haram

Δημιουργός: anuya, Diogenees

haram =απαγορευμένο, που οφείλεις να το πληρώσεις, halal =καθαρό, που δέν το χρωστάς (στα σανσκριτικά prasaada)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][font=Palatino Linotype]Δέν είν’ ο θάνατος όπως φαντάζεσαι μπάμ και κάτω
είναι σαν πριόνι αργό οδυνηρό κάθε μέρα που κόβει
και σε αποκόβει βαθμιαία όπως κύτταρο απο το σώμα
δίχως αναισθητικό σου αφαιρεί μιά τρίχα ένα δόντι
κι έπειτα κι άλλο κι άλλο ώσπου τίποτε πιά να μην έχεις
μήν το ελπίζεις ανώδυνα να τον περάσεις το Χάρο
σάν το χταπόδι ξεραίνεσαι κρεμασμένο στον ήλιο
χάνοντας τη ζωτικήσου πνοή λίγο λίγο με πόνο
και ό,τι ονομάζουμε τύχη κακή είναι μιά δόση απώλειας
όσο σου κόβει ο νούς την πολύτιμη ζωή τσιγγουνέψου
δίχως χαράμι να ζείς και η απώλεια δέν θα σε βρίσκει
άσ’ τα παυσίπονα ειδών ειδών βρίσκε το αίτιο του πόνου[/align]


για αυτά τα πράγματα μιλάει το 道徳經
βέβαια, σε όποιον δέν έχει ποτέ πόνο ή δυστυχία, όλη αυτή η σοφία είναι άχρηστη

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-05-2009