Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Σαν τέλειωνε το χρέος. δ
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130364 Τραγούδια, 269363 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Σαν τέλειωνε το χρέος. δ
 
...

Ρωμιοί απροσκύνητοι.
Την τύχη τους στα σκοτεινά
ποτέ δεν παζάρεψαν.
Ποτέ σε πασά,
της ντροπής το πεσκέσι δεν έφεραν,
μηδέ στον τρανό Τζενεράλη.
Το «χρέος» τους το πλέρωσαν που 'γραφε το μαχαίρι
με καθαρούς «λογαριασμούς» και μέρα μεσημέρι.

Ποτέ σε κανένα μπροστά δε γονάτισαν
παρά μόνο μπροστά στης λευτεριάς το εικόνισμα.

Τόσος ίδρος, τόσο αίμα, τόσο πείσμα
και ποτές πλερωμή δεν εζήτησαν
και ποτές πλερωμή τους δεν έλαβαν,

Κι αν τους ρωτήσεις,
μοναχά μιαν αμίλητη κορμοστασά
θ' αντικρίσεις που να λέει ξεκάθαρα:
«ό,τι έκανα, το 'κανα για την Πατρίδα».



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
Αγιοβλασιτης
15-03-2021 @ 20:27
::up.:: ::up.:: ::up.::
Κωνσταντίνος Καργάκης
15-03-2021 @ 20:32
ΣΑΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Σαν τέλειωνε το χρέος, γυρίζαν και πάλι στη γη τους,
με τον ήλιο να καίει το μαντίλι του πένθους.
Με το φεγγάρι, χυμένο σαν αίμα
στους δρόμους της νύχτας.
Με τη γυναίκα του σκοτωμένου, αμίλητη,
σα θυμάται εκείνο το απόβραδο, που,
τυλιγμένο τής φέραν το ρούχο του.

Σιωπή και αμίλητα δάκρυα.
Λίγα αλειτούργητα κόλλυβα σ' εκείνους που έλειπαν.

Μεσοδόκια, πελέκια και στέγες,
όλα γονατισμένα στην οργή των βαρβάρων.
Μοναχά οι ανάπηροι τοίχοι.
Πώς να σηκώσουν τόσο ουρανό!
Μοναχά το όνομα του χωριού απυρπόλητο.
Πώς να σηκώσει τόσους νεκρούς!

"Ολα θαμμένα στη σιωπή.
Τ' Άη - Γιωργιού μοναχά το κοντάρι
στο σπασμένο εικόνισμα
και το σκληρό σταμναγκάθι
που απόμεινε πάνω στα θούψαλα.


Μελανίτιδα και καμένο μπαρούτι.
Το παραθύρι, πεσμένο, εκείνου που έλειπε.
Οι ελιές να στάσσουν αρμύρα.
Το μικρό περιβόλι μέσα στο σύρκο.
Η μάντρα πεσμένη,
μονάχα δυο τούφες μαλλί των προβάτω
που καιρό έχουν μπερδέψει στο σκληρό
το πορόκλαδο, αργά να σαλεύουν
στης ερημιάς τον αέρα.
Τω μελισσώ τα φρασκιά καταγής σκορπισμένα.
Σφίγγες και σβούροι στο κουφάρι της μέρας.

* * *
Σαν τέλειωνε το χρέος,
απ' το πικρό πανηγύρι οι μισοί σα γυρνούσαν,
τους νεκρούς έναν έναν μετρώντας,
πατωσές την εκδίκηση εστοίβαζαν.

Σαν τέλειωνε το χρέος,
τα όπλα κρεμούσαν στον ίσκιο του πένθους
και τη χέρα απλώνοντας,
παίρναν τα όπλα του άλλου χρέους
που τα λένε αξίνα αλέτρι και ίδρο
τυροκομειό τιμιότη και μόχθο,
και χωρίς χασομέρι και ξάργητα
δρασκελίζαν τον πόνο,
τη δουλεύτρα αυγή να προλάβουν,
βιαστική που περνούσε αξημέρωτα.


Ράτσα περήφανη,
με ροζασμένα τα χέρια
παλεψαν αμίλητοι την πέτρινη μοίρα.
Στη διακονιά ποτέ τους δε βγήκαν.
Και το θρήνο, βουβό τον επάλεψαν,
που θέλει κι εκείνος καιρό για να σβήσει.

Ρωμιοί απροσκύνητοι.
Την τύχη τους στα σκοτεινά
ποτέ δεν παζάρεψαν.
Ποτέ σε πασά,
της ντροπής το πεσκέσι δεν έφεραν,
μηδέ στον τρανό Τζενεράλη.
Το
Μπόσινας Νίκος
15-03-2021 @ 20:55
Σε λίγο ο Νέτας θα μας πει να σε διαβάζουμε. Να το θυμάσαι!
Κων/νος Ντζ
16-03-2021 @ 07:42
Πολύ ωραίο!

::theos.:: ::theos.:: ::theos.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο