Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Η φλογέρα του ζητιάνου
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130303 Τραγούδια, 269350 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Η φλογέρα του ζητιάνου
 
Η συντέλεια του κόσμου έχει φτάσει από χθες το πρωί. Τίποτα πια δεν θυμίζει το χθες, τίποτα δε λογαριάζει το αύριο. Το πλιάτσικο των Οθωμανών έχει ήδη ξεκινήσει. Τρεις μέρες άδεια λεηλασίας τούς έδωσε ο σουλτάνος. Τρεις ολόκληρες μέρες θα κρατήσει αυτή η λαίλαπα! Και μετά; Ο ζητιάνος, κρυμμένος πίσω από κάτι χαλάσματα περιμένει υπομονετικά να φύγουν οι Τούρκοι από ’κείνο το μέρος και να πάνε παρακάτω.
Ζητιάνευε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Μικρό παιδάκι ήταν όταν ήρθε από τη Λήμνο. Δίχως γονείς, δίχως ρούχα, δίχως μοίρα. Έπεσε στα δίχτυα κάποιου παλιανθρώπου που μάζευε ορφανά και τα έβγαζε απ’ το πρωί ως το βράδυ στη ζητιανιά. Για αντάλλαγμα, τους παρείχε μια τρισάθλια στέγη κι ένα ξεροκόμματο. Κάποια στιγμή ο παλιάνθρωπος έμπλεξε σ’ έναν καυγά και σκοτώθηκε. Ο ζητιάνος, δεκατριάχρονος πλέον, απαλλάχτηκε από το βραχνά της εκμετάλλευσης κι έγινε ανεξάρτητος. Δεν ξέχασε την παλιά του τέχνη. Αλλά την εξέλιξε, μαθαίνοντας να παίζει φλογέρα. Του την είχε χαρίσει ένας συνομίληκός του, από τον ίδιο όμιλο εκμεταλλευόμενων παιδιών, σε αντάλλαγμα κάποιας εξυπηρέτησης. Γιατί ο ζητιάνος ήταν μεγάλος καπάτσος και διπλωμάτης! Ό,τι ήθελε κάποιος του το βρισκε, με το αζημίωτο βέβαια. Στην αρχή, έπαιζε κάνα-δυο φάλτσους σκοπούς, με τον καιρό όμως αγάπησε τρελά αυτό το όργανο. Έμαθε να παίζει τόσο καλά που έρχονταν απ’ όλη την Πόλη να τον ακούσουν! Έτσι, έγινε διάσημος.
Τριάντα χρόνια μετά, δεν είχε καμιά ανάγκη να ζητιανεύει. Είχε αποκτήσει σπίτι και αρκετά χρήματα που τα έκρυβε επιμελώς στα πιο απίθανα σημεία. Κάτι από τσιγκουνιά, κάτι από συνήθεια, παρέμεινε όμως κουρελής και βρωμιάρης παίζοντας κάθε μέρα τη φλογέρα του πότε ’δω, πότε ’κει. Τώρα τον πλήρωναν για να παίξει, ενώ πρώτα τον πλήρωναν από λύπηση. Τι σημασία είχε; Νομίσματα έπαιρνε είτε με τον ένα είτε με τον άλλον τρόπο. Κάθε βράδυ που γύρναγε κατάκοπος, περιποιούταν τη φλογέρα. Την καθάριζε, τη γυάλιζε κι έκανε μια σειρά από μικροσυντηρήσεις σαν ένα είδος ιεροτελεστίας που μόνο αυτός κι η φλογέρα γνώριζαν. Έπειτα, την έφερνε άλλοτε στο φως του φεγγαριού, άλλοτε στο φως κάποιου κεριού και την επεξεργαζόταν. Αν και γνώριζε με την αφή κάθε πτυχή, κάθε αυλακιά της, ήθελε να τη βλέπει. Πιο πολύ να βλέπει τα μικροσκοπικά γραμματάκια που ήταν χαραγμένα στο κάτω μέρος της και που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τί έλεγαν, επειδή γράμματα δεν ήξερε και φοβόταν να τα δείξει σε κάποιο γραμματιζούμενο, γιατί ήταν σίγουρος ότι η φλογέρα ανήκε κάποτε σε κάποιο σπουδαίο πρόσωπο. Επομένως, υπήρχε ο κίνδυνος ή να βρει τον μπελά του ή να του την κλέψουν!
Πριν ένα περίπου χρόνο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, έτυχε να περνάει από κάποιο συνοικιακό δρόμο όπου έδινε ρεσιτάλ ο ζητιάνος. Ακούγοντας τον εξαίσιο ήχο της φλογέρας, ο βασιλιάς έκανε νόημα στη συνοδεία του να σταματήσουν. Ξεπέζεψαν κι ο βασιλιάς τον πλησίασε. Ο ζητιάνος, τα ’χασε προς στιγμήν. Χαιρέτησε ταπεινά τον μεγαλειότατο και σύρθηκε σα φίδι, λοξοκοιτάζοντας μόνο τα κατακόκκινα σανδάλια του. Μετά, πήρε θάρρος από το επιτιμητικό «Παίξε!» του βασιλιά που τον προέτρεψε να συνεχίσει και άρχισε να παίζει, δίνοντας τον καλύτερό του εαυτό. Πράγματι, ήταν ένα παίξιμο τέλειο. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε παίξει έτσι. Ήταν για τον βασιλιά! Κι εκείνος, ευχαριστημένος από τη μουσική του ζητιάνου, του έδωσε ένα πουγκί γεμάτο ασημένιους υπέρπυρους. Ο ζητιάνος, φίλησε το δαχτυλίδι στο χέρι που του έτεινε ο Κωνσταντίνος, πράγμα το οποίο ήταν από μόνο του ύψιστη τιμή και φύλαξε για πάντα στον κόρφο του το μεταξωτό πουγκί με τα νομίσματα. «Μου το έδωσε ο ίδιος ο Βασιλιάς!» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του κάθε φορά που ψηλάφιζε το πολύτιμο περιεχόμενο απ’ το πουγκί.
Τώρα, ύστερα απ’ όλη αυτή τη φασαρία, τριγυρνώντας μες στα χαλάσματα της άλλοτε κραταιότερης πόλης του κόσμου, φοβόταν πως κάθε στιγμή οι Τούρκοι μπορούσαν να του πάρουν έτσι για πλάκα το κεφάλι. Κρατούσε ακόμα το αχώριστο πουγκί του, είχε χάσει όμως κάτι πολυτιμότερο. Τη φλογέρα του! Την είχε χάσει από χθες έξω απ’ την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, όταν άρχισαν να μπαίνουν οι Τούρκοι στην Πόλη. Είχε προκληθεί μεγάλος πανικός καθώς υπήρχε πολύς κόσμος συγκεντρωμένος εκεί και ο ένας πατούσε κυριολεκτικά τον άλλον. Αποφεύγοντας με μεγάλη δυσκολία το ποδοπάτημα, έψαξε τον κόρφο του. Βρήκε το πουγκί, η φλογέρα όμως είχε κάνει φτερά. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω γιατί οι Τούρκοι είχαν φτάσει έξω απ’ την εκκλησιά και κατέσφαζαν τον κόσμο. Πήγε κάπου κοντά και κρύφτηκε έως ότου ξημερώσει, να δει τι θα απογίνει.
Δεν είχε φέξει ακόμα καλά-καλά κι ο ζητιάνος πλησίαζε με χίλιες-δυο προφυλάξεις την Αγία Θεοδοσία. Ο σουλτάνος, είχε δώσει διαταγή να εγκατασταθούν φρουρές έξω από κάθε σημαντική εκκλησία γιατί οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν αρχίσει να πυρπολούν τα πάντα. Η λεηλασία επιτρεπόταν, η πυρπόληση όμως των εκκλησιών όχι. Έτσι, ο ζητιάνος μην μπορώντας να πλησιάσει και να ψάξει για τη φλογέρα του, παρέμενε απλώς θεατής, χωμένος μέσα σ’ ένα σωρό από νεκρούς, αποκεφαλισμένους Ρωμιούς στρατιώτες. Του έκανε εντύπωση η φορεσιά τους. Δεν θύμιζε φορεσιές απλών στρατιωτών, τούτες εδώ ήταν πιο περιποιημένες, πιο αριστοκρατικές, παρόλο που ήταν μες στο αίμα και τη λάσπη. Μεγαλύτερη εντύπωση του έκανε ένα σώμα με κόκκινα σανδάλια και χρυσούς δικέφαλους αητούς κεντημένους, κάτι του θύμιζε, αλλά το μυαλό του ήταν πώς να σωθεί τώρα!
Ξαφνικά, ένα απόσπασμα Τούρκων άρχισε να έρχεται προς το μέρος του. Κέρωσε από φόβο. Όπως-όπως χώθηκε ανάμεσα στα πτώματα, πασαλείφτηκε με τα ξεραμένα αίματα και τις λάσπες κι έκανε τον ψόφιο κοριό, μένοντας ακίνητος και περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να τον ανακαλύψουν. Οι Τούρκοι, αδιαφορώντας για τον ίδιο και τους άλλους, σήκωσαν το ακέφαλο σώμα με τους δικέφαλους αητούς στα σανδάλια, το ξέπλυναν με μπόλικο νερό που είχαν μέσα σε κουβάδες και το πήγαν κατευθείαν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας.
Ένας γνώριμος ήχος ακούστηκε λίγο παραπέρα. Δεν είναι δυνατόν! Η φλογέρα του! Κάποιος παίζει τη φλογέρα του ή μάλλον κάποιος φυσά τη φλογέρα του κι αυτή, βγάζει άναρθρες, φάλτσες κραυγές, σκούζει.
Σηκώνει αργά-αργά το κεφάλι προς τα ’κει που ακούγεται ο ήχος. Ένας νεαρός γενίτσαρος -γύρω στα είκοσι- κρατά τη φλογέρα και προσπαθεί να παίξει. Όμως, τον βλέπει και σταματά. Του μιλάει στα Ελληνικά:
«Έλα εδώ εσύ. Από πού ξεφύτρωσες;»
Τρέμει. Ο Τούρκος τον πλησιάζει κραδαίνοντας το γιαταγάνι του. Ο ζητιάνος σχεδόν λιποθυμά απ’ το φόβο, ανήμπορος να ψελλίσει μια κουβέντα.
«Πες μου από πού ξεφύτρωσες γκιαούρη;» ξαναρωτά ο γενίτσαρος.
«Εγώ αφέντη μου….είμαι ένας φτωχός ζητιάνος…»
«Και τι ζητάς εδώ πέρα ανάμεσα σ’ αυτούς τους σκοτωμένους;»
«Έχω χάσει τη φλογέρα μου αφέντη…»
Ο Τούρκος γελάει δυνατά.
«Μη μου πεις ότι είναι αυτή εδώ!» και του δείχνει τη φλογέρα.
«Αυτή είναι αφέντη μου».
«Λες ψέματα!» ουρλιάζει, δίνοντάς του ταυτόχρονα ένα δυνατό μπάτσο.
Ο ζητιάνος βάζει τα χέρια του γύρω απ’ το πρόσωπο κι αρχίζει να κλαψουρίζει…
«Δε λέω ψέματα αφέντη μου, δικιά μου είναι…»
«Αφού είναι δικιά σου παίξε!» και του δίνει τη φλογέρα, σίγουρος πως τον κοροϊδεύει κι έτοιμος να σηκώσει τη χατζάρα του για να ξεμπερδεύει μια και καλή μ’ αυτόν τον απίστευτο κουρελή. Εκείνος, με τρεμάμενα χέρια πιάνει τη φλογέρα και παίζει, παίζει ασταμάτητα.
Ο Τούρκος τον ακούει μαγεμένος. «Είναι σίγουρα δικιά του. Δεν έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο!» σκέφτεται και του λέει: «Τι θα μου δώσεις γκιαούρη για τούτο το μαραφέτι; Πρέπει να δώσεις κάτι, αλλιώς δεν έχει τίποτα!»
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο ζητιάνος βγάζει το πουγκί με τα ασημένια νομίσματα απ’ τον κόρφο του και του τα δίνει. Ο Τούρκος, ανοίγει το πουγκί, αραδιάζει τα νομίσματα στη χούφτα του, ευχαριστιέται μ’ αυτό το απρόσμενο και πλούσιο μπαχτσίσι και του δίνει τη φλογέρα, λέγοντας:
«Εξαφανίσου τώρα από ’δω μη σου πάρω το κεφάλι!»
«Εξαφανίζομαι αφέντη μου» λέει ο ζητιάνος τρέχοντας.
Έχει ήδη χωθεί σε μια συστάδα δέντρων, λαχανιασμένος, κρατώντας σφιχτά σαν ερωμένη τη φλογέρα του, όταν άξαφνα θυμάται το ακέφαλο σώμα με τους χρυσαφένιους δικέφαλους αητούς στα κόκκινα σανδάλια. «Ο Βασιλιάς!….» Έσφιξε στον κόρφο του τη φλογέρα. Κι εκείνη σαν μαγεμένη, άρχισε να παίζει από μόνη της έναν ανατριχιαστικό, πένθιμο σκοπό που δεν τον άκουγε κανείς άλλος εκτός από τον ζητιάνο. Ύστερα σιώπησε για πάντα…..



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Διηγήματα
      Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

αυγουστης
 
Αγιοβλασιτης
14-05-2019 @ 16:01
..φοβερή η ιστορία σου Αυγουστή..
Ποιός ξέρει. ...
Πάλι με χρόνια με καιρούς. .. ::theos.::
iokasth
14-05-2019 @ 21:36
Ναι, Φ ο β ε ρ ή ιστορία..
Εικόνες φρίκης, λεηλασίας, και βαρβαρότητας..
Συμφωνώ με Αγιοβλασιτη.
Ίσως Πάλι με χρόνια.....
ΝεφΕλλη.
πανσελινος
14-05-2019 @ 22:37
Εξαιρετικό κείμενο!

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο