Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
stixoi.info: στοιχειωμενα ονειρα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130608 Τραγούδια, 269425 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 στοιχειωμενα ονειρα
 μου ειπες πως τα ονειρα βγαινουν αληθινα, μα τα δικα μου μειναν στα γραπτα....
 
Στοιχειωμένα όνειρα…

Flirt with fear…
άσε το όνειρο να πλάθεται κοντά στο δικό σου αδράχτι…

Το ίδιο καταραμένο πλάκωμα κάθε βράδυ με επισκέπτεται, δεν με αφήνει να ανασάνω, το χέρι μου τρέμει σαν να μην μπορεί να ελεγχθεί από το υπόλοιπο σώμα, πλέον δρα μόνο του. Δεν είναι λίγες φορές που έχω σκεφτεί, τι στο καλό κάνω εδώ; Τι σκέφτομαι; Τα τραγούδια στο ράδιο με ταξιδεύουν στο φόβο, που έχει μετατραπεί σε μόνιμο στέκι μου. Ακούω συχνά το στίχο : Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα, εκεί που με μίσησαν πιο πολλοί… στίχος αληθινός, η σκέψη τρομακτική μα η ειλικρίνεια του, εκτυφλωτική. Ο φόβος με ακινητοποιεί και η θηλιά του πρέπει, στο λαιμό όλο και ένα σφίγγει.
Καθώς οι μοίρες έστεκαν πάνω από το κεφάλι μου, και ύφαιναν την ζωή μου… κάποια ίσως να ρώτησε! –γιατί οι άνθρωποι πάντα φεύγουν! Απάντηση δεν θα πήρε, ίσως μόνο ένα νεύμα. Μα οι σκέψεις της πλήθαιναν και η διαρκείς αναζήτηση του γιατί, της έκοψε τα δικά της φτερά, ο ουρανός μαύρισε και η δική μου η ζωή, απλά έμεινε μισή, ανολοκλήρωτη. Σταματούσε τον κόσμο, μα ο κόσμος δεν άκουγε, δεν την άφηναν να μιλήσει. Μονάχα μια ερώτηση, φώναξε : οι άνθρωποι πάντα φεύγουν, μα αν επιστρέψει κάποιος τι γίνεται τότε; Έμεινε μόνη της, μια φωνή ακούστηκε και της είπε: σκέψου…
Καθώς η καρδιά της έκανε τα τελευταία της χτυπήματα, τα μηχανήματα πια δεν την βοηθούσαν. Αν πέθανε, καλό ταξίδι, αν θέλει να ζήσει να σταματήσει απλά να τους ακούει . Η ζωή σου σαν φλόγα του κεριού που λιώνει φτάνει στο τελείωμα του. Κρύψου, τρέξε, χάσου. Ήρθε η ώρα που ο ονειροφύλακας την περιμένει στην κρυφή γωνιά, και ίσως να της πει αυτό που πάντα ήθελε να ακούσει. «θα είμαι πάντα εδώ…»

Ταξίδι στην χώρα του ονείρου…
With my dreams, I reach the illusion of loneliness, Emptiness inside of me…

Καθόμουν ήρεμη, στο παλιό σπίτι. Είχε ήλιο, αλλά κρύωνα. Τα χέρια μου πάγωναν, τα χείλη μου, έντονα κόκκινα, κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Καθόμουν και απλά προσπαθούσα να προσδιορίσω αυτά που κοίταζα, αλλά τα μάτια μου δεν βοηθούσαν, γέμιζαν δάκρυα και έκαναν τα πρόσωπα τους, βγαλμένα από ελαιογραφία.
… Για τελευταία φορά, φώναξα, κοιτάξτε με. Μια φωνή, μου, ψιθύρισε, αλλά ξαφνικά με πάγωσε ακόμα πιο πολύ. –δεν σε βλέπουν, δεν σε ακούν!... Η μορφή του κάτι μου θύμιζε, δεν προσπαθούσε καν να με αγγίξει. – δεν υπάρχεις γι αυτούς έτσι! Δεν θέλουν να σε θυμούνται έτσι. Είπε και τον κοίταξα. – ούτε εσύ δεν θες να με δεις; Είπα, δάκρυσα όμως. – εγώ δεν κάνει να σε δω. Σε κοιτάζω αλλά δεν χρειάζεται να το καταλάβεις. Μην δακρύζεις, εγώ κανέναν δεν κοιτάζω. Δεν θα βρεις το βλέμμα τους σε μένα…
Προσπάθησα να χαμογελάσω… τουλάχιστον είναι καλύτερα έτσι, είναι ευτυχισμένοι, αυτό δεν ήθελα πάντα… μουρμούρισα, δεν ξέρω αν με άκουγε! Ήθελα μονάχα να το πω.
Και τότε αυτός γύρισε. Με κοίταξε. Αν και δεν έπρεπε… - πάμε μια βόλτα ψιθύρισε… - που; Ρώτησα… -δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από τα όνειρά… μου απάντησε… ξεκινήσαμε για ένα ταξίδι που στα μάτια μου φάνταζε μακρινό, περπατήσαμε χωρίς να ξέρω το που! Το πώς! Ήλπιζα να μου δοθούν οι απαντήσεις αλλά τι σημασία θα έχουν και αυτές;
Κόσμος πολύς κόσμος, τους έβλεπα, μα δεν με έβλεπαν! Η φωνή του τότε ακούστηκε ξανά… «τα όνειρα σου επιπλέουν στα χρώματά, όπως τα μάτια σου. Η δύναμη σου είναι στα μάτια σου… η σκέψη σου είναι στην καρδιά σου, το μαύρο δεν έχει χώρο να ζήσει, το λευκό υπερτερεί, νικά. Είσαι εδώ! Είσαι εκεί που κανείς δεν δει. Και να κρυφτείς δεν υπάρχει νόημα, δεν σε βλέπουν … Μην φοβάσαι κανείς δεν θα σε δει, κοιμήσου, εδώ, ονειρέψου και θα σε οδηγήσω εγώ! Που αλλού! Μονάχα στη θάλασσα. Εκεί που το μπλε, το πράσινο και το γαλάζιο χορεύουν όλα μαζί, ένα ακατάπαυστο ταγκό… θα στέκεσαι στην αποβάθρα, τα μαλλιά σου, καστανόξανθα, τα μάτια σου καστανά. Δεν σε τρομάζει ο αέρας, κοιτάζεις τον ορίζοντα με χάρη. Η φωνή σου σε παγιδεύει ακουμπάς το λαιμό σου, βαθειά αναπνέεις, χάνεσαι στα σκοτάδια του απέραντου φωτός. Μην δακρύζεις !» Φώναξε… « δεν πληγώνεσαι! Εδώ είναι όλοι, απλά περιμένουν…» «τι ?» τον διέκοψα!
«να πετάξεις, να χαθείς, να δεχθείς την βοήθειά τους.»
«μακάρι να ήταν αλήθεια αυτά που λες… αλλά κανείς δεν καίγεται σε καζάνια άλλων… δεν θέλω κανέναν άλλο παρά μόνο έμενα…»
«δεν καταλαβαίνεις έτσι!? Θα σου θυμίσω εγώ λοιπόν… ο αιώνιος κανόνας που επιβιώνει πιο πάνω από όλα… να αγαπάς και να αγαπιέσαι … μην μου κάνεις την χαζή, δεν είσαι. Δεν την αντέχεις την μοναξιά, μάταια την προσπαθείς, κοίτα πόσοι σε περιμένουν… ένα χαμόγελο σου θέλουν… Δώσ’ το και ας μείνει πάντα εκεί στη χώρα που έζησες λίγο, στην χώρα του ονειροφύλακα, στην χώρα των θαυμάτων ….
….Ξύπνησα από ύπνο βαθύ, ένα τριαντάφυλλο, δίπλα μου, κόκκινο. Μαύρο μελάνι στο χαρτί και τα λόγια τα εξής… «κοίτα μονάχα στη θάλασσα
Και θα έχεις συντροφιά
Μια φωτογραφία παλιά
Και ξεχασμένη …
Μην αφήνεις την σκόνη
Να σε κρατάει ξύπνια
Τίναξε το προσκεφάλι σου
Και αφέσου… τουλάχιστον εγώ θα είμαι πάντα εκεί…

Μαύρες τουλίπες
«Από στίχους βγαλμένες σκέψεις….»

Σε εκείνο το μέρος με στέλνετε να ζήσω; Εκεί που η πεθαμένη λογικά σας, συνομιλεί με το παράλογο και γίνεται φίλη με το θάνατο; Ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις; Που θα ορίσεις την κόλαση και τον παράδεισο; Γλυκέ μου δεν με ξέρεις καλά! Μην πιάνεις θεούς και δαίμονες στο στόμα σου να με φοβίσεις, προσπάθησε μόνο σου να με απειλήσεις και στην τελική να με νικήσεις! Μα μην προσπαθείς να με ρίξεις ενώ με βλέπεις ήδη κάτω. Είσαι γελασμένος δεν θα σε αφήσω να με δεις πιο κάτω!
Μα μου έλεγαν άνθρωποι, από παλιά, ότι οι άνθρωποι είναι ο καθρέφτης που βλέπουμε το είδωλό μας! Μα ποιος θέλει να καθρεπτίζεται στην σαπίλα και την λούφα των ανθρώπων. Είδες έχω μάθει και από σένα κάτι; Την ειρωνεία, την αλαζονεία, ίσως και την ικανότητα της μετατροπής της ζωής σε κόλαση… θυμάσαι τον ορισμό της κόλασης, που είχες ξεστομίσει λίγο πριν η μοναξιά μας τελειώσει στην τελευταία πνοή ενός τσιγάρου και στη τελευταία φυλακισμένη σταγόνα μπύρας, στο τσίγκινο κουτάκι; Μην κάνεις το κόπο θυμάμαι εγώ: Κόλαση είναι όταν ο θεός αποστρέφει τα μάτια του από σένα… Τι ειρωνεία θεέ μου! Στο πρόσωπο σου όταν γύρισες και μου είπες, με τα μάτια σου να λάμπουν, και τα χείλη σου να κοκκινίζουν από το συνεχές δάγκωμα και να σκάνε από την γεύση της αλμύρας, « Είναι τόσο κακό που σου μιλάω έτσι; Γιατί δακρύζεις; Η ζωή είναι μια καλό-γυρισμένη πλάκα, φάρσα ενός τρελού σκηνοθέτη, σενάριο ενός τρελού σεναριογράφου. Εγώ είμαι ο νέος Νέρων! Αυτός που θα κάψει τις ζωές όλων, όπως έκανε εκεί τότε εκείνα τα χρόνια αυτός έκαψε την Ρώμη, για να φτάσει στον απόλυτο ίστρο! Εγώ θα κάψω τις ζωές σας για να μάθετε πως είναι η κόλαση που νιώθω μέρα με την μέρα. Βλέπω την φλόγα να καίει τα όνειρα σου… Δεν σε προφυλάσσει η ονειροπαγίδα στο λαιμό σου κρεμασμένη! Ωχ δάκρυ ήταν αυτό. Σε έκανα να κλάψεις; Να νιώσεις μόνη, άδεια; Παράξενη; Άηχος ήχος ξεκούρδιστων μουσικών οργάνων είναι η αναπνοή σου, άρρυθμες ρίμες αφημένων λέξεων, ψυχές τα βήματα σου, ναι! φύγε μακριά μου, μπας και σώσεις έστω τη θωριά σου από την φωτιά μου.» Το γέλιο σου ακόμα με φοβίζει, αλλά τώρα ήρθε η στιγμή να σε σβήσω, να συνεχίσω, να προχωρήσω και να σε νικήσω, τελικά εσύ είσαι αυτός που κάηκε στις φλόγες σου! Τροφή στους δαίμονες σου και αγιασμός κάθαρσης στο παράδεισό μου… Κάθαρση ναι! Ω! ναι κάθαρση ίσως να μεταφράζεται αυτό που νιώθω με εκείνο το στίχο από ένα ποίημα του Πατρίκιου, που σου είχε κολλήσει, μέρες πριν, μήνες καθώς και χρόνια θα έλεγα: « όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα, ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο, ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο…» Καλή τύχη στο δρόμο που διάλεξες, αλλά σε αυτό το δρόμο δεν θα σε ακολουθήσω… Τα κόκκινα τριαντάφυλλα διακοσμούν τα λευκά χαλίκια του μαρμάρινου τάφου. Η ψηλή κοπέλα με τα καστανά μακριά μαλλιά απομακρύνεται με αργές κινήσεις από το περιτριγυρισμένο από μνήματα χώρο, αφήνοντας την μυρωδιά του γλυκού αρώματος της και την παρουσία της έντονη στο χώρο. Και ξαφνικά τα τριαντάφυλλα άρχισαν να μαυρίζουν και οι πρώτες νότες ενός παλιού γνωστού τραγουδιού από κάπου ξεκινά και ο καιρός μαυρίζει, και η ηχώ χάνεται… μένει στάσιμη, ο νεαρός που την περιμένει στην μηχανή την πλησιάζει, η κοπέλα κοιτά γύρω της! «έγινε κάτι ?» τη ρωτά « όχι νόμιζα ότι άκουσα το όνομά μου και ύστερα γέλιο, ξεχασμένο! Άστο κάποιος θα χει κέφια! Πάμε ? γιατί ο καιρός άλλαξε απότομα…» Και προχωρά γρήγορα, χάνεται μαζί του, κάπου στην άσφαλτο! Αποδεσμευμένη από το παρελθόν της και με γραπωμένα πλέον τα όνειρα της… Σαν κάτι παλιό που τη ζωή πλέον τα προσπέρασε στην εθνική οδό με 200, και ας χτύπαγε το κεφάλι της, δεν την πείραζε αρκεί να ζούσε τα πάντα, μόνο και μόνο για να μην νιώσει το πάγο εκείνης ξανά της μέρας….
η σιωπή κοιτά και χάνεται λες και κάποιος γελά , πετά και κάπου χάνεται… σιωπή… σιωπή… σιωπή… σιωπή…. πάγια νεκρική σιωπή…
ποιος απλά θα μιλήσει…
ποιος απλά θα ακούσει…

Ο έρωτας ισούται με το γινόμενο της τρέλας και της λογικής…
ο καπνός του τσιγάρου πέταγε ψηλά και σχημάτιζε νεφέλες. Καιγόταν μονάχο του, ακουμπισμένο στο τασάκι, γύρω από τους καφέδες…

Το γέλιο της, τον ξύπνησε. Κοίταξε το ανοιχτό παράθυρο, σκοτάδι με πρωταγωνιστή το φεγγάρι, λίγα αραιά σύννεφα. Κοίταξε δίπλα του, θέση κενή…
Προσπάθησε να ανακτήσει την ταχύτητα αναπνοής του, μα το κεφάλι του, έτοιμο να σπάσει, βυθισμένο σε πλάνη, σε μια χαώδη και ατελέσφορη πλάνη. Σηκώθηκε, προχώρησε στο σκοτεινό διαμέρισμα, οι κινήσεις του, γρήγορες, οι λέξεις μηδαμινές. Ποτήρι, βότκα, πάγος, ορισμένα δάκρυα που και που. Λίγη πυρίτιδα για να λάμψει η ζωή του. Το ποτήρι στα χέρια του, η φωνή της του τρυπά το μυαλό. – Αφού δεν θα την πιείς,, τι την βάζεις; Δάκρυα έκαναν διαδρομές στο παραμελημένο πρόσωπο του, τα μαλλιά του αλλόκοτα μάκραιναν, το μούσι γινόταν πυκνό… Κλείστηκε πάλι στο μικρό του, παράδεισο… Έβαλε cd και πάτησε το play. Οι πρώτες νότες του ορχηστρικού τραγουδιού έκαναν εμφάνιση. Κάθε νότα, μια μικρή λέξη, κάθε παύση, μια μικρή φράση, συγχορδίες- φάσματα ζωής! Η μουσική χαμηλώνει, υπαρκτές λέξεις, φαντασμάτων διδαχές, βγαίνουν από το στόμα του. Το ποτήρι σπάει, αίμα, σταγόνες βγαίνουν από το εσωτερικό της παλάμης.
Κλείνει τα μάτια του, προσπαθεί να θυμηθεί, θυμάται την εικόνα της, μάλλον από κάποιο παραμύθι βγαλμένο. –έτρεχε πέρα δώθε στο δάσος, το φουστάνι της λευκό, τα μαλλιά της ίσα καστανά. Στεφάνι αμυγδαλιάς τα στολίζει. Το δέρμα της ξανθό, τα χείλη της στο φυσικό χρώμα. Τα καφετιά φύλλα του φθινοπώρου χόρευαν μαζί της. Τη κοιτούσε, μα ο ήλιος τον τύφλωνε και την έχανε. Βρέθηκε δίπλα του κάποια στιγμή, ένιωσε το φιλί της, μα η γεύση του ήταν κάπως πικρή, στυφή. Άνοιξε τα μάτια του, είχε χαθεί…
Κούρνιασε σαν μικρό παιδί και αποτίναξε την λύπη του, στο πλέον δεμένο χέρι του, στο γκρι μελαγχολικό δωμάτιο της ατέλειωτης θεραπείας. Μα γιατί τον θεωρούν τρελό, απλά αγάπησε. Μα γιατί κανείς δεν τον πιστεύει ερωτεύτηκε…
Σιωπή πανταχού σιωπή
Μήπως το διάλλειμα τελειώσει
Κραυγή πανταχού κραυγή
Μήπως κανείς μας ακουστεί
Και το ψέμα πια τελειώσει…


Στοιβαγμένα όνειρα σε κόκκινα σεντόνια…
Κοίταξα το πρόσωπο σου λίγο πριν την ανατολή, και έζησα για άλλη μια φορά το φόβο του ονείρου σου, να σε κατατρώει… Σαν ακτίνα θα ερχόμουν και θα το σκότωνα μα εσύ ήσουν πάντα ο δυνατός και εγώ κρατιόμουν από την δύναμη σου, αυτή…


Λες και η ζωή μας περιβάλλει με αόρατο μανδύα, λες και δεν θέλει να χτυπήσουμε. Με κοίταζες ώρα πριν σου μιλήσω, ώρα πριν αρχίσω να βρίζω το αναθεματισμένο ρεύμα για την διακοπή, ώρα πριν αρχίσω να πετάω ότι βρίσκω μπροστά μου, μόνο και μόνο για να ακούσω την φωνή σου.
Μα εσύ χανόσουν, χανόσουν στην δύνη των ονείρων σου και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω, απλά σε άφηνα να ζεις μέσα στον ιδεατό κόσμο σου. Μέσα στην δική σου ανάσα ζωής. Με κοίταζες και παρόλα αυτά δεν μίλαγες, με αγαπούσες παρόλα αυτά με αρνήθηκες για να μην πληγωθούμε, για να μην ερωτευτούμε, για να μην αφεθούμε. Τι στο διάολο σκεφτόσουν εκείνη την νύχτα και φτάσαμε ως εδώ;
Δεν είναι απάντηση ότι σκεφτόσουν τα όνειρά σου! Και δεν στο λέω αυτό επειδή μες στα όνειρα σου δεν περιλαμβανόμουν και εγώ αλλά επειδή σε ήθελα εδώ. Ζούσαμε μαζί αλλά εσύ ζούσες πάντα αλλού. Έλεγες παντού ότι είμαστε μαζί, αλλά εγώ μόνο ήξερα ότι κάθε βράδυ σε έπιανε το στομάχι σου, και έφευγες δήθεν για να μην με ανησυχήσεις, πάντα αφού είχα κοιμηθεί, πάντα αφού με είχες φιλήσει για πολλοστή φορά, πάντα αφού είχαμε μιλήσει, μα ποτέ δεν μας βρήκε το ξημέρωμα μαζί, ούτε εκείνες τις νύχτες, σαν να μας είχαν αγιάσει με την ασθένεια του ύπνου, μόνο που εμείς δεν πέσαμε σε κώμα, σε βαθύ λήθαργο αλλά πατήσαμε το pause στις ζωές μας, στα θέλω μας, και να που καταλήξαμε, στο μέρος που γνωριστήκαμε να κατηγορούμε πάλι ο ένας τον άλλο για τις χαμένες ευκαιρίες του χωρισμού, για τα χαμένα όνειρα της ελευθερίας μας… μόνο που λίγο αργά δεν βρήκες να μιλήσεις, τόσα χρόνια έχουν περάσει, τώρα θα σκαλίσουμε το παρελθόν γιατί; Ψάχνουμε κάποιο θησαυρό; Τι ψάχνεις να βρεις, μην μου πεις το χαμένο σου εαυτό; Ε όχι ρε Άρη! Δεν σε πιστεύω; Εσύ δεν είχες καλά-καλά το νεύρο να με αφήσεις, εδώ! Πριν ακριβώς τρία χρόνια, σε αυτή εδώ την παραλία, στο τελευταίο μας περίπατο… το δρόμο του γυρισμού το διαλέξαμε χωριστά, απλά με ένα απαλό φιλί στα χείλη και ένα αντίο στα μάτια, ανείπωτο, ανεκλάλητο, σαν τον έρωτά μας. Και τώρα μου ζητάς να πιστέψω τι; Ότι με αγάπησες; Ότι με ήθελες δίπλα σου; Αυτό είναι το κακό με σένα πάντα ήθελες κάποιον αλλά ποτέ δεν ήσουν εκεί όταν σε ήθελαν! Και πίστεψε με ήταν πολλές εκείνες οι φορές που σε ήθελα δίπλα μου, να νιώσω ότι πράγματι υπήρχες…



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 1
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Έρωτας & Αγάπη,Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

the soul would have no rainbow if the eyes had no tears...
 
poetryf
23-10-2008 @ 05:15
οι άνθρωποι πάντα φεύγουν, μα αν επιστρέψει κάποιος τι γίνεται τότε;
Από τα ερωτήματα που απασχολούν κι εμένα.
Πολύ όμαρφα και συναισθηματικά και τα δυο γραπτά.

Μαύρες τουλίπες
«Από στίχους βγαλμένες σκέψεις….» ::yes.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο