Μοίρα, κύμα, υποταγή

Δημιουργός: Θεοδώρα Μονεμβασίτη , Θεοδώρα Μονεμβασίτη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σ’ άγνωστα παλάτια θηλυκά όνειρα κι αρσενικές σιωπές να σέρνει ο χρόνος
κι όλα λίγο θολά.
Χώρα δική μου, στ’ αλήθεια τι γυρεύω, δεν το ξέρει κανείς
να βλέπω να ‘ρχεσαι και να σαι μαζί μου, πέτα στολίδια και έλα να δεις.
Βγάλε τ’ ασημένια, τα χρυσαφικά σβήσε όλα τα χρόνια κι άσε τα λεπτά
ξέρω απ’ τον πύργο να βγω.
Σε μοιράζομαι, με κείνη την ώρα που σωπαίνει και με την ώρα του δειλινού
σε μοιράζομαι.
Στη ματιά η βιασύνη πεθαίνει κι αργά δες ανοίγει η ώρα αυτή
κι η άλλη να κλείνει σαν ψέμα πιο κει, να βλέπω να μοιάζεις μ’ αρχή
προπορεύτηκα κι ερωτεύτηκα τον τρόπο να ξαναζώ
κι αν φαίνομαι αλήτης και ξένος ήμουνα πάντα εδώ, στα πιο κει…

Σβησμένος ο χάρτης μιλάει για μια εντολή, διψάει το πνεύμα στην πρώτη μου γη
εκείνη που ξέχασα, εκεί και σε έχασα, στιγμές θαλασσί, με σκιές βυσσινί
καραδοκούν μωβ απειλές, πολιορκούν με κόκκινο δες.
Σ’ ένα πράσινο φύλλο δεμένη η ζωή.
Ειρηνικό φιλί στο μετά μιας φυλής και στο έπειτα ναι, περιμένω εκεί
διπλοκεντημένη αυτή η σημασία διπλογύρισέ την κι αυτή την κλωστή
μοίρα και υποταγή. Χέρι χέρι μαζί. Κι η ανυπόταχτη τώρα η ζωή να υποτάσσεται
σε μια ξεχασμένη αξία, λίγο μπλε και στο άσπρο ξανά τρικυμία.

Εκεί που μ’ αποπήρε η ζωή ξαγρυπνώ, ξυπνώ εκεί στου τραγουδιού το πρώτο κύμα
τ' όνειρο αυτό ξέρει να παιδεύει, κύμα π’ αγριεύει φτάνει σ’ άλλη γη
ξεκινά απ’ το στήθος η παλιά φυγή μου και σε φέρνει πίσω μοίρα υποταγή.

Μ’ ένα ακόμα "αν" το ρολόι γυρνά κι η βροχή στο χώμα κι αυτή ν’ αγαπά
κόκκινο πράσινο ζωής, φύγε ως εκεί, που ξυπνά η ζωή
φύγε κι έλα πάλι όταν θα ‘ναι μέρα, νύχτες να νικήσεις και στιγμές πιο πέρα.
Να ‘ξερες τι λέει το κύμα… «μη ρωτάς πώς μάχεται ο μικρός»
πες πως ήδη βγήκα απ’ την τρικυμία και απολογούμαι σα μικρός θνητός.
Πόσες φορές θα νικηθώ, πόσες φορές θα κερδίσω ξανά
τ’ ανήσυχα λεπτά κι όλα δανεικά.


Λέγαμε ξανά τα ίδια και τα ίδια, ως το ξημέρωμα να πάψεις να πονάς
όπως στα κατώγια με αυτά τα λίγα, που τα λένε μόνο σιωπηλά παιδιά.
Ήμουν παιδί και στη φθορά τους τη διαφθορά τους έβλεπα
στις αλυκές αλάτι και αλμύρα.
Ζώνη και μάχη, σπαθί και σιωπή, με διαπασών το δικό μου λα, γύρεψα πολλά
τέλος προσμονής σ’ άγονη στεριά, κυβερνάει ο θεός όλο αυτό το κύμα
που στο βράχο φτάνει στήθος να ακουμπά.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-07-2009