Το ναυάγιο του Τιτανικού

Δημιουργός: ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ, ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Από το λιμάνι του Σαουθάμπτον στην Αγγλία στις 12 το μεσημέρι σάλπαρε
Για το παρθενικό του ταξίδι με προορισμό τη Νέα Υόρκη ο «Τιτανικός»
Η πλώρη του σαν το χειρουργικό νυστέρι έσκιζε της θάλασσας το ντύμα
Κι όλα μες τ’ Απρίλη τ’ άνθη φαντάζανε ρόδινα και πηγαίνανε όλα πρίμα.

Εγώ επιβάτης της τρίτης θέσης μαζί με φτωχούς κι εργατικούς ανθρώπους
Είχα κερδίσει το εισιτήριό μου στα χαρτιά σ’ ένα του λιμανιού χαμαιτυπείο
Και καθώς ανέβαινα τη σκάλα δυο μάτια μελιά μού μαγνήτιζαν την καρδιά
Στο σαλόνι της πρώτης θέσης κατάφερα και τρύπωσα την επόμενη βραδιά.

Οι πλούσιοι καλοντυμένοι επιβάτες δειπνούσαν στα πολυτελή τραπέζια
Ο πεπειραμένος καπετάνιος με την άσπρη γενειάδα κάπνιζε την πίπα του
Κι εγώ τη στιγμή που ιπποτικά σού έσφιγγα το γαντοφορεμένο σου το χέρι
Σου ’δινα το ραβασάκι για να συναντηθούμε στο ρολόι του πλοίου ξανά.

Όταν ήρθες σαν νεράιδα και με βρήκες τα μάτια μου έλαμψαν από χαρά
Πρώτα πήγαμε στο γλέντι της τρίτης θέσης με τα τενεκεδένια ταμπούρλα
Και μετά μεθυσμένοι απ’ το γλυκό πιοτί του έρωτα κατεβήκαμε στο αμπάρι
Εκεί μέσα σ’ ένα αμάξι άγγιξα το τρυφηλό γυμνό κορμί σου πρώτη φορά.

Μα ξαφνικά ένας κραδασμός δυνατός διέκοψε τα παιχνίδια μας τα ηδονικά
Το πλοίο των ονείρων σ’ ένα γιγαντιαίο παγόβουνο είχε προσκρούσει
Απ’ το ρήγμα που ’χε ανοίξει χιμούσαν μες στα κύτη τα νερά ορμητικά
Ο καπετάνιος έδωσε εντολή το πλοίο απ’ τον κόσμο σύντομα να εκκενωθεί.

Οι σωσίβιες λέμβοι με τα γυναικόπαιδα μέσα ’πεφταν στην κρύα θάλασσα
Οι φωτοβολίδες κινδύνου καρφώνονταν στου έναστρου ουρανού τα σωθικά
Το πλήθος των επιβατών αλαφιασμένο κραύγαζε από απερίγραπτο πανικό
Κι η ορχήστρα του πλοίου συνέχιζε ατάραχα να παίζει κομμάτια κλασικά.

Μετά έσβησαν τα φώτα και το πλοίο σαν χαρτόκουτο κόπηκε στα δυο
Εμείς πιασμένοι απ’ το χέρι είχαμε γαντζωθεί στης πρύμνης την κουπαστή
Και όταν το πλοίο βυθίστηκε εντελώς μείναμε μαζί στο παγωμένο νερό
Πάνω σε μια ξύλινη πόρτα σ’ ανέβασα και περίμενα το τέλος το οδυνηρό.

Το κορμί μου σφάζανε μαχαίρια και τα χείλη σου φίλησα τελευταία φορά
Όταν πέθανα μ’ έσπρωξες στον υγρό μου τάφο και πήρες τη σφυρίχτρα
Καλώντας τις βάρκες που ’ψαχναν για επιζώντες ανάμεσα στα πτώματα
Εσύ θα πεθάνεις στο ζεστό σου κρεβάτι και ξέρω θα με θυμάσαι παντοτινά.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-09-2009