Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: Όπως καταλαβαίνεις είναι βράδυ
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130577 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Όπως καταλαβαίνεις είναι βράδυ
 
Όπως καταλαβαίνεις είναι βράδυ
Και ο Μορφέας συντροφιά δεν μου ζητάει
Μόνο η δική σου σκέψη στο σκοτάδι
Πνοή χαρίζει σ ότι αγαπάει

Ζωή λοιπόν για σε και τούτα παίρνουν
Ώστε από μας μια νύχτα να θυμάσαι
Τα παραμύθια αλήθειες γυροφέρνουν
Κακό όμως δεν θα πάθεις μή φοβάσαι...

Κόκκινη κλωστή δεμένη λοιπον....

«Καταραμένες ανοιξιάτικες βροχές» σιγομουρμούρησε ο ταξιδιώτης καθώς επιτέλους πλησίαζε στην έπαυλη. Ούτε κι ο ίδιος θυμόταν πόση ώρα περπατούσε στην βροχή, μόνο υπολόγιζε πως ήταν περίπου 2 ώρες από τότε που είχε δει το φώς που τον οδήγησε σε αυτό το απομονομένο μέρος.
Με δυσφορία μετατόπισε τα μαλλιά του από το μέτωπό του για να δει καλύτερα το γύρω χώρο ρίχνοντας ενδώμυχες κατάρες που η αναζήτησή του τον είχε φέρει στην Αγγλία την πιο βροχερή περίοδο του χρόνου. Η έπαυλη δέσποζε στην μέση ενός τεχνητού ξέφωτου στο δάσος και αν και το μέγαρο στην μέση του κτήματος ήταν εντυπωσιακό η όλη έκταση του και η τοποθεσία του μέσα στο δάσος υποδήλωναν ότι ανοίκε σε χαμηλά ιστάμενους ευγενείς.
«Άφρωνες…» σκέφτηκε «Ποιος τρελός μένει σε τέτοιο μέρος. Απορώ πως δεν τους έχουν φάει οι λύκοι ακόμα» είπε και προσπάθησε να γελάσει σαρκαστικά αλλά απέτυχε καθώς το άνω χείλος του πάλευε με μία ομάδα κολλημένων τριχών που προσπαθούσαν επίμονα να μπούν στο στόμα του. Έκανε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να ισιώσει τα μαλλιά του και αποτυγχάνοντας ξανά κατευθύνθηκε κατσούφης προς την εξωτερική πύλη του αρχοντικού.
«Αλτ! Ποιος είναι;» φώναξε ένας φρουρός της πύλης σημαδεύοντας τον με το χαρακτηριστικό μουσκέτο των στρατιωτών.
«Περνουσα μέσα από το δάσος με την αμαξά μου, όταν μου επιτέθηκαν ληστές, σκότωσαν τους συνοδούς μου και πήραν την άμαξα. Εγώ παρά λίγο τους ξέφυγα. Ζητώ από τον ιδιοκτήτη φιλοξενία για σήμερα και αύριο θα φύγω ξανά. Πες ότι τον παρακαλώ.»
«Περίμενε εδώ θα ρωτήσω και θα έρθω να σε ειδοποιήσω». Είπε ο στρατιώτης και κάνοντας μερικά πίσω βήματα έφυγε για την κυρίως πύλη του σπιτιού. «Ταξιδιώτης τέτοια ώρα; Μόνο καλό δεν είναι αυτό» σκέφτηκε αλλά έδιωξε αμέσως τον συλλογισμό του και συνέχισε την πορεία του.
«Πιο πολύ ξαφνιάστηκε παρά φοβήθηκε» μίλαγε από μέσα του ο ταξιδιώτης. «Ποιος τρελός άλλωστε είναι έξω τέτοια ώρα; Εκτός από εμάς τους δύο φυσικά» είπε και έσκασε επιτέλους το χαμόγελο που ήθελε. «Άμαξα και ληστές, Χα! Χα! Χα! Την πατάνε όλο πιο εύκολα κάθε φορά» και το χαμόγελο του πλάτυνε ακόμα περισσότερο.
Μετά απο λίγο ο φρουρός επέστρεψε και τον οδήγησε μέσα στο κτίριο. Πριν μπεί σκούπισε τις λασπωμένες μπότες του στο χαλάκι και τίναξε το παλτό του προς τα πίσω. Ίσιωσε επιτέλους τα μαλλιά του καταβρέχοντας τον φρουρό στην προσπάθεια και αφήνοντας πίσω την καταιγίδα παρακολούθησε τον φρουρό που επέστρεφε στο πόστο του μέσα στην βροχή ενώ αυτός προχώρησε στο μαρμάρινο πάτωμα της έπαυλης.
«Για να δω τι υποδοχή κάνουν εδώ στους φιλοξενούμενους.» έλεγε από μέσα του πριν μπεί στο κυρίως χωλ. «Θα ναι μαζεμένοι ένας ή δύο φρουροί, ο ιδιοκτήτης σίγουρα, ανυπομονώ να τον γνωρίσω φυσικά , δύο υπηρέτες πάντα και μία καμαριέρα. Για να δώ… πόσο καλά έχω μάθει τους ευγενείς!».
Ανοίγοντας την πόρτα παρόλα αυτά, έμεινε εμβρόντητος. Ανοιγοκλεισε τα μάτια του, όχι είχε δει καλά. «Ειχα δίκιο για την καμαριέρα τουλάχιστον» σκέφτηκε αρκετά νευριασμένος. Καθώς λοιπόν τον οδηγούσε στο δωμάτιό του δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του αυτό που είχε δει. «Ούτε ένας φρουρός, θα μπορούσα να ήμουν ληστής μα τον θεό. Ούτε ένας υπηρέτης, και τα πράγματά μου θα τα κουβαλήσω μόνος μου; Α! ναι δεν έχω πράγματα, αν είχα όμως; Και το χειρότερο, δεν ήρθε καν να με δει. Ποιος νομίζει πως είναι μου λες;». Γεμάτος νεύρα ακολουθούσε αμίλητος την καμαριέρα μέχρι που αυτή του έδειξε το δωμάτιό του. Μπήκε μέσα με φούρια και σχεδόν κοπάνησε την πόρτα πίσω του. Η καμαριέρα του φώναξε απ’ έξω.
«Ο κύριος σας περιμένει για δείπνο σε είκοσι λεπτά ακριβώς. Θέλετε να περιμένω να σας δέιξω τον δρομο;»
«Όχι ευχαριστώ θα τον βρω μόνος μου. Μπορεις να πηγαίνεις»

«Λοιπόν ας το δούμε πιο ψύχραιμα το θέμα. Είναι ένας ευγενής, που δεν φοβάται για την ζωή του, και δεν έχει ανάγκη να επιδυκνύεται. Είναι ή πολύ χαζός ή πολύ βλάκας; Όποιο και να είναι, είναι σίγουρα μοναδικός. Η σημερινή νύχτα θα είναι μακριά… και ενδιαφέρουσα.»
Έβγαλε τα ρούχα του για να στεγνώσουν. Το παλτό του ήταν μούσκεμα ολόκληρο αλλά και τα υπόλοιπα ρούχα του δεν πήγαιναν πίσω. «Μάλλον θα σας αποχωριστώ για σήμερα, αλλά μην μου κλαίτε ο μπαμπάς θα βρεί άλλα να φορέσει σήμερα» και με αυτά τα λόγια άνοιξε την ντουλάπα του δωματίου. «Ο οικοδεσπότης μου δεν τσιγκουνεύεται στα ρούχα, χαίρομαι. Για να δω κυρίες μου, ποιες θα θα μου κάνετε παρέα σήμερα;»
Λιγο πρίν βγεί από το δωμάτιο έριξε μια ματία στον καθρέφτη. «Απορώ πως μου αντιστέκομαι ακόμα;». Για να λέμε την αλήθεια πάντα εντυπωσίαζε με το ντύσιμο του και δεν σχεδίαζε να το αλλάξει τώρα αυτό. Είχε διαλέξει ένα μακρύ υφασμάτινο πανοφόρι που έφτανε σχεδόν ως το έδαφος. Εσωτερικά ένα απλό άσπρο πουκάμισο βικτωριανής εποχής που έκανε ωραία αντίθεση με το κόκκινο φουλάρι που είχε δέσει στον μακρύ γιακά του κουμπώνοντας όμως μόνο τα δύο τελευταία κουμπιά απ αυτόν για να δίνει όγκο στο φουλάρι και να αφήνει τον λαιμό του ελεύθερο. Πιο κάτω ένα τυπικό παντελονι στο χρώμα του πανοφοριού. Δεν του άρεσε ιδιαίτερα αλλά ήθελε να τον κοιτούν στα μάτια έτσι κι αλλιώς. Τέλος έιχε πιάσει τα στεγνωμένα πλέον μαλλιά του σε αλογοουρά και έδειχνε πολύ ξαθώς πρέπει.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο είδε ότι είχε μόλις 5 λεπτά για να φτάσει στην αίθουσα του δείπνου και δεν είχε καν ιδέα που ήταν. Η καμαρίερα είχε σκουπίσει το υδάτινο ίχνος που είχε αφήσει ερχόμενος αλλά δεν δυσκολεύτηκε να διακρίνει την διαφορά στην λάμψη του σκουπισμένου πατώματος από το υγρό. Έτσι έφτασε στο μέρος από όπου τον είχε παραλάβει η υπηρέτρια και από κει ακολούθησε το αντίστοιχο «μονοπάτι» που είχε αφήσει ο φρουρός όταν μπήκε για να ειδοποιήσει για την άφιξη του. Έτσι έφτασε ακριβώς στην ώρα του έξω από την αίθουσα που τον περίμεναν. Χωρίς δισταγμό έσπρωξε την μεγάλη πόρτα από σκαλιστό ξύλο και μπήκε αγέρωχος στο δωμάτιο.

Ήταν ίσως η πιο κεντρική αίθουσα που όπως συνήθως προοριζόταν για γιορτές και δεξιώσεις. Σήμερα όμως στο μακρόστενο τραπέζι κάθονταν μόνο 3 άτομα.
Στα δεξιά του καθώς έμπαινε και στην απέναντι άκρη του τραπεζιού καθόταν ένας άντρας με στρατιωτική στολή, προφανώς ο αρχηγός της φρουράς. Ήταν γεροδεμένος αν και μερικά παραπάνω κιλά από την καλοζωία, μάλλον, έκαναν την στολή του να φουσκώνει μπροστά. Κατά τα άλλα τα κόκκινα γένια του συνδέονταν με τις φαβορίτες και δημιουργούσαν μια μετρίου μεγέθους γενειάδα και μούσι, στο τυπικό στυλ των αξιωματικών του στρατού.
Στα αριστερά του και απέναντι ακριβώς από τον στρατιωτικό καθόταν μια νεαρή κοπέλα. Το φορεμα στεκόταν πάνω της με δυσκολία καθως η αέρινη σιλουέτα της που διαγραφόταν κυρίως στην μέση της παρακαλούσε να ελευθερωθεί. Τα ξανθά μαλλιά της έλουζαν τους ώμους της σαν φεγγαραχτίδες στο λιγοστό φως του δωματίου. Με δυσκολία τράβηξε τα μάτια του από πάνω της και έδιωξε κάποιες άκαιρες σκέψεις καθώς της χαμογέλασε ελαφρά.
Τελικά το βλέμα του στάθηκε στην μέση, στο κεφάλι του τραπεζιού. Εκεί καθόταν ένας μεσόκοπος άνδρας ντυμένος λητά, το πρόσωπό του έδειχνε ξεκάθαρα κάποια σημάδια του χρόνου όπως και τα μαλλιά του που άρχιζαν να γκριζάρουν στους κροτάφους. Τα βλέματα τους συναντήθηκαν για μια στιγμή και ύστερα όλοι οι παριστάμενοι σηκώθηκαν για να χαιρετίσουν τον επισκέπτη. Αυτός έκανε τρείς μικρές υποκλίσεις και ύστερα περίμενε όρθιος στην θέση του στην άλλη άκρη του τραπεζιού.
«Πλησίασε κάτσε μαζί μας» είπε ο άντρας στην κορφή του τραπεζιού «θα πρέπει να είσαι κατάκοπος, έλα να φας και να πιείς και μετά μας λες την ιστορία σου».
«Σας ευχαριστώ για την φιλοξενία σας κύριε» έιπε υιοθετόντας μια άπταιστη γαλλική προφορά «σας είμαι χίλιες φορές υπόχρεος». Διάλεξε την θέση δίπλα από τον στρατιωτικό από την οποία μπορούσε να κοιτά την κοπέλα στα μάτια και όλοι μαζί ξεκίνησαν να τρώνε.
Όταν οι υπηρέτες μάζεψαν και την τελευταία πιατέλα φαγητού, ο στρατιωτικός είχε αράξει πίσω στην καρέκλα του και τα μάτια του μισοκλειναν από τον κορεσμό, η κοπέλα σκούπισε με χαριτομένες κινήσεις τα χείλη της και ο ταξιδιώτης μαζί με τον οικοδεσπότη ίσιωσαν σχεδον ταυτόχρονα τα πουκάμισα τους και ανακάθισαν.
«Λοιπόν ξένε» μιλησε πρώτος ο οικοδεσπότης, «αυτή είναι η κόρη μου η Ζακλίν, ο άντρας δίπλα σου και προστάτης αυτής της οικίας για 10 χρόνια τώρα είναι ο λοχαγός Πάτρικ Άντερσον» ο λοχαγός ανασηκώθηκε λίγο και γέλασε «τα παραλέει όπως πάντα» είπε «και εγώ είμαι ο Αβραάμ Χελμπρόουμ, ευγενής του στέματος και ιδιοκτητης αυτής της έπαυλης. Πες μας λοιπόν γι σένα, μου είπαν πως σου επιτέθηκαν ληστές.»
-Μάλιστα κύριε Χελμπρόουμ… πήγαινα προς την επόμενη πόλη
-Που είναι αν μου επιτρέπεις;
-Το Κάρντιφ φυσικά.
-Δηλαδή πήγαινες βόρεια;
-Ναι… εεε … Όχι κύριε το Καρντιφ είναι ανατολικά (παραλίγο να μου ξεφύγει η προφορά… ούφ!)
-Α! με συγχωρείς μπερδεύομαι συχνά είπε και πήρε ένα αμήχανο ύφος
-Συνεχίζω λοιπόν είμαι και εγώ ευγενής, κατά μια ένοια, απεσταλμένος της Γαλλίας για να διαπραγματευθώ κάποιες εμπορικές συμφωνίες, όχι τίποτα μεγάλο. Το όνομα μου είναι Φρανσουά ντε Νις.
Η κοπέλα φαινόταν γοητευμένη από την γαλλική προφορά ενώ ο λοχαγός αμφιβάλω αν άκουσε τι είπαμε. Οι υπηρέτες έφεραν κρασί και γέμισαν τα ποτήρια ενώ ο οικοδεσπότης άρχισε μια συζητηση για την πολιτική κατάσταση στην Γαλλία. Η κοπέλα είχε ζαρώσει στην καρέκλα της βαριεστημένη ενώ ο στρατιωτικός είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Έβλεπα ότι αυτό δεν οδηγούσε πουθενά και έτσι έκανα μια πρόταση.
-Στα μέρη μου, όταν έχουμε φιλοξενούμενο του ζητάμε μετά το δείπνο να μας πει μια ιστορία. Η κοπέλα τινάχτηκε από το κάθισμά της πριν προλάβω να τελειώσω την πρότασή μου.
-Αχ! Πατέρα σε παρακαλώ… έχω πολύ καιρό να ακούσω μια καλή ιστορία και η πολιτική είναι τόσο βαρετή. Σε παρακαλωωωωωωωωωώ.
-Το θέμα έχει ξεφύγει από τον έλεγχό μου πια είπε ο πατέρας γελώντας(και ξυπνώντας παράλληλα τον λοχαγό)
-Όπως θέλει λοιπόν η δεσποινής
-Σας ευχαριστώ κύριε ντε Νις είπε η κοπέλα και κάθισε.
-Εγώ με μία μικρή υπόκλιση (πάντα πιάνουν στις νεαρές κοπέλες και συνήθως τις κάνουν να κοκκινίζουν και να γίνονται ακόμα πιο όμορφες) ελευθέρωσα τα μαλλιά μου ωστέ να λικνίζονται ελεύθερα και να σιγοντάρουν τον ρυθμό της αφήγησης. Καθισα κοιταξα άλλη μια φορά τον κύριο Χελμπρόουμ μία την Ζακλίν συνολικά που είχε σκύψει προς το μέρος μου και ενώ με τα χέρια της τσαλάκωνε το τραπεζομάντηλο από την αγωνία άφηνε άθελά της κάποια πιο «ιδιαίτερα» της μέρη έκθετα. Ξεκίνησα την αφήγηση.

Στα νότια της Γαλλίας, στα σύνορα με την Ιταλία και ανατολικότερα ακόμη στην πόλη από όπου κατάγομαι υπάρχει μια δοξασία. Κάθε 30 χρόνια στην πρώτη ανοιξιάτικη πανσέληνο μια νεαρή και ανύπαντρη κοπέλα εξαφανίζεται μέσα στην νύχτα. Απλά σηκώνεαι από το κρεβάτι της και περπατάει. Περπατάει μέχρι…
-Αυτά είναι ιστορίες για να τρομάζουν τα παιδιά και για να καλύπτουν τις ενέργειες τους οι ληστές, θυμάμαι στον στρατώνα… Πετάχτηκε ο λοχαγος γιατι μάλλον κατάλαβε πως ο ήχος που τον νανούριζε άλλαξε και ήθελε να δει γιατί.
- Πατρικ φωναξε η Ζακλίν άσε τον κύριο να συνεχίσει είπε με θυμό και τα μαγουλά της κοκκίνησαν κανοντάς την να φαντάζει πανέμορφη στο φως των κεριών, η ιστορία μπορεί να είναι και αληθινή.
-Ευχαριστώ δεσποινής είπα καθώς ο λοχαγός καθόταν κάτω αμίλητος.
Ο πατέρας της όλη αυτή την ώρα με παρατηρούσε και ενώ άκουγε την ιστορία το ερευνητικό βλέμα του με περιεργαζόταν συνέχεια.
Έλεγα λοιπόν ότι περπατάει στο σκοτάδι μέχρι τα όρια της πόλης ξυπόλητη και με τα ρούχα που κοιμόταν. Με το που έφτανε όμως στην έξοδο της πόλης ένα αφύσικο σκοτάδι την περικύκλωνε, που ούτε και οι πυρσοί των ανθρώπων που την ακολουθούσαν δεν το τρυπαγαν. Αυξάνοντας λίγο την ένταση της φωνής μου συνέχισα. Τότε ριπές ανέμου τύφλωναν το πλήθος που δεν μπορούσε πια να κοιτάζει προς την κατεύθυνσή της και όταν σταματούσαν το μόνο που υπήρχε εκεί που πρίν έστεκε η κοπέλα ήταν ένας χρυσός σταυρός που λαμπύριζε στο φεγγαρόφωτο.
-Μα γιατί δεν την σταματούσε το πλήθος; Ούρλιαξε σχεδόν η Ζακλίν που ζούσε την ιστορία.
-Ναι… συμπλήρωσε ο στρατιωτικός γιατι; Η ιστορία έχει ανακρίβιες αγαπητέ… στο είπα εγώ. Είπε με ύφος αυταρέσκειας. Η Ζακλίν με κοιτούσε παρακλητικά σαν να περίμενε από μένα να διασώσω την ιστορία. Οπότε ανακάθησα στην καρέκλα μου και χαμογέλασα ελαφρά
-Προσπάθησαν, για να πω την αλήθεια, πάνω από μια φορά. Συχνά έδεναν την κοπέλα που όμως συνέχιζε να προσπαθεί να ξεφύγει όλη τη νύχτα και έδειχνε να έχει ανοσία σε ότι υπνωτικό και να τις έδιναν. Έτσι συχνά πέθαινε από την κούραση ή την αφυδάτωση γιατί δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει κοντά της.
-Είδες κακόπιστε. Πάλι φώναζε η Ζακλιν, υπάρχει εξήγηση.
-Μόνος του την σκέφτηκε μουρμούρισε ο στρατιωτικός και ανακάθησε κατσούφης στην καρέκλα του
-Συνεχίζω λοιπόν. Ο σταυρός αυτός δινόταν στην οικεγένεια σαν ενθύμιο, το μόνο που τους απέμενε από την χαμένη κοπέλα. Αλλά οι εξαφανίσεις συνεχίζονταν και ο πλυθησμός απαιτούσε από τον βασιλιά, τότε βλέπετε η Γαλλία είχε ακόμα βασιλιά είπα και γέλασαν όλοι στο δωμάτιο, να κάνει κάτι για να σταματήσει η κατάρα αυτή.
Με την κουβέντα αυτή διέκοψα την αφήγηση, σηκώθηκα από την θέση μου και κατευθήνθηκα προς το παράθυρο τράβηξα τις κλειστές κουρτίνες και αφησα το έντονο φεγγαρόφωτο να μπέι στο δωμάτιο. Ένιωσα τα βλέματά τους να με
καρφώνουν έντονα. Η σκιά μου έπεφτε μακρια πανω στο δάπεδο και έπερνε τρομακτικα σχήματα καθώς το φως αλλοιωνόταν από την βροχή. Γύρισα για μία στιγμή και είδα την Ζακλίν να έχει ζαρώσει στο καθισμά της εχοντας σχεδόν τραβήξει όλο το τραπεζομάντηλο τον Λοχαγό να έχει το χέρι στο σπαθί του. Ο πατέρας απλώς είχε καρφωμένο ένα ερευνητικό βλέμα πάνω μου, όπως και όλη την ώρα πρίν. Γύρισα πάλι προς το παράθυρο και συνέχισα την ιστοριά.

Ο βασιλιάς ανέθεσε σε διάφορους ιππότες να λύσουν το μυστήριο μα για κάθε σιδερόφρακτο ιππότη που έφυγε από το Παρίσι πίσω γύρισαν το άλογο και ένας χρυσός σταυρός. Το χάος είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στην χώρα όταν ένας Άγγλος έφτασε στο παλάτι και ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά.
Ισχυρίστηκε ότι θα απάλλασε την Γαλλία από αυτή την απειλή και μάλιστα αφιλοκερδώς. Ο βασιλιάς δέχτηκε αν και θεώρησε τρελό φυσικά τον Άγγλο. Έδωσε όμως την άδεια να κυνηγήσει την «απειλή» όπως ονομάστηκε από τότε. Για λόγους όμως άγνωστους σε όλους εκτός από τον ίδιο και τον τότε βασιλιά το μόνο που μάθαμε γι αυτόν ήταν το επώνυμό του… σταμάτησα για λίγο… Χέλσινγκ λεγόταν.
Το περίεργο με αυτόν δεν ήταν ούτε οι τίτλοι του, ούτε τα πλούτη του… τότε αν θυμάμαι καλά δεν είχε ούτε 10 μέτρα γης δικά του. Το περίεργο ήταν ότι μετά τον ερχομό του οι χρυσοί σταυροί σταμάτησαν για 100 χρόνια και όλοι πίστεψαν ότι η «απειλή» εξοντόθηκε… Έκανε ένα λάθος όμως…
- Κύριε θα σας ζητήσω να φύγετε αμέσως από την ιδιοκτησία μου και να μην ξαναγυρίσετε ποτέ ούρλιαξε ο οικοδεσπότης αλαφιασμένος. Τόσο ο λοχαγός όσο και η κόρη του τρόμαξαν από την έκρηξή του.
Χειροκρότησα αργά. «Είστε εξαιρετικός Αβραάμ» είπα εγκαταλείπωντας την γαλλική προφορά που πλέον ήταν άχρηστη. Πήρα λοιπόν την βαριά σλαβικη προφορά μου και συνέχισα. «Δεν περίμενα να το καταλάβετε πριν τελειώσω την ιστοριά. Και τι σκοπεύετε να κάνετε ακριβώς, γιατι ξέρετε ότι δεν θα φύγω απλά επειδή μου το ζητήσατε».
- Η μόνη απόγονος του… είναι… κόμπιασε λίγο… η Ίντεγκρα Γουινγκεϊτς Χέλσινγκ. Αυτή ψάχνεις, φύγε λοιπόν τώρα και μην ξαναγυρίσεις.
- Ωστέ η μοναδική απόγονος ; Από όλη την δυναστεία των Χελσινγκ μόνο μια απόγονος. Πως ξεπέφτετε εσείς οι άνθρωποι. Ας συστηθώ λοιπόν κανονικά αυτή τη φορά.

ΛΕΓΟΜΑΙ Vlad Dracula ο Τρίτος.
Η Ζακλίν κατέρευσε πάνω στο τραπέζι, ο λοχαγός τρέμοντας έβγαλε το πιστόλι του και με πυροβόλησε. Η σφαίρα με χτύπησε στο πλευρό και με διαπέρασε αφήνοντας προσωρινά μια διαμπερή τρύπα πανω μου.
-Δεν θα ξαναδοκιμάσεις; Είπα. Απογοητεύτηκες κίολας; Έλατε πρόκειται να χάσετε τις ζωές σας. Δεν θα παλεψετε τουλάχιστον;

Ο λοχαγος τράβηξε το σπαθί του και επιτεθηκε. Απέφυγα δύο χτυπήματα μόνο με το βηματισμο μου. Ο πατέρας πήρε ένα σπαθί από τον τοίχο και επιτέθηκε και αυτός. Το ίδιο έκανα κι εγω και άρχισε η μονομαχία. Επιτίθεντο μανιασμένα αλλά μάταια. 500 χρόνια εμπειρίας μου έδιναν το πλεονέκτημα.
Σαν σε ρυθμό από βάλς οι τρείς μας κινούμασταν πάνω στο πάτωμα. Ο ήχος από τα σπαθιά άντηχούσε μέσα στο δωμάτιο και συνόδευε τον χορό. Από κάθε παράθυρο που περνούσαμε οι κουρτίνες έπεφταν σκισμένες στο έδαφος και το φως έδινε άλλη διάσταση στην μάχη.
-Η σπαθασκία μοιάζει πολύ με την αγάπη δεν βρίσκετε; Είπα κρατώντας τα σπαθιά τους στα χέρια μου. Πρέπει να ξέρεις πότε να κάνεις την κίνησή σου. Το απόλαυσα όμως, σας ευχαριστώ.
Ήταν πολύ νεκροι για να απαντήσουν οπότε τους προσπέρασα και κατευθήνθηκα προς την Ζακλιν.
-Έλα μαζί μου της ψυθήρισα στο αυτί και αμέσως ξύπνησε, σηκώθηκε και με ακολούθησε. Δεν ήξερε που πάμε αλλά δεν χρειαζόταν και να ξέρει. Πριν ανοίξω την πόρτα για να φύγουμε κοντοστάθηκα, έλυσα το φουλάρι μου και πέταξα τον χρυσό σταυρό που κρυβόταν από κάτω πάνω στο τραπέζι. Βγαίνοντας έξω η βροχή είχε σταματήσει και το φεγγάρι ολόγιομο μας φώτιζε.
-Mα το φεγγάρι είναι κόκκινο είπε με την αθώα φωνή της η Ζακλίν και ενώ τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα και το φεγγαρόφωτο αντανακλούσε μέσα τους.
-Ναι Ζακλίν μου. Μια φορά κάθε 30 χρόνια μόνο.

Αυτή είναι η πρώτη από 5 συνέχειες μιας ιστορίας που γράφτηκε φέτος για να εκπληρώσει έναν σκοπό. Αφού απέτυχε παταγωδώς λοιπόν σε αυτό της το έργο και για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της δημοσιεύεται σήμερα ως παραμύθι.

Σκοπεύω να σηκώσω και τις άλλες συνέχειες αλλά επειδή δεν θέλω να γεμίζω τσάμπα τον σέρβερ με πράγματα που κανένας δεν διαβάζει θα παρακαλούσα θερμά όποιος την διαβάσει να κάνει ένα σχόλιο για το αν θέλει να μάθει την συνέχεια. Αν μαζευτούν περισσότερα από 6 θετικά σχόλια (και τα αρνητικά είναι ευπρόσδεκτα) και είναι λιγότερα από τα αρνητικά τότε θα βάλω και την συνέχεια.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Παραμύθια,Φαντασίας
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

fortune favors the fortunate
 
asteri
31-08-2007 @ 12:25
Λιγο ξεπερασμένος ο Δρακουλας, αλλα θα ήθελα να διάβάσω την συνέχεια...Curiosity βλέπεις!!!!
agrampeli
01-09-2007 @ 04:39
και γω ανυπομονω για την συνέχεια ::yes.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο