Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Κύκλος
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130613 Τραγούδια, 269432 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Κύκλος
 Αφιερωμένο στο Μ. Αναγνωστάκη και σε όλους εδώ μέσα (συγγνώμη για το μέγεθός του)
 
Θυμάμαι κείνο το λερό που σ' έψαχνα λιμάνι
πλάι σ' άψυχα πουλιά και φορτηγά, στο Μπάρι.
Μέσα σε βρώμικο καπνό, καμόρα και τουρίστες
κοντά τους με καλούσανε της κόλασης οι μύστες.

Μα εγώ τα φώτα αρνήθηκα και γύρισα σ' εσένα.
Εσένα που ολοσκότεινη φωτίζεις τρομαγμένα.
Στους δρόμους τρέχουνε λυτοί οι ταύροι στην Παμπλόνα,
γοργόνα που δεν ευτύχησες να δεις το Μακεδόνα.

*

Α.
Θα χαμηλώσω το φως, προτιμώ το σκοτάδι.
Μες στο σκοτάδι, εκεί γίνονται όλα
τα λυτρωτικά μεγαλεία της ψυχής.
Θεέ μου...η ανασφάλεια της γενιάς μου.
Πέρασαν βράδια πολλά με φίλους.
Νύχτες που μύριζαν πάντα διαφορετικά:
η βρώμα του νοτιά στη θάλασσα,
βενζίνη και λάστιχο καμένο αυτοκινήτου,
κλεισούρα σε στενά δωμάτια -παλάτια μας έμοιαζαν-
βασιλικό και γιασεμί (αχ, το γιασεμί!) στο μπαλκόνι.
Με συζητήσεις που πάντα...
πάντα τις αφήναμε στη μέση...για την άλλη φορά.
Ή μήπως επειδή τα γιατί μας δεν απαντήθηκαν ποτέ;

Β.
Φεντερίκο, φέτος έβρεξε πολύ στη Νότια Ισπανία.
Η αγάπη σου δε λούζεται πια στο Γκουανταλκιβίρ.
Μες στα νερά του πλέουνε
σάπια πορτοκάλια, σταφύλια ρημαγμένα
απ' το χαλάζι που έριξε στη Μοντίγια
κι άδεια κουτάκια κόκα κόλα
που έρχονται απ' τη Σεβίγια.

Γ.
Πως να θυμάσαι όλα τα θέματα
που συζητούσαμε ως το πρωί
σπάζοντας το κεφάλι, εγωιστικά,
χωρίς να δεχόμαστε την άγνοιά μας.
Κι αν θα θυμάσαι τις στιγμές τις μουσικές,
θα θυμάσαι πως πάντα άκουγες ένα ξένο συγκρότημα
που τ' όνομά του θύμιζε ένα μεγάλο αερόστατο.
Κι έλεγαν ένα τραγούδι για μια σκάλα
που έβγαζε στον παράδεισο.
Κι ακούγαμε κι άλλες μουσικές.
Και Stones και Maiden και Bob Dylan
και μπλούζ της Νέας Ορλεάνης.
Και Μάρκο και Τσιτσάνη και χασικλορεμπέτες.
Και Παύλο και Νικόλα και Βασίλη.
Και συγκροτήματα που μας σημάδεψαν
στα δύσκολα της εφηβείας τα χρόνια.
Που με στίχους σκοτεινούς μας έμαθαν
πως θα 'ναι η ζωή μακριά απ' τα σαλόνια.

Δ.
Ναζίμ, που βρίσκεται απόψε, που ταξιδεύει
η μισή σου η καρδιά; Μαύρος καπνός
η ανάμνησή σου, μα δε διαλύεται στον άνεμο.

Ε.
Κι άλλοι φόραγαν σκουλαρίκια
και κάπνιζαν prince -πολύ βαρύ τσιγάρο.
Κι όταν μετά έβλεπα τις φάτσες μας
κάτω απ' των κεριών το φως
φιγούρες μοιάζαμε χολερές και σκοτεινές
σα να 'μασταν του Γκόγια οι μορφές.
Τόσο κοντά φτάναμε, πάντοτε στην αλήθεια
και τότε πάλι φεύγαμε.

ΣΤ.
Τα σπαθιά, Νίκο. Τα σπαθιά!
Του λόγου που σ' αρέσουν...τρόχισέ τα!
Η γοργόνα που' χεις στο μπράτσο σου
με κοιτάει και με οικτίρει
κι εσυ μεταλαμβάνεις με νερό θαλασσινό,
ουίσκι και το κρασί του Μίδα. Λαμαρίνα...

Ζ.
Της πόλης οι μηχανές ακόμα
σφυρίζουν σ' ερμαφρόδιτους ρυθμούς.
Κι εσύ...! Κι εσύ ακόμα...
κανείς δε γλύτωσε τελικά τη διαστροφή.
Περπατώντας αναρωτιέσαι
πότε σου κλείσανε για πάντοτε τ' αυτιά
και λαβωμένος πέφτεις και κοιμάσαι.
Στη γωνιά φωτιά, μην την κοιτάς!
Πέσε μέσα με όλη σου την ψυχή.
Θέλεις; Θέλω. Πάμε; Ναι.
Κανείς δε γλύτωσε τελικά την καταστροφή,
κανείς δε γλύτωσε το βόλεμα.

Η.
Έντγκαρ, κι αν το φλεγόμενο δωμάτιο
γύρω σου στενεύει ακόμα πιο πολύ
κι αν από πάνω σου αιωρείται το εκρεμμές,
ποτέ μην τους κάνεις τη χάρη να πέσεις στο πηγάδι.

Θ.
Κωνσταντίνε, είμαι απ' αυτούς
που ακόμα περιμένουν τους βαρβάρους.
Εγώ πιστεύω πως τελικά είναι,
ίσως, η μόνη λύση.

Ι.
Απόψε κρυώνω, μου 'πες.
Κι αντί να σου δώσω το παλτό μου
σ' έγδυσα κι άλλο, σ' έγδυσα ολότελα
και γέλασα με την ψυχή μου
για αυτήν τη γύμνια σου.
Όχι του σώματος, μα της ψυχής.
Γέλασα σα διάβολος και μετά
σε λυπήθηκα και σε πήρα στην αγκαλιά μου
μα ήσουν ήδη νεκρή.
Δεμένη σ' είχα μέσα μου.
Πως το κατάφερες να δραπετεύσεις;
Θυμάσαι τη νύχτα που καιγόταν η Καψόχωρα;
Θυμάσαι που στα πόδια σου
τριγύριζαν σκορπιοί και σαλαμάνδρες;
Πιο μόνη εσύ...πιο ένοχη, συνείδηση. Πιο γυμνή καρδιά
μ' αγκάθινο, γύρω απ' τα μαλλιά, στεφάνι.

ΙΑ.
Κι όταν ξημέρωναν όλες αυτές οι νύχτες
έστεκα στο παράθυρο κι έβλεπα πως φεύγανε οι αιώνες.
Κι αυτές ήταν οι ώρες, Γκάμπριελ
που ένιωθα τα εκατό χρόνια της μοναξιάς σου
να μου βαραίνουν το κορμί.
Αφού όλο το βράδυ, πίνοντας,
είχα ανοίξει την καρδιά μου, την ξεπουλούσα.
Σαν ανοιχτό βιβλίο δόθηκα σε φίλους
και στις θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου,
για λίγο έρωτα. Έστω
και στα χρόνια της χολέρας.
Μανώλη, κλείσε το παράθυρο,
βαρέθηκα να βλέπω.


Σεπτέμβρης 2006, Θεσσαλονίκη.


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 7
      Στα αγαπημένα: 3
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Κύκλος
      Κατηγορίες
      Αναμνήσεις & Βιώματα,Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Μάλλον θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής...
 
MARGARITA
02-09-2006 @ 14:22
Συγγνώμη ζητάς για το masterpiece που μοιράστηκες μαζί μου; Βίκτωρα άνοιξε το παράθυρο βαρέθηκα να πεθαίνω ::up.::

Θαυμάσιο όλο μπράβο σου ::up.::
kapnosa-v-ainigma
02-09-2006 @ 15:06
Ενσταση! Οχι έστω !και στα χρόνια της χολέρας!χαχαχα απίθανο! ::up.::
~ Εφυγα ~
02-09-2006 @ 15:11
Δεν έχω λόγια.....
justawoman
03-09-2006 @ 09:30
εξαιρετικο!
παρανάλωμα εικόνων, καταιγισμός αισθήσεων.
με τιμή
j
Άθη Λ.
03-09-2006 @ 09:34
εξαίρετο!!!! ::smile.::
TAS
07-09-2006 @ 15:41
Βίκτωρα είσαι απίστευτος!
Πραγματικά!
Αλλά εξαίρεση.
Φωτεινή, φωτεινότατη,
αλλά εξαίρεση!
Σε θαυμάζω!
montekristo
24-09-2006 @ 12:15
ενο-ποιείς ::smile.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο