Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Του Ποιητή
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130337 Τραγούδια, 269362 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Του Ποιητή
 
2013

Ω! Μοίρα τραγική του ποιητή,να χάνει κάθε τόσο τη γραφίδα της ζωής
- τη θέληση - να φθίνει και να σπάζει και πριν η έμπνευση ν'αφυπνιστεί,να σβή-
νει της ελπίδας η συντροφιά,η παρήγορη,δίχως να προφθάνει,όσα θα ήθελε να
δύναται και να μπορεί και απομένει ό,τι απομένει,το γήρας,πριν να επέλθει ολο-
σχερής η έξοδος,η κακοτράχαλη και τερματίζει ο δρομέας στη γραμμή...δίχως η
έμπνευση ν'αφυπνιστεί.
Αποδημητικό,ακατάδεχτο πουλί,π'αλλάζεις τόπο κάθε εποχή κι αλλού πετάς
κι αλλού φωτάς,πυγολαμπίδα - σκέψη της ψυχής και της καρδιάς,ποιό άραγες
παιγνίδι της ειμαρμένης,θωπευτικά σ'αφήνει να κυλάς μέσα στου μετρημένου
χρόνου μου τη δίνη,καθώς τριγύρα σου τυλίγεται η ζωή- αξιόμαχη να κρατηθεί -
χίμαιρα όσο κι απτή,του νου κουλουριασμένο φίδι.
Ζωή - κάποτε μνήμη οδυνηρή - κουβάρι γίνεται που αγκυλώνει και αντιστέκεται
στις τροχαλίες του παρελθόντος κι ανάστημα αναμετρά με δράκους και με ξωτικά
κι άλλοτε ρίχνεται κι άπλετα ξεχύνεται και ξεδιπλώνει,παρεισφρύοντας ορμητικά,
ανυπόμονο στου Δαίδαλου το σύμπαν,σαν λαβυρίνθου νήμα,βραχύ,στριφνό μου,
τέτοιο που μήποτε να φθάνει,μα ας γενεί,'γώ θέ,να το ευχηθώ,γνώση-λυχνάρι
ωσάν της Αριάδνης ζήλος,έρως φλογερός - ανθρώπινη εμμονή - σε σύζευξη
αιώνιου με φθαρτό,νά βρει απ'τον αδιέξοδο λαβύρινθο,πολύπλοκο οικοδόμημα
και λογισμό - Σοφία,του Μέγα Γεωμέτρη - δυσκολονόητο όσο κι απλό...αν μιά
φορά τη μέγα αλήθεια καταλάβεις - την έξοδο η ψυχή - το ωραίο παλικάρι -.
Κι εσύ,ακόμη...είσοδο αναζητάς στον κόσμο να εισέλθεις και να πας,ενώ σαν πολιορκημένοι,
εξορμίζουν οι τυραγνισμένοι και συγκατάθεση για αποχώρηση να τους αποδωθεί,γυρεύουν απο-
φασισμένοι!
Κι εσύ,ακόμη...ενώ γεννήθηκες σε ατελεύτητα αστέρια 'Πρύμνη,'Ιστία' κι 'Αετός,'στου νότιου
ημισφαίριου τη βασιλεία,'Κόμη της Βερενίκης,' 'Πήγασος' κι 'Αστέρας Πολικός,'στο βόρειο βασί-
λειο της σφαίρας,..ως πρόρρηση να λές,είναι ωραίο ν'αγαπάς το άπειρο για ερωμένη,...ενώ στη γη,
νύφη το πεπρωμένο σου γυρεύεις και σένα να σ'αλέσει ο τροχός,σαν στολιστείς γαμπρός,στην
ένωση του πήλινου του βίου κι ύστερα να διασπαρείς απόρριγμα σκόνης κι αστρόφεγγο τάχα
της νύχτας φως,στης ανθρωπότητας το φτωχικό,...το μεγαλείο.
... Σκέψου λοιπόν,πριν να προβείς σε κίνηση ακάθεκτη ζωής,απηνή,σε σύζευξη εμμονής αιώνιου
με φθαρτό,σε πράξη εγκλωβισμού της ύπαρξης της άφθαρτης (μέσα)σε σάρκα περατή κι αθέλη-
τα παντοτινά σφραγίσεις της τύχης σου το ερμάρι και σε γη από μοίρα αίδια ορφανή,που ο χρό-
νος το γέννημά της απ'ολούθε κοσκινίζει,απ'ότι ζωντανό - μονάχα λίγα άνθη και λιγνή φωτίτσα
κανδήλας ταπεινής,παράδιπλα αφημένη,σε πλάκα που κυκλώνει σάρκα παγερή και τη γεννά
κουφάρι,για θρέμματα βαρύισκιωτα του Άδη - μάρμαρη κλίνη σου προβάλλει,αιώνιο μνήμα,
άνθρωπε στοχάσου,στο μάταιο που ευαρεστείσαι,εσύ ο περαστικός στα πρόσκαιρα του μυστη-
ρίου του βίου,του περιπόθητου,πριν γένει ο κόσμος σου ο μικρός,βορά και απαράβατη ειρκτή
θανάτου,μοναχά λογίσου...για γάμο είχε κινησει ο χορός,για τη γιορτή της ζήσης!


Γιά κλάψε λίγο θάλασσα και σύ ποτάμι βύθιο κι όποιου αναζητά και βλέπει ο οφθαλμός
της σάρκας του αλήθεια,δίχως κανέναν πόνο να λογιάσει,γιατί η αλήθεια σαν δηλητήριο
κεντρίζει την καρδιά,όταν αρχόντισσα επιστρέφει και κυρά και απαιτεί να την καλοδεχτούν,...
μα της αρνούνται επίμονα και τη χαρά και την τιμή,στον τόπο της να διαβεί και να ριζώσει
και τότε αναθαρρεύει αγριεμένη και διεκδικεί - με όποιο τρόπο - τα στερημένα βίαια δικαιώ-
ματά της - κεντρίζοντας σαν σφήγκα συνείδηση και σκέψη,για να τα ξεμαγέψει απ' τον βαθύ
τους ύπνο,της σιωπής και της αναλγησιάς.
Άκου λοιπόν,'σύ που όλα τα αφουγκράζεσαι και τα ταξιδεύεις και στα έμορφα ακρογιάλια
ξαγρυπνάς της γης - πότε ήρεμη και πότε θεριεμένη - και τις φουρτούνες της ζωής ξεβράζεις
και σύ ποτάμι ορμητικό,που δίνεις πιόμα τον εαυτό σου,καθώς κυλάς απ'την πηγή τον γλυ-
κασμό σου και σμίγεις το ηδύ με τ'αλμυρό,σε δρόμους μυστικούς και φανερούς σ'όλα τα
μήκη και τα πλάτη - απέραντα - κι ενώνεσαι με τ'άπειρα ποτάμια του κόσμου του θνητού,
στο ρέμα του νερού που ξεδιπλώνεις,...ας λάμψει η αλήθεια όλη - μιά φορά - του νου και
της ψυχής κι ...ας πιούν όλοι όσοι διψούν - τη δύναμή της -...για γάμο είχε κινήσει ο χορός,
μα ο τροχός της μοίρας,απρόσμενα,ανάποδα όλα τα γύρισε.
Ω! Μαύρος που είναι ο καιρός! Τα μαύρα του Θησέα ύψωσε πανιά,καθώς κινούσε του
Αιγέα,λαχταρώντας την πατρική του αγκαλιά και σαν τριήρης τρέχει στο πέλαο του χρόνου,
στου μαύρου του,την επιστροφή ορίζοντα,το ριζικό - στη συμφορά - στης ειμαρμένης του 'Αδη
τ'άγνωστα και μέλανα νερά να τ'ανταμώσει,νομίζοντας αγκάλι νά βρει ζωντανού και ξακουσμέ-
νου βασιλιά,στο γονε ι κό παλάτι: --- Πώς το λησμόνησες στο ιστίο σου ψηλά χρώμα ν'αλλάξεις ;
Άραγες το γνωρίζει,πως βιάζεται ν'απαντήσει τύμβο νεκρικό ; Αλίμονο,ο 'Θρίαμβος'της 'Νίκης,'
σαν τη μητέρα του την πτερωτή θεά,που απ'τον κρατήρα της,τον οίνο το μεθυστικό,τον άκρατο
της έξαρσης σκορπά(ει) - δίχως τα ψήγματα της φρόνησης,για να τον αραιώσει και να αποτρέ-
ψει το μεθοκόπι της άλογης και υπέρμετρης ευδαιμονίας,που φέρνει η υπερίσχυση στον νικητή,
ενάντια του εχθρού στον πόλεμο της μάχης,την ώρα που τις αθλοφόρες δάφνες του μετρά -
το λογισμό του είχε σκοτίσει και δε λογάριασε μέσα στη φλογινή του βιάση,το πιο σημαντικό,
μ'άλλο πανί ν'αρμενίσει...
Θεία δίκη,ή μήπως η κατάρα μιάς προδομένης Αριάδνης ; Τούτο το έρμο σπίτι,κάποτε ήτανε
λευκό - απ' τη χαρά - της είχε τάξει νύφη να την επάρει,τάχα να παίζουν με τη δυστυχία μας,οι
θεοί,της βούλησης και της ισχύς τους αθύρματα,οι δύσμοιροι θνητοί,ενώ απάνω στο καλοκα-
μωμένο, ακλόνητο θρονί τους - οι ίδιοι - μιλούν για ηρωισμό,αυταπάρνηση,τιμή κι αγάπη !
...Κι ήταν τότες ακόμη αρχή,ακινητούσε εγκλωβισμένος ο τροχός,σ'αγκάλιασμα σφιχτό,
μιά ολόλευκη αυγή λουσμένη με (από) ιλάριο φως,που σπέρνει ο έρωτας στα μάτια και τού-
τος φτερωμένος και θε ι κός και μπροστά του απλωμένη θάλασσα γαλάζια - το μέλλον -
παφλάζοντας τις αμοιβαίες υποσχέσεις εραστών,'για πάντα,' 'τίποτα κι ανάμεσα σε μας,κανείς,'
ούτε οι σκόπελοι οι αιχμηροί του πεπρωμένου - πόσοι συντρίφθησαν εκεί ανήμπορα καράβια -
ούτε η δύναμη των εχτρών κι έσμιγε νοερά με μυρωμένο δείλι,χρυσαφί της Μεσογείου,τρυφερά,
Δάφνις και Χλόη, αγκάλιασμα ερωτικό,μιάς νέας μ'έναν νιό,...μα το ζηλέψαν άνθρωποι δόλιοι,
κι οι μοίρες-θύελλες που αφανίζουν,θύτες που θύουν κι ανατρέπουν το καλό και κάνουν θρήνο
τη χαρά και το χαμόγελο λυγμό και την ψιχάλα υετό και καταιγίδα,την ευτυχία στις περαστικές
θνητές ζωές,παντοτινό,αιώνιο κα υ μό και οι θεοί - δυνάστες,του πάνου κόσμου οι εξουσίες κι οι
αρχές,οι κοσμικοί εξουσιαστές,όταν τη δανεισμένη απ'το χρόνο εξουσία καταχρώνται,αγνώμονες
για το προνόμιο χρυσάφι,καθώς τους όρισαν επιβλέποντες να διαφεντεύουν,οι Ώρες, μετρημένες
για αθάνατους και εφήμερους ανθρώπους - το ίδιο - κι οι Μοίρες-αφέντρες,που τον καρπό της
λησμονιάς δεν αγαπούν και κάποτε σκληρά ανταποδίδουν - το έγκλημα και τ'άδικο - σε όσους
που από σάρκα γεννημένοι, κι όλο μαζί το μάτι του κακού, θαρρώ πως λέγεται κυκλώνας,για
μήπως τάχατες Πολύφημος,ο γιος του Ποσειδώνα ;
Άγριος,αδηφάγος,αδυσώπητος,τίποτα δε νογάει, έξων της τέρψης των ταπεινών της χόρ-
τασης ενστίκτων του, της ευχαρίστησής του, με τέτοιους,δόλια πρέπει να συνδιαλέγεται
κανείς και να τους ξεγελά(ει), άνποτες στη στράτα του απάνω τους ανταμώσει - τέρατα
δύσμορφα,σε πνεύμα και ψυχή - ...Και του Οδυσσέα ,τον πολυμήχανο τον νου - αμέθυστο
ακριβό - με εγκράτεια σοφού στο ξαφνικό,με την πολύστροφη τη σκέψη,τους χαρακτήρες
των ανθρώπων έγκαιρα να διακρίνει - οξυδερκής και προνοητικός κι αναλόγως στον καθεί
να αποδίδει,τα έργα και τους τρόπους,μα πάντα ευθύς στο μέσα της ψυχής,με διαύγεια να τι-
θασσεύει και τα χαλάσματα και τα θεμέλια του βίου,της ύπαρξής του,με σύνεση νηφάλια
να στοχεύει στο σκοπό,δίχως να εγκαταλείπει έρμαιο το πιστεύω και το πρέπει,το ίδιο
ισάξια σε ευφροσύνη και σε θλίψη,πές μου,πού νά βρω,στης γλισχρής μου νόησης τ'αθλίο
μονοπάτι,τέτοιο λίθο πολύτιμο ;
Με ποιά οινοποσία του μυαλού,γλυκού,ολόγιομου καρπού,γλυκόπιοτο να παράξω
οίνο (που),να ρέει αβίαστα με χάρη,να αποκοιμίσω τη δολιότητα,την κτηνωδία του εχτρού,
γαλήνια θωπεία,στα βλεφαρά του νάρκη,έως ότου τον τυφλώσω ολοσχερώς,με σκαλισμέ-
νο επίμονα στερρά,δίχως απελπισιά,οξύακμο κοντάρι,από της ευφυίας και της αντοχής
- σύζευξη ιδανική - σώματος,ψυχής,όπως σε πόλεμο ορατό κι αόρατο,τη δίκοπη λεπίδα,
το διάβα και τη διαδρομή να μη μου φράζει,φραγή στην έξοδο,της γλυκοπόθητης επιστρο-
φής,στη δική μου υπέροχη Ιθάκη,από το καθεστός του άντρου και του τρόμου.
Μέσα στο σπήλαιο το υγρό η μοναξιά σε περονιάζει,στο πλάι του φόβου,μοναχικός ο
δρόμος μου τραχύς,ούτε συντρόφους νά'χω,σε μοίρα γης αίδια ορφανής,βορά στη Χάρυβδη,
στη Σκύλλα και στην άλκιμη του άγριου πεπρωμένου μάχη κι η σχεδία μου καταποντισμένη,
στο ανταριασμένο χάθηκε νερό,κάποτε αρμένιζε γοργόπετο,περήφανο ιστιοφόρο,στα κατα-
γάλανα και στ'ανοιχτά,σκαρί που πελεκήθηκε με περισσή φροντίδα,από τεχνίτες - μάστορες,
ό,τι υψηλόφρονα τον νου στον άνθρωπο στεριώνει,τάχα ν'αντέχει,άλλη μιά υπόσχεση-ψευ
δαίσθηση που δεν κρατήθηκε γερά - η απαξίωση της δυνατότητας - απ'όσους ανέβγαλτους
στην τρίβη του πολέμου,στο πεδίο της κοιλάδας του βίου,που συναχτήκαν γύπες κι αετοί,
οι αντίπαλοι στρατοί,δώθηκε αφρονιμάτιστα,με φευγαλέο ενθουσιασμό,σπορά κι αυτή από
των λωτοφάγων το νησί - πρόθυμη η ψυχή,μ'αδύναμη η σάρκα - κι ας ήθελαν,δεν το μπο-
ρούσαν,να προσεγγίσουν στην ακτή,έπλεαν αντίθετα,σε κάθε ούριο άνεμο ενάντιοι...
Και κοίτα με τώρα ζωή και μοίρα-μνήμα,από τα πόσα σου καπρίτσια,βαυκαλισμένος στο
βαθύισκιωτο πυθμένα,αλυσοδέσμιος να πνιγώ,δίχως ανάστημα,δίχως πνοή,μονόφθαλμος
ο γιός σου,Ποσειδώνα,μα...εγώ στέκω τυφλός,σπονδή οινοποσίας,μου ζητήθηκε να γένει
ο ίδιος ο εαυτός...
Και στέργω να ρωτήσω,να επικαλεσθώ,μα ποιόν ή τί ; Η θάλασσα πανίσχυρη αφουγκρά-
ζεται...και ασυγκίνητη,σοφά από απόσταση θωρεί - σαν δύναμη αρχέγονης αξίας - . Κρύβει
σ'απέραντο ωκεανό,της λύτρωσης το μυστικό και δε σπλαχνίζεται τα μάταια έργα και τη
μωρία των κτιστών δημιουργημάτων,γιατί μ'ανθρώπους να μιλεί ; Καθώς αιώνες πριν οι
ίδιοι γεννηθούν και διουν το φως,αυτή στέκει πάνω απ'ανθρώπους και πώς συνόμιλη αυτή,
πνεύμα Θεού - από το λίκνο της ακόμη - να οικτήρει τέκνα της φθοράς,που υπνούν βαθιά σε
λυκαυγές Αβύσσου ;
Και ποιόν και τί ;...Και στέργω εσένα και ρωτώ μικρό πετούμενο πουλί του θόλου του ουρά-
νιου και τ'αψηλού,τ'απάτητου και του γαλάζου,που απ'έκει οράς τα άγραφτα και τα γραφτά
και ξαστεριές ανθρώπινες,όταν των θνητών εφήμερα αναγαλιάζουν οι ψυχές,στα εφήμερα
σώματά τους,πάνω στη γη,μα και τις λύπες των δακρύων,που λίμνες σταλάζουν πόνου κι
οδύνης - αμέτρητα -. Αν τα μαζώξω,θωρώ και 'γώ πως όλη την οικουμένη μπορώ σ'έναν
ωκεανό να ζώσω,με νοητό σκοινί-σταυρό,Δύση,Βορρά,Ανατολή και Νότο,σύγνορα αρχαία π'
Άγγελοι τα φυλάνε κόσμου απαρχής με σθένος-λόγο Θείας εντολής,μ'αυτό το μάζωγμα κι η
άθροιση της συμφοράς και του κακού,είναι έργο άλλης φύσης νού,δαίμονα ολέθρου και
αιώνιου ζόφου κι η δυστυχία από σιμά,προσμετρημένος συγγενής,έλποντας τα χείριστα σε
τέτοιο σπιτικό,στημένη από νωρίς για...τη γιορτή,άθλια να γελά,χαρίζοντας αυτάρεσκη γέλο-
τα,ενδελεχή,ασίγαστο,του αδήμονα θηριοδαμαστή θανάτου.
Ακρίτης που φυλάγει της θανής το μέγα σύνορο,μονάχα αυτός πύλες χαλύβδινες να ανοι-
γοκλείνει ερμητικά με χέρι τρομερό και να στοιβάζει κελύφη τ'άδεια σώματα,κορμούς κεκοι-
μημένων με το ποτάμι του να κατεβάζει,από το δάσος της ανθρωπότητας - κατάφωρο -
αδιάκοπο θανάτου πήγαινε-έλα,μέχρι να τους ξυπνήσει πάλι - σκιές - στην όχθη του σκο-
τεινού αντιπέρα και ασυγκράτητος με μένος πάθους πολεμικό,κραδαίνοντας προετοιμάζει,
το φοβερό μαστίγιό του - πολύαιχμο,πολυπλόκαμο - για να κυριαρχήσει στη ζωή που προσ-
φωνεί με κακεντρέχεια ανυπόταχτο θεριό κι η δυστυχία πάνωθε να πατήσει και να περάσει
αθλόφορη,στητή με τέρψη,για αυτήν ο κάθε πόνος ευτυχία,κάθε οδύνη μιά υποσχόμενη
δυνητικά Πανδώρα,σαν άλλη Εύα πρωτόπλαστη,απ'τη χαμένη για τους ανθρώπους,πολιτεία
του επίγειου παραδείσου,που η άκρατη περιέργειά της,της βούλησής της η απειθαρχία κι η
άμετρη άγνοιά της,που δεν πρόλαβε στο χαρισμένο χρόνο της προσπάθειας-δοκιμασίας,λόγω
ανυπακοής,λόγω εγωισμού κι υπερηφάνειας; Να πιστώσει και να σοδιάσει γνώση τον καλό
καρπό της αρετής,γεννούν καταστροφή στο γένος που ακόμη υπνώνει κι όμως θαρρεί πως
είναι ξυπνητό,θαρρεί πως βλέπει,μα μόνον κοιτάζει και δε διακρίνει,πως αγροικά,μα ο ήχος
εμμένει,ήχος δυσνόητος και σιωπηρός,ναι για το γένος το ανθρώπινο,σας κάνω ξένον λόγο
- λόγο ασυνήθιστο - για λόγο πικρό ;
Κι ηθελημένα με περιφρόνηση οργής,στρέφω σ'άλλη κατεύθυνση τη βλέψη φλογισμένη,
από την κακοπάθηση της σάρκας και την άμπωτη της διάνοιας,ας αναμένεις θάνατε αδημονώ-
ντας - της ύπαρξης και της σάρκας αχθοφόρε - όπως το όρισαν οι μετρημένες 'Ωρες ' και οι
'Αφέντρες- Μοίρες,'που δεν αγαπούν της λησμοσύνης τον καρπό και κάποτε σκληρά ανταποδί-
δουν,ανάμενε ως το ύστατο χαίρε,μα όχι πριν ! Βαρκάρης όσο βρίσκομαι και ΄γώ για σε,στον
πάνω κόσμο και λάμνω αντίθετα από του κάτου κόσμου το παλάτι,πασχίζοντας να σε ταυρώ
μακριά απ'την Αχερουσία,σαν να ξαρχίζω με απόφαση μεγάλη,ισχύς δικής μου,βρέφος από
μήτρα πάλι - άθιχτος και καθάριος - σαν να διαρκώ κι έχω χάρη-άφεση απο τον Άδη και μεγαλό-
στομα πύρα και λάβρα ξεστομίζω,μέσα από μάνητα αχαλίνωτη και μιά μικρή στιγμή σε λησμονώ,
δόλιε,Φόβε,εχτρέ και λέγω στο ζοφερό αδερφό σου,ας αναμένεις θάνατε-βαρκάρη και Ακρίτα,
που υλοτομείς με ακατάβλητο δρεπάνι τη ζωή στης ανθρωπότητας τις σάρκινες τις λόχμες,όσο
'γώ θε να μιλώ,δέσμιος καθώς είσαι,από τις Ώρες,μετρημένες και τις Μοίρες αδυσώπητες,που
διαφεντεύει ο Θεός κι όχι ο Άδης,ως να λυθείς από το χέρι Του που άρχει τις αβύσσους και
πάνωθέ μου μανιασμένος ξεχυθείς και στον Αχέροντα με σύρεις κτήμα σου,με αψίκορο κουπί,
γοργό,μα έως ότου σου δωθώ κορμί σκληρό και άκαμπτο,απόλεμο και συλημένο - παιάνας σου-
και Κέρβερου επινίκειος,θριάμβου αλυχτισμός,θέ να μ'ακούς από σιμά περνώντας,οχληρά να
ανασαίνω - λαχταρώντας ζωή,πνοή και φως - εμπαιχτικά να προσπερνώ τις ρωμαλέες κώπες
σου - ποτέ να μη με φτάνεις - αγέρωχα με πρόσταγμα θεικό,με θεική εντολή δεν καταλύεται
ακόμη η ζωή,σε τάφο συνεχίζει μεγαλόπρεπη,όπως η ίδια μόνον γνωρίζει - ορμέμφυτο - και
δύναμαι να παροξύνω τον εχτρό με ξένη ισχύ,η οργή της περιφρόνησής μου ανεμπόδιστη να
φανερωθεί,ωστόσο μέσα μου σαν εξαχνώσει η ελάχιστη στιγμή επίτακτου,θάρρους τυφλού,
το κερδος της κι ανάμιχτοι παρέλθουν οι υδρατμοί,απέλπιδου και γενναιόφρονου θυμού,σε
Χίμαιρα μετουσιωμένοι,η μνήμη με περισσή περίσκεψη στο νου εφορμίζει πλήμμη κι η θύμη-
ση στον οίκο του μυαλού επίπονη,επίμονα επιστρέφει και τότες ενθυμούμαι,κατέχω,γνώστης
πια κι αναγνωρίζω ήδη,το κύρος της επιβολής της επιτύμβιας πλάκας σου,άχρονε υλοτόμε,
συνθλιπτικό,εφήμερος ΄γω καθώς,για πόσο ν'αποφεύγω,μα ας μένει έστω ένας λόγος ύστερος,
αθάνατος,όσο ταχύπνοη ακόμη η σκέψη μου προφταίνει,πριν σου αφεθώ σώμα βαρύ,χώμα,
οστά και θλίψη.
Μάθε όμως και συ κάτι από στόμα ανθρώπινο κι ας μέλλει από τη σάρκινη ουσία του να
βιώσει λήξη και σαν ήλιος πρόωρα σβηστός,παντοτινά να δύσει,σε θύρες ερμητικές χαλύβδι-
νες,άκριτε χάρε,λαμνοκόπε,κάποτε θα δικασθείς μπροστά σε θρόνο προετοιμασμένο από
καιρό,να κρίνει θάνατο και Άβυσσο - εσένα - .
Και στέργω αλλούθε να μιλώ και λόγο,χάδι εαρινό κι απόκριση παραμυθίας αναζητώ,το
δηλητήριο να ταγγίσω,που την ουσία λιγοστεύει κι αναλίσκει δίχως καθαρμό και στέργω
αλλούθε να μιλώ,μα με ποιόν ή τί ; Η θάλασσα πανίσχυρη από απόσταση θωρεί άφοβη κι
ασυγκίνητη στέκει μπρος μου και τείνει απέραντη σιωπή σ'εναγκαλισμό σμιχτά με το στερέω-
μα αψηλά,σε κύκλου την τροχιά,ορίζοντα αχνόφωτου. Και ποιον και τί ; Και στέργω να μιλώ
με σε μικρό πετούμενο του θόλου,που καταδεκτικό στα νεύματα της έκκλησής μου, μ'αποκρί-
νεσαι ευγενικό.
Αηδόνι που γλυκόλαλο μου άδεις και στέκεσαι κρυμμένο μέσα σε φυλλωσιά πυκνή,το
ταπεινό σου της θωριάς να μη φανερωθεί κι ο κόσμος πικραθεί και σε ξεγράψει,πριν ν'
ακουσθεί η θεική φωνή σου,ευδόκησε μιά όμορφη στροφή,εμπνευσμένη,άνοιξης κλαδί που
θάλλει,ευωδίας κρουνός,ανθός μοσχοβολιάς από νεράτζι,απ'την Κλειώ,την Ερατώ,τη Θάλεια,
την Πολύμνια,τη Μελπομένη,την Ευτέρπη,της Μνημοσύνης και του Δία τον καρπό - του κρα
ταιού,κυρίαρχο του ορμέμφυτου,του νου - Κεραύνιος που εγείρει νεφέλες και βροντές και
σύγνεφα συνάζει επί των άκρων των ορέων και των ουράνιων αιθέρων και της Καλλιόπης,
εξέχον τέκνο τους,της επικής,της πολυαγαπημένης των μεγαλύτερων, των ποιητών και της
τέχνης της ποιητικής δραματουργίας.
Πώς έργα πάνθεων εξόρμησαν στο φως από τη στενωπό της νόησης,του διάβα λογισμών
και στοχασμών τις Συμπληγάδες ; Όμοια η γέννηση ομβριμόπατρης πολιάς,Παλλάδας,σείοντας
και με κρότο,αντήχησμα φοβερό,γέννα που ξαρματώνει τα όπλα της ειρηνικά με σεβασμό,στους
πρόποδες και στα ριζά της οικουμένης κι ήδη πορεύεται μέσα στο ρου της ιστορίας μα και της
ρύμης της αχάρακτης με τριζοβόλημα που αχνά προβάλλει - φέγγει - να οικοδομηθεί μελλοντικά
πολιτισμός,βίος πνευματικός και επιτεύγματα,με δώρο,κληροδότημα σοφίας,από πνεύμα αρχαίο.
Κι ο γιος του Υπερίωνα παρών,ανάμεσα στους άλλους αθανάτους,σταμάτησε τότε το φλογο-
φόρο άρμα του στο απόγειο του στερεώματος,έκθαμβος να θαυμάσει πως ανατέλλει σαν νοητή
ακτίνα λάμψης,ηλιόχαρη η σκέψη των ανθρώπων,μέσα από σύνθρονο σκότος - της βιωτής και
της ύπαρξης δεινά - όταν πλεονάζει η Θεία Χάρη,νέμοντας φλόγινες άκτιστες ριπές και πυρ
ενέργειας θεικής - χαρίσματα και αρετές - στων περατών βροτών τη φύση.
...Κι εσύ μικρό πετούμενο του θόλου,ευδόκησε μιά μόνη φράση,ονειρική,σε ποιήμα σμιλεμένη,
σ'ανάγλυφο μωσαικό ζωής,να καλυφθεί κι εμέ της ταπεινής γυμνότητάς μου η μορφή,πριν η φωνή
μου σβήσει στου Πλούτωνα του φθονερού τη βασιλεία,ηχώ αιώνια λησμονημένη,να την εγνέσω
αρχή,να την κρατήσω πρώτη άκρη,έναρξη σε παραμύθι,να το φορέσω φυλαχτό-σταυρό,απ'τα
μικρά και τα μεγάλα που φτιάχνει η ζήση κι ας γένει ο εφιάλτης μιά ιστορία μαγική κι ας την απο-
καλούν όσοι ηθελημένα αγνοούν,διήγηση και αποκύημα της φαντασίας,αυτές που όλοι αγαπούν
να διηγούνται μα όχι να τις ζούνε.
Ποιός θέλει ήρωας να γένει ; Με πόσο άραγες πόνο νά'ναι η προσπάθεια χρεωμένη,με πόση
οδύνη δεσμευμένη ;Πόσο άραγες το κόστος στο σώμα,στης ψυχής τη μνήμη ; Βίου προσπάθεια,
χρέος,τιμή,δόλος και άγνοια και αρετή,πνεύμα και διάνοια,ήθος και σέβας,φαυλότητα,ματαιότητα,
κυριαρχία και τούτο ολάκερο χορός και προπομποί κι ακόμη τί ; Τις πιο όμορφες γεννά η τραγωδία,
μία Αντιγόνη τραγικά αποφασισμένη,με γενναιότητα που περισσεύει,μία Ιφιγένεια που με θάρρος
υπομένει,ένα τέλος αναπόφευχτο που θά'ρθει κι ένας αξιωμένος με αντρειοσύνη,άδολος Οιδίπους,
αθώος μπρος στο τραχύ βλέμμα της ειμαρμένης,μα υπαίτια ένοχος κριμένος,από την άκαμπτη
κρίση τη δική του,όπως κάθε δίκαιος,που σκληρότερα,πρώτα τον εαυτό του κρίνει.
Και πόσοι ακόμη απ'την αρχή ως τη συντέλεια και ο καθείς από ένα πεπρωμένο να εκπληρώ-
σει,ίχνη να αποτυπώσει για τις γενιές που έπονται και να σφυρηλατήσει πνεύμα.
Λέξεις εκχώρησε να σπείρω στρέμματα στίχων,κλήρο-μοιράδι,με σπόρο ευφορίας,λόγους να
χρίσω ιππότες-ποιητές μέ πένα αντις κοντάρι μάχης και να εξαργυρώσει καινούριος Δον-Κιχώτης,
δόξας δόρυ δαφνόφορη - ίασπις,χαλκηδών και αιματίτης - έναυσμα σε παραμύθι ακριβό,το στέρνο
να διαπεράσει και να διατρήσει πέρα ως πέρα,εκεί όπου φωλιάζει σκιαγμένη,θρήνουσα η καρδιά
κι από κακούργο θάνατο,άδικο να ξαναγεννηθώ μέσα από ποιήμα κι απ'τις σταγόνες τις ουράνιες
να ξεπροβάλλει αλάβαστρη Αφροδίτη - αύρα και δρόσος - πάνου σε κύμα αλαφρό και μύρο αφρό,
αντίκρια σε λικνιστό ακρογιάλι,λάμπουσα εμορφιά κι από σιμά μαρμαρυγής ακρόπολη,πάνοπλη,
θωρακόφραχτη Αθηνά,δύναμη σκέψης,λόγων τεχνίτρα,ηρωική κι ετοιμοπόλεμη ταγμένη στον
ευγενικό αγώνα κι ύστερα ας έρθει ο Ποσειδώνας με τρίαινα δαμαία - θελησης ατσάλι - να ηγηθεί
και να χτυπήσει,πρώτη βολή,ριξιά,βράχο-ξερόλιθο-λιοπύρι,στα δυό να σχίσει και να ξεπεταχθεί
- της αφθονίας ευημερεία - υδάτων χείμαρρος,λιόδεντρο να καρπήσει το μυαλό με σύνεση σοφίας,
να χρίσει με χρίσμα ολόχρυσο - λόγος αθάνατος- ολάκερη τη γη,πριν η εξάντληση μας φθείρει
σώμα - ψυχή κι η έμπνευση πετάξει στ'άλαργινά δίχως το γυρισμό,σαν κόρακας πάνλευκου
πρωινού π'άναζητούσε το κλαδί της ένδειξης - σημάδι πως ο Θεός έκανε ειρήνη με την οικουμένη -
στον Νώε να επιστρέψει και σύμβολο πως η ζωή και πάλι τη φύση αναγεννά,τις θύρες της κιβω-
του ολάνοιχτες ν'αφήσει,να εξέλθει της νεκρανάστασης φιλί και οιωνός,να λέει πως θά'ρθει μία
ημέρα Υιός και Άρχων να περπατήσει,με έλεος ανάμεσα στα πλήθη των νεκρών και μέσα από
θανάτωσης θυσία να νεκραναστήσει,ν'ανθίσει αγάπης πρώτη αμόλυντη σποριά,να θυσιάσει
εκούσια εαυτόν και να μπολιάσει απ΄την αρχή,το πρωτόπλαστο ζυμάρι,σαν Μέγας Αρχιερέας
των εθνών,μ'αντίς για αυτό ο αιμοβόρος πέτης προτίμησε δύσοσμο κουφάρι κι έγινε ίδιος ολό-
μαυρη νυχτιά - βδέλυγμα ερήμωσης και πλεονεξίας - όπως το γένος το ανθρώπινο,αντίς της
εμορφιάς της ζήσης,τα φριχτά εγκλήματά της, εις εξιλέωση του δώθηκε σε χρόνους ύστερους
μέγα προφήτη να διαθρέψει και πειθαρχώντας πια σε θεία εντολή,στον κόσμο η μετάνοια να
επιστρέψει με τον λυτρωτικό καρπό της άφεσης και της σωτήριας υπακοής στον Μέγα ευεργέτη
των ψυχών.
Κι εσύ λοιπόν,μικρό πετούμενο,επίπνευσε μία μόνη φράση να την κρατήσω άκρη από μετάξι,
να γνέσω την αρχή,του λόγου τη συνέχεια - της διάνοιας γοργό ποτάμι - και να κυλήσει η διήγηση
σ'αυλάκι δροσερό νερό,σκέψη που μένει απέθαντη και να σαλπίσει στα πέρατα αντίλαλο ποιητικό,
δε σου γυρεύω τέλος ευφραντικό,όπως προστάζουν τα εφήμερα,μελωδικό που άδεις ταπεινό,
ντυμένο της αφάνειας χρώματα - κανείς δε θε να σε κοιτάζει - μα παινεμένο για το πολύχρωμο
κελάηδισμά σου,παρά μονάχα νά'ναι αληθινό από της τέχνης σου το νήμα,της Μνημοσύνης γένος
ξακουστό - από λαβύρινθο να εξέλθω - και σου ζητώ αντίς μπαρούτι - μελανό μολύβι - που
γράφει η λύμη κι η φωτιά,ουράνιο τόξο να μου δωρίσεις,πως έκανα ειρήνη με τον κόσμο πια
- άγριος,τέτοιος που δεν αλλάζει - όπου αρχίζει,όπου τελειώνει το κοίλο δρασκέλισμά του,σαν
φωτοστέφανος αγιοσύνης του ίδιου του Χριστού,ερχόμενου πανου σε θάλασσα λαών,να μου
υποδείξει το θησαυρό,νά βγω να τον μαζώξω,υετού δροσοσταλίδες στα μαλλιά,στάχυς καλοκαι-
ριού και αγρολούλουδα του Μάη,ανεμώνες,μαργαρίτες,παπαρούνες και θυμάρι και χαμομήλια-χιο
νανθούς,της ίασης βοτάνι,που τον αναζητώ επί ματαίω,χρόνους και καιρούς και τον φυλάνε
άγρυπνα,γίγαντες και πότε νάνοι - θνητός ποτέ να μην τον καρπωθεί και τον γευτεί κι αδράξει
με λαχτάρα τον λυτρωτικό καρπό και σωτηρία έβρει - κι όπου κουράστικα πια να τους μετρώ,
μόνον να ξαποστάσω,μιάν άκρη του,ουράνια πολύχρωμη,για να ακουμπήσω,μην τάχα χάμου
πέσω σπόρι-χαμόμηλο κι 'γώ,μα δίχως ριζικό και δεν ξανασταθώ ορθά άνθρωπος,για τούτο
στο γυρεύω από καρδιάς,αηδόνι μου που φτερουγάς λεύφτερο,τρόπους γλυκομυθώντας,να
μου λαλείς και να μου φανερώσεις τον πλούτο,αυτόνα,ν'αποχτήσω κι όταν με το καλό σαν από
κάτου θα περνώ,αψίδα νίκης και θριάμβου κι ακροπατώντας θα τεντώνω και θα υψώνω σβηστό
δαδί την κεφαλή καλύτερα να διώ - τ'αόρατα ο άοπος θνητός - να λέει ο Δοξασμός - Τοξάρι :
- 'Εγώ ειμί Αρχή και Τέλος,'όπου αρχίζει,όπου τελειώνει πέρα από το χώρο και το χρόνο,πάνω
από Άβυσσο και Άδη,η ζωντανή υπόσχεση ενσαρκωμένος και το δρασκέλισμά μου,στολισμός
με χρώματα αγάπης του παντός - το όλον - αιώνιος δοξασμός και 'γώ από συγκίνηση να σκύ-
ψω τον πυρρό - με σέβας - αναμμένο πιά και κοινωνός,όπως ως νά'στεκα ομπρώς σ' Ώραία
Πύλη,να αναφωνήσω,προσκυνώντας μέσα μου ηχηρά : - Χαίρε,Δοξασμέ,Ανάσταση και Φως
κι ό,τι σπόρος ριζώσει από εμέ σοδειά και μείνει φύτρο στο χώμα και γύρη να σκορπίσει,
ξέρω πως ειν'δικό σου,γης γέννα,στάρι κι αγρανθός,στίχος - χαμόμηλο από Εσένα.













































































































 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 0
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο