Σαν Ίκαρος+( Οδύσσεια Α ! στix.105-148)

Δημιουργός: ivikos

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πλαγιάσματα κι οι αγάπες σου απόκρυφες
ο έρωτας νυχτέρια στη μονή σου
οι ώρες μυστικές , μα και σεμνότυφες,
παλίρροια στο κύμα η ηδονή σου

Στριμώχτηκες σε ώρες, σαν σαράβαλα
πεσμένοι του έρωτά μας οι πυλώνες,
στα ξένα τα κορμιά, φιλιά και ντράβαλα
περνούσαν στης ζωής σου τις οθόνες.

το φάσμα μιας αγάπης σου αφιέρωσα,
σπαρμένα στις νυχτιές παλιά φεγγάρια,
για το άγριο χαλάζι σ’ ενημέρωσα
και τ’ άδεια της αγάπης μας παγκάρια

Σημάδεψα σαν Ίκαρος το ίχνος σου
μα λιώσανε τα κέρινα φτερά σου
προσπάθησα, μα αφού έσβησε ο λύχνος σου
ποια κέρματα να βρω της αγοράς σου!!

25.05.09
------------------------------------------------------------------------------
------------------------------------------------------------------------------
------------------------------------------------------------------------------
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Α! Ραψωδία 105-148

Ροβόλησε απ’του Όλυμπου τα ύψη και τα φώτα 105
και στην Ιθάκη στάθηκε, στου Οδυσσέα τα μέρη
στο πρώτο της αυλής σκαλί, ολόρθη μπρος στην πόρτα
κραδαίνοντας το χάλκινο κοντάρι στο ένα χέρι

ίδια και απαράλλαχτη ,του Τάφιου του Μέντη
του αρχηγού, κι αντίκρυσε μνηστήρες με τα ζάρια 110
στα χέρια, άγνοα να κυλούν, στο ξέφρενό τους γλέντι
χωμένους μέσα στων βοδιών τα μαλακά τομάρια

που είχαν σφάξει μόνοι τους, κι οι κράχτες κι οι βοηθοί τους
μισοί, κρασί αραίωναν στους αργυρούς κρατήρες
κι οι άλλοι μισοί, τις τράπεζες πλέναν με το σφουγγί τους
το μυριοτρύπητο, να παν το κρέας στους μνηστήρες.

Πρώτος ο ουρανόμορφος Τηλέμαχος την βλέπει
σκεφτόμενος, με την καρδιά, βαριά-βαριά και μαύρη,
μες στο μυαλό του ο κύρης του, που να ’ναι, και αν πρέπει
να εμφανιστεί ανίκητος, χαρά ο τόπος νάβρει 120

και το βασίλειο του ξανά, στα χέρια του να έχει.
Αυτές οι σκέψεις μες στο νου φέρνανε γύρω τώρα
καθώς την Αθηνά κοιτά και προς την πόρτα τρέχει
γιατί του έρχεται βαρύ να στέκει ξένος ώρα.

Σιμά ζυγώνει κι άπλωσε το χέρι στο κοντάρι
το χάλκινο, έχοντας στον νου πως θα τον ξεκουράσει
και με κουβέντες καρδιακές τον ξένο σιγοντάρει:
«Καλή σου ώρα ξένε μου, η πείνα σου αν χορτάσει

τότε μας λες ποιο αερικό κοντά μας σ’ έχει στείλει».
Αυτά είπε ο Τηλέμαχος και ξεκινά με χάρη, 130
πίσω πηγαίνει η Αθηνά, στων πύργων το αντιστύλι
και στήνει μες στην λαξευτή τη θήκη το κοντάρι

την σκαλισμένη με χρυσό, που αστραποβολούσε
με του Οδυσσέα γύρω της, γεμάτη τα κοντάρια
και στο θρονί τον ξένο του γλυκά τον εκαλούσε
σε υφασμένο να βρεθεί σεντόνι από λινάρια

και στο σκαμνί ο ξένος του τα πόδια ν’ ακουμπήσει.
Πήρε κι αυτός ένα θρονί, μακριά κι όχι μαζί τους
απ’ των μνηστήρων το χορό, μη ο ξένος κι απηυδήσει
απ’ τον πολύ τον σαματά, κι από την χλαλοή τους 140

και φαγητό δεν ευφρανθεί, μα σαν το φέρει η ώρα
για τον χαμένο κύρη του ερώτηση να κάνει.
Μια δούλη σε αργυρόσταμνο, όμορφα φέρνει δώρα
νερό δροσιάς για νίψιμο, σε ολόχρυση λεκάνη

τραπέζι εμπρός τους έστρωσε, σεμνή μια παρακόρη
φορτώνοντάς το φαγητά, με υπέροχα πλουμίδια
και παραδίπλα κέρναγε ο κεραστής, το αγόρι
γλυκό κρασί, μπρος στα ζεστά και στ’ αχνιστά κοψίδια 148 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ...



Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-05-2009