσο κρατάει να ειπωθούν δέκα θλιμμένοι στίχοι,
ο πανδαμάτορας Κρόνος
σε μια βαθειά του πτύχωση
—τη δίνη των δεινών—
το νου μου παγιδεύει.
Βούιξε ο τόπος του μυαλού.
Αποχαιρετισμού σκοπός, ρυθμός αγχωμένος,
ιοβόλα χτυπήματα ύπουλα.
Μια μουντή, ζωντανή καταχνιά,
οσμή αίματος, απόηχος ζωής που τέλειωσε
και τελευταία αίσθηση
η άρνηση να συνεχιστεί τ’ αβάσταγο.

Μάζεψα πικροβότανα,
—ποια, πώς και από πού, για με θα το κρατήσω—.
Με γαλιφιές και πονηριά η Γαία μάνα
το μαυροζούμι του ‘δωσε,
κι αυτός
ξαστόχαστα και λαίμαργα,
κάτω απ’ το χαιρέκακο το βλέμμα τ’ Ουρανού,
τ’ ολόγιομο το κύπελλο στράγγιξε.
Σε ύπνο έπεσε βαρύ,
και το βαθύ στομάχι του
τη φύση ανταριάζοντας
ξέρασε τα παιδιά του.

Τ’ άλλα, όσα γενήκανε, θαρρώ πως τα γνωρίζετε.
Απόστασα, κουράστηκα τα πάθια ν’ αφηγιέμαι.
Είν’ όλα εδώ, εδώ, στο τώρα
όλα, μα όλα τώρα γίνονται
-και τα καλά και τ’ άλλα-
και δεν υπάρχει λησμονιά, απόσταση, ξεθώριασμα,
μήτε θαμπές εικόνες.

Όλη μου η ζήση σε μιας μέρας το ξεδίπλωμα,
που όλο και αυγαταίνει,
και δεν ξεχνώ.
Ευτυχώς!
Είναι εδώ το παράπονο για τ’ άδικο
ατόφιο, αδρό και άκαρδα άγριο.
Το συρτάρι της λήθης μου άδειο.
Είμαι εδώ, είναι εδώ, όλα εδώ
και ο χρόνος ανύπαρκτος,
συμβατική μοναχά «σταθερή» για το μέτρημα.
Ευτυχώς!
Αλίμονο σε όποιον λησμονάει
και τρισαλί σ’ αυτόν που τη ζωή του αρνιέται.

Δήμητρα

Σώπαινε, μάνα, τελειώσαν αυτά
που οι ανθρώποι στις πλάτες σου ρίξαν.
Το πριν, το μετά και το τώρα,
σαν ένα τα νιώθεις, το ξέρω.
Σώπαινε Μάνα, να ξεχάσεις δε λέω, δε γίνεται.
Το ζω και το ξέρω
απ’ όλους κι απ’ όλες καλύτερα.

Ήρα

Σώπαινε Μάνα,
το στερνό σου παιδί,
απ’ της Ίδης το πανώριο το άντρο κινώντας,
τον πανδαμάτορα Χρόνο,
τον πατέρα μας Κρόνο,
τον δάμασε,
τη θέση του πήρε και όρισε
στο θρόνο του πάνω να μένει ακίνητος
με δεσμά άλυτα, άρρηκτα,

της Γαίας, τ' Ουρανού
της οργής και του μίσους αντίδωρα
για το άδικο που έπραττε,
τα παιδιά του από φόβο να τρώει.

Εστία

Μέρωσε Μάνα.
Των πραγμάτων η τάξη, το δίκιο, ζυγιάστηκαν.
Η Δίκη το δίκιο της πίσω το πήρε.
Όλα καλά….
Και στο Καλό, για την ώρα, πορεύονται.


https://prometheus-pyrforos.blogspot.gr/

https://hamomilaki.blogspot.gr/


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 5
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

hamomilaki.gr
 
annadrak
16-06-2016 @ 11:24
::up.:: ::up.::
Κων/νος Ντζ
16-06-2016 @ 12:35
::up.:: ::up.:: ::up.::
Μαυρομουστάκης
16-06-2016 @ 15:15
Καλησπέρα Χαμομηλάκι.
Δεν είμαι άξιος αφέψημα, εσέ να κρίνω
παρά μονάχα τη γραφή σου να συγκρίνω
έχω διαβάσει και πονήματα από άλλους
και ευθαρσώς μπορώ να είπω πως:
ανήκεις στους αστέρες τους μεγάλους
( και μάλιστα στους αυτόφωτους )

Χαίρομαι που σε ανακάλυψα.
Όσες δημιουργίες σου διάβασα, με μαγέψανε
και όταν τις ξαναδιάβασα τις λάτρεψα.
Ταπεινός θαυμαστής της γραφής και των γνώσεών σου!!!

ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΑΚΙ
16-06-2016 @ 16:27
Καλησπέρα σε όλους τους φίλους ::smile.::
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια ::love.::
rania.foka@yahoo.co.uk
16-06-2016 @ 16:31
::rock.:: ::rock.:: ::rock.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο