Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Λαδάδικα 2019
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130180 Τραγούδια, 269317 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Λαδάδικα 2019
 
"ΛΑΔΑΔΙΚΑ 2019"
Του Βασίλη Ιωαννίδη

Κεφάλαιο 1
Οι Άγγλοι κι οι Εβραίοι

   Το αριστερό μου χέρι είχε αρχίσει να κουράζεται. Ήταν τώρα τρεις ώρες που έπαιζα κιθάρα και μάλιστα όχι μια συνηθισμένη ημέρα. Ήταν όλοι τους εκεί, όλες οι φυλές του κόσμου παραταγμένες μπροστά μου, σαν να είχαν λάβει ένα αδιόρατο προσκλητήριο. Στο τραπέζι αριστερά δίπλα στην πόρτα ένα ζευγάρι Άγγλοι στα εξήντα τους, κόκκινοι και εύθραυστοι σαν τοματιές του Αυγούστου, παρακολουθούσαν το πρόγραμμα με προσήλωση, με εκείνη την ποιότητα του ακροατή που μόνο ο Εγγλέζος διαθέτει. Άλλωστε εκπαιδεύονταν όλοι τους τη ζωή σε ένα πράγμα: πώς να είναι ευγενικοί, πώς να φέρονται άψογα και είχαν σε αυτό γίνει, πράγματι, οι καλύτεροι. Ασφαλώς οι Άγγλοι δεν είναι οι μόνοι στην γηραιά ήπειρο που είναι προικισμένοι με τέτοια ευγένεια. Η διαφορά τους όμως με άλλους λαούς, είναι ότι οι Εγγλέζοι διαθέτουν και επί της ουσίας τα φόντα του ιδανικού ακροατή. Δεν ανταποκρίνονται τυπικά μόνο στα καθήκοντά τους, ούτε χειροκροτούν απλώς από ευγένεια, αλλά ενδιαφέρονται ειλικρινά για ό,τι τους εξυψώνει, αναλύοντάς το νοητικά με μιαν αίσθηση υπεροχής, από τη θέση εκείνου που είναι σίγουρος για τις γνώσεις και την αισθητική του.
   Μπροστά μου, πιο κεντρικά, βρισκόταν μια παρέα Εβραίων, γύρω στα δέκα άτομα, που είχαν από τη στιγμή της άφιξης τους κάνει αισθητή την παρουσία τους. Η είσοδος των Εβραίων στο μαγαζί έχει πάντα εντυπωσιακό χαρακτήρα, όπως ακριβώς η είσοδος των αθλητών του ΝΒΑ στον αγωνιστικό χώρο. Μπαίνουν με παλαμάκια και τραγουδώντας, βουτηγμένοι στο κέφι και τη ζωντάνια, με εκείνα τα περιβόητα σανδάλια τους, που νομίζω ότι τα φορούν επειδή είναι ό,τι πιο κοντινό στα αρχαία υποδήματα τους, στις παραδόσεις τους που τόσο αγαπούν.
   Η παρουσία των Εβραίων στο μαγαζί μού είχε γίνει απαραίτητη, επειδή αποτελούσαν τον ρυθμιστή του κεφιού όλης της βραδιάς. Άριστοι γνώστες της λαϊκής μας μουσικής, του Καζαντζίδη, του Αγγελόπουλου, της Γλυκερίας, του Κουγιουμτζή και του Μίκη, τραγουδάνε με πάθος όλα τα τραγούδια και γλεντάνε με την ψυχή τους, ακόμα κι αν ο χρόνος παραμονής τους στο μαγαζί είναι περιορισμένος.
   Φυσικά η συμπάθειά μου στην πανάρχαια αυτή φυλή είχε εκτός των παραπάνω και συμφεροντολογικό, επαγγελματικό χαρακτήρα. Διότι οι Εβραίοι ήταν πάντα πρωτοστάτες στο κέφι και στη ζωντάνια, ουδέποτε όμως δεν ανέχονταν οι υπηρεσίες που τους προσφέρονταν να είναι δίχως πρόσθετο αντάλλαγμα, δίχως δηλαδή φιλοδώρημα.
   Αντίθετα με την φήμη που τους διακατέχει σχετικά με τη γενναιοδωρία τους, οι Εβραίοι δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό που ονομάζουμε κυνικά τσιγκούνηδες. Τούτο αποτελεί μια υπεραπλούστευση της πολυπλοκότητας της εβραϊκής ψυχής, που για να την κατανοήσεις πρέπει να συναναστρέφεσαι μαζί τους καιρό, κάτι που εγώ είχα λόγω της φύσης της δουλειάς μου ευκαιρία να κάνω. Βλέπεις, το μαγαζί που δούλευα ήταν στα Λαδάδικα, από τις πιο φημισμένες συνοικίες της Θεσσαλονίκης, όπου καθημερινά περιδιάβαιναν χιλιάδες τουρίστες, μεγάλο ποσοστό των οποίων έρχονταν από το Ισραήλ. Οι δεσμοί εξάλλου των Εβραίων με την Θεσσαλονίκη είναι πολύ ισχυροί, αφού ζούσαν εδώ για πολλά χρόνια, εκδιώχθηκαν  και η Θεσσαλονίκη είναι τόσο δική τους πόλη όσο και δική μας. Για αυτό και όταν τραγουδάμε το ανεπανάληπτο "όμορφη Θεσσαλονίκη" του Τσιτσάνη εκστασιάζονται και συγκινούνται τόσο πολύ.
   Η πολυπλοκότητα  της εβραϊκής ψυχής λέγαμε ότι οδήγησε στην άδικη παρανόηση ότι δεν είναι γενναιόδωροι. Η αλήθεια είναι, και τούτο το αντιλήφθηκα κι εγώ σιγά σιγά, ότι, απλούστατα, δεν πρόκειται ποτέ και για κανένα λόγο, να πέσουν θύμα κοροϊδίας. Γίνονται έξαλλοι όταν πιστεύουν ότι κάποιος πάει να τους εξαπατήσει, ενώ ταυτόχρονα είναι και καχύποπτοι, ίσως από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης που αναπτύχθηκε σε αυτούς εξαιτίας των δεινών που έχουν υποστεί ανά τους αιώνες. Η μαχητικότητα τους αυτή σε συνδυασμό με την καχυποψία, τούς οδηγεί βεβαίως συχνά να συμπεριφέρονται σκληρά, αυτό όμως δεν το κάνουν με σκοπό να προσβάλλουν, αλλά μονάχα ως άμυνα στην είτε υποτιθέμενη είτε πραγματική επίθεση.
Έίναι εκ φύσεως εξαιρετικοί έμποροι και άψογοι οικονομολόγοι, πράγμα που ενίσχυσε την παραπάνω διαστρέβλωση της αλήθειας. Διότι τελικά το προβλημα τους δεν ήταν ποτέ να μην ξοδεψουν, αλλά να ξοδεψουν λαμβάνοντας το ανάλογο αντάλλαγμα!
Γι' αυτό λοιπόν για  τους φίλους Εβραίους ήταν τελικά απόλυτα λογικό να φιλοδωρούν την ορχήστρα, αφού τα πουρπουάρ τους δεν ήταν πεταμένα λεφτά, αλλά είχαν συγκεκριμένο σκοπό και νόημα.
Η ικανότητά τους να χειρίζονται το χρήμα με σύνεση, δεν τους εμπόδισε ποτέ να ζουν τη ζωή τους, ομολογουμένως, καλύτερα από τους άλλους. Τούτη η έμφυτη ροπή τους στην διασκέδαση και η αγάπη τους για την ελληνική μουσική, τούς οδηγούσε τελικά να έρχονται στο μέρος που δούλευα και να τραγουδάνε μαζί μου "όλα καλά κι όλα ωραία, χθες ήσουν με αλλονε παρέα/και που σοκάκι να τραγουδήσεις, δεν επιτρέπονται οι αναμνησεις ", σκορπώντας ενθουσιασμό στις παρακείμενες  παρέες του μαγαζιού.


Κεφάλαιο 2
Οι Τούρκοι και η ρώσικη αρκούδα

‌Στο πίσω μέρος του μαγαζιού, κοντά στη τζαμαρία, κάθονταν οι Τούρκοι. Να σημειώσω εδώ, ότι την εθνικότητα του κάθε πελάτη την καταλάβαινα σχεδόν αμέσως και έπεφτα μέσα τις περισσότερες φορες. Η περίπτωση των Τούρκων βέβαια ήταν αρκετά δύσκολη, δεδομένου ότι μοιάζουμε τόσο στην εξωτερική εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά. Υπάρχουν όμως κάποια λεπτά σημεία, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον από το πιο εξασκημενο στην παρατήρηση μάτι, που διαφοροποιούν τον Γιουνάν από τον Τούρκο. Καταρχάς είμαστε και οι δύο φωνακλάδες και εξωστρεφείς. Η παρουσία μας γίνεται αισθητή σε έναν δημόσιο χώρο, πολλές φορές όχι με ευχάριστο τρόπο. Παρατηρώντας όμως προσεκτικά τους φίλους εξ ανατολών πρόσεξα ότι βιώνουν τη μουσική πιο εσωτερικά, συγκινούνται περισσότερο από εμάς στο άκουσμα μιας καλής ερμηνείας. Αντίθετα ο νεοέλληνας έχει απολέσει σε ένα βαθμό την ικανότητα να αποσυνδέεται από τη ρουτίνα του και θέλει πολύ περισσότερο χρόνο και κόπο για να αφεθεί. Ο Τούρκος απ' την άλλη είναι πιο πρόθυμος ψυχικά, έχει διατηρήσει αυτή την απλότητα που είχε κι ο Γιουνάν την δεκαετία του 60', πριν μολυνθεί από τα μπουζουκολούλουδα, τις αγροτικές επιχορηγήσεις και την κομματική διαφθορά. Κάπως έτσι έμαθα και τους ξεχώριζα, αξιοποιώντας επιπλέον και κάποια αμελητέα εξωτερικό χαρακτηριστικά, όπως κάποιες  απεικονίσεις στις μπλούζες τους και ορισμένες κινήσεις και ιδιαίτερες εκδηλώσεις τους.
Οι Τούρκοι βεβαιως, σε αντίθεση με τους Εβραίους, δεν έχουν την ίδια βαθιά γνώση για την ελληνική μουσική, πέρα φυσικά από καποιες μελωδίες που υπάρχουν και στις δύο γλώσσες και είναι είτε ελληνικής είτε τουρκικής προέλευσης.
Είχα ήδη χάσει ένα μέρος των δυνάμεων μου, η εμπειρία μου όμως δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να χαλαρώσω την τελευταία μια ώρα του προγράμματος. Ανασκουμπωθηκα, τεντώθηκα λίγο και κοίταξα τον Μίλτο στα μάτια.
"Πάμε κάτι για τους Εβραίους;"του είπα.
"Φύγαμε από ντο μινόρε", μου απάντησε και ξεκίνησα να παίζω την εισαγωγή από το "μη μου θυμώνεις μάτια μου" του Κουγιουμτζή.
Απέναντι μας, κεντρικά, οι Εβραίοι τραγουδούσαν, συνεπαρμένοι από την τόσο οικεία σε αυτούς μελωδία.
"Ανοιξ' το παράθυρο σου, ξανθέ βασιλικέ μου και με γλυκό χαμόγελο μια καληνύχτα πες μου" και δώστου να χειροκροτάνε με την ψυχή τους.
Ο Τούρκος όμως δεν θέλει τέτοιες μελωδιες. Η τουρκική ψυχή είναι πιο ακατέργαστη, απονήρευτη, σαν άγριο άλογο που ποτέ του δεν ένιωσε τη σέλα. Επικίνδυνο, ξεροκέφαλο και συνάμα πιο κοντά στην αληθινή του φύση. Ο Κουγιουμτζής παραήταν αστός  για αυτούς τους αψείς ανατολίτες. Το ένιωθα έντονα όση ώρα ήταν εκεί. Σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα και έπιασα να τραγουδάω το στο πα και στο ξαναλέω, που θυμόμουν ότι τους αρέσει πολύ.
Αυτή η παμπάλαια μελωδία κέρδισε με μιας την προσοχή τους. Ξαφνικά ένιωσαν οικεία, σαν να βρίσκονταν πίσω στην πατρίδα. Θυμήθηκαν τις φορές που άκουσαν αυτό το τραγούδι, το πώς τους έκανε να αισθανθούν, τα πρόσωπα που είχαν γύρω τους όταν το άκουγαν και δεκάδες εικόνες κατέκλυσαν τον εγκέφαλό τους, παρασύροντάς τους σε ένα τρίλεπτο μαγικό ταξίδι.


Αρκετά δεξιά μας, στην ίδια ευθεία με εμάς ήταν από ώρα μια παρέα τεσσάρων πέντε Ρώσων. Μυστήριοι ανθρωποι, άλλη συνομοταξία. Εσωστρεφείς και σοβαροί, πειθαρχημένοι και ξανθοί μέχρι αηδίας, διάλεγαν πάντα ένα πιο απομονωμένο τραπέζι. Οι άντρες γυμνασμένοι, σκληροί σαν σιβηρική στέπα, δεν έδιναν πολλή πολλή σημασία στη μουσική. Οι γυναίκες ψηλές, καλλίγραμμες σαν κούκλες βιτρίνας, πρόσεχαν τα παιδιά και κάπου κάπου χειροκροτούσαν ευγενικά, εμφανώς από υποχρέωση. Πώς να καταλάβεις τη ρωσική ψυχή; Αχανής σαν την χώρα τους, αδούλωτη, γεμάτη μυστήρια, πληγές και αντιφάσεις. Συνέχισα τη δουλειά μου ελπίζοντας ότι κάπου εκεί μέσα τους κάτι είχε σαλέψει και ότι σαν γυρίσουν στα κρύα σπίτια τους και κοιτάζουν τις φωτογραφίες στα κινητά τους κάποιος μπορεί να πει με την ξερή βαριά προφορά του:
"Grecheskaya muzyka interesna"


Κεφάλαιο 3
Συνέλληνες

Η ώρα είχε πάει δώδεκα παρά.  Έξω στο λιθόστρωτο δρομάκι περνούσαν ακόμη παρεάκια. Λόγω της περασμένης ώρας οι εκδηλώσεις των περαστικών ήταν τώρα πιο έντονες, κάτι το ποτό, κάτι η έξαψη των φρέσκων εμπειριών, οι τόνοι ανέβαιναν, τα αγόρια φούσκωναν σαν κοκκόρια και οι κοπέλες γελούσαν πιο κελαρυστά, έχοντας χάσει πια σε μεγάλο βαθμό τις προηγούμενες αναστολές τους.
"Καλά ήταν και σήμερα" , σκέφτηκα, "άντε να κάνουμε δυνατό φινάλε να κλείσει όμορφα η βραδιά"
Κάτι κυρίες πίσω μου, Ελληνίδες, με είχαν κουράσει με την πολυλογία τους και την παντελή αδιαφορία τους για την αδιαμφισβήτητη  ερμηνευτική μου δεινότητα.
Εκτός από τις λαλίστατες κυρίες, ακόμα μια παρέα στο μαγαζί ακουγόταν το ίδιο δυνατά. Φυσικά ήταν και αυτή ελληνικής συνθέσεως.
Φασαρτζίδικος λαός ο νεοέλληνας, ηχορυπογόνος και κουραστικός, για τη δική μου ψυχοσύνθεση τουλάχιστον. Στις συγκεντρώσεις πάντα ήμουν αυτός που δεν μπορούσα να τους ακούω να μιλάνε όλοι μαζί και τις ειδήσεις πάντα τις άλλαζα όταν τύχαινε και μιλούσαν οι πολιτικάντηδες ο ένας πάνω στη φωνή του άλλου.
Τωρα που μεγάλωσα κάπως, έχω πια πειστεί, ότι δεν είναι αυτά καθεαυτά τα δυνατά ντεσιμπέλ που προκαλούν την απέχθειά μου, αλλά η χωρίς ουσία χρήση τους.
Δηλαδή, οι δυνατές φωνές είναι πράγματι χρήσιμες όταν έχουν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και επίσης όταν η στιγμή είναι κατάλληλη προς τούτο. Ποιός θα μπορούσε να κατακρίνει κάποιον που φωνάζει για τα δικαιώματα του σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας;
Ο Έλληνας όμως κάνει το αντίθετο. Δεν φωνάζει όταν πρέπει και φωνασκεί άσκοπα στα μέρη που δεν πρέπει, σε μια προσπάθειά του να καλύψει το έλλειμμα της προσωπικότητάς του, το κενό της σιγουριάς του.
Η πλειοψηφία-για αυτήν μιλάμε πάντα-δεν βγαίνει έξω για να απολαύσει τη στιγμή και να γευτεί τις χαρές του κόσμου, αλλά για να τραβήξει έστω για ένα βράδυ την προσοχή των άλλων ανθρώπων. Δεν ζει τη στιγμή, αλλά την καταστρέφει προς όφελός του. Δεν προσαρμόζεται στο μέρος, αλλά προσπαθεί να τού επιβληθεί.
Δύο τρόποι υπάρχουν για να τραβήξεις την προσοχή.
Ο ένας είναι με την ευωδιάζουσα προσωπικότητά σου. Ο άλλος με τσιρίδες και άκομψα γέλια.
Σε όλο τον κόσμο, οι ρηχοί φωνάζουν πάντοτε πιο δυνατά. Ο βαθύς άνθρωπος μόνο δεν έχει αυτή την ανάγκη, αφού νιώθει πιο ασφαλής μέσα στη βεβαιότητα της ύπαρξής του.
Λίγα λεπτά πριν τελειώσει το πρόγραμμά μας, ένας πενηντάρης αντιλαμβάνεται ότι η βραδιά φτάνει στο τέλος της και διακόπτει το λογύδριό του για να μας ζητήσει την Πριγκηπέσσα του Μάλαμα.
Σκέφτομαι απογοητευμένος πόσο αγενής είναι, αφού εδώ και τέσσερις ώρες δεν μάς έχει ριξει ούτε ένα βλέμμα και ότι η απαίτησή του καταφανέστατα έχει σαν μοναδικό σκοπό να ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο την παρουσία του στην παρέα και να νιώσει για λίγο ακόμη το επίκεντρο πριν ξαναγυρίσει το άλλο πρωί στη δουλειά του.
Κάνω την καρδιά μου πέτρα, χαμογελάω ευγενικά και τραγουδάω την ταλαίπωρη Πριγκηπέσσα, που από τις τόσες φορές που την έχουν ζητήσει στα μαγαζιά ως επιθυμία, πρέπει να έχει γίνει πια ζητιάνα.
Το τραγούδι τελειώνει.
Χειροκρότημα από παντού.
Ο ελληναράς πενηντάρης συνεχίζει το λογύδριό του αμέριμνος, χωρίς καν να αντιληφθεί ότι το τραγούδι τελείωσε.
Έξω από το μαγαζί ξεκίνησε λίγο λίγο να ψιχαλίζει. Καληνυχτώ και τραβάω το βύσμα απ' την κιθάρα.
Παραδόξως οι παρέες των Ελλήνων χαμηλώνουν τις φωνές τους, θαρρείς και άξαφνα χάσανε το εξαιρετικό πλεονέκτημα να φωνάζουν και να λένε ό,τι θέλουν υπό την κάλυψη της μουσικής.
"Κι αύριο μέρα είναι παιδιά", μας λέει συγκαταβατικά ο Ανδρέας και γελάω με την καρδιά μου.
Είναι όντως.





 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
ΑΜΑΡΥΛΙΣ
13-09-2020 @ 08:55
Μεγάλο ναι...μα με πολύ ενδιαφέρον, ειδικά στην εποχή μας που μας φταίει ο κακός ο Τούρκος λες κι` έχουμε να μοιράσουμε τίποτα με τον Τουρκικό λαό. ::love.:: ::love.:: ::love.::
Αγιοβλασιτης
13-09-2020 @ 11:37
::up.:: ::yes.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο