Ο Γαμίας, τα Σκιουράκια και η Βερικοκιά

Δημιουργός: zpeponi, Νικος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ήταν ο μπήχτης ο σωστός, ο μπήχτης ο σπουδαίος,
σε πόλεις, κάμπους και βουνά, γαμίας πανωραίος.
Κορμί σαν του Απόλλωνα, του Άρη, του Διονύσου:
Ουρές γι’ αυτόν εκούναγαν... για να τον ετιμήσουν..!

Γωγώ, Μαρία, Αρετή, Νατάσα και Βασίλω,
όλες κρυφοκαμάρωναν τον τραγανό τους φίλο.
Όλες σκεφτόταν πως αυτές, στο βάθος, αγαπάει:
Αυτός, που δέρνει λέοντες και σίδερα λυγάει!

Όμως, ένα τραχύ πρωί, μια μέρα του ολέθρου,
μέσα στη πλάση την αγνή, στα χόρτα της υπαίθρου,
γνωρίστηκε με τη Βιβή και κάηκεν ο μαύρος:
Αυτό δεν ήτανε γυνή! Ήτανε πόθος λάβρος!

Από εκείνη τη στιγμή, αλώθηκε το κάστρο του.
Ο λύκος έγινε αρνί, σιγόσβηνε το άστρο του.
Τι μονοπάτι σου ‘τυχε, λαμπρέ μου, να διαβείς...
Ο βασιλεύς των ντιβανιών: νυν σκλάβος της Βιβής...

Ό,τι απαιτούσε, το ‘δινε. Να την ευχαριστήσει.
Αχ, να την βλέπει να γελά, του ‘φτανε για να ζήσει!
Μα δυστυχώς - ο δυστυχής - τι κρίμα κι αδικία:
Αχόρταγη αποδείχθηκε, η νύφη του Γαμία...

Αφού, λοιπόν, εστέρεψε, η δοτική του φύση
κι αυτή - για ατυχία του - δεν του ‘χε καν καθήσει,
της λέει: «Σε λυμπίζομαι κι έχω σκοπό ανίερο»
και πήρε για απόκριση «Κάνε μου δώρο σκίουρο».

Περιχαρής, τρέχει ευθύς, μην τύχει και τη χάσει
και σκιουράκι αγόρασε, από το Σοπ του Βλάση!
«Ω, το φτωχό», κάν’ η Βιβή. «Δεν βλέπεις; Θέλει ταίρι!»
Κι έτσι με δυό επέστρεψε: Έναν σε κάθε χέρι.

Η ευτυχία, πίστεψε, τον πήρε στο κατόπι...
«Χαλάλι πήγαν», σκέφτηκε, «οι τόσοι μου οι κόποι».
Μα η Βιβή ξενέρωσε, γοργά με τα σκιούρια...
και προτιμούσε τώρα πιά να βγαίνει με γαϊδούρια...

Μία νυχτιά, κρύα νυχτιά, νυχτιά μεσ’ στο σκοτάδι,
την κάνει, ξάφνου, τσακωτή να τρώει έν’ αχλάδι...
και να κουνά την αχλαδιά... και κάτι άλλο ύποπτο:
Από δυό μέτρα νταγλαρά, να τρώει και βερίκοκο...!

Ελύγησεν ο δυστυχής... ασέλγησεν ο Έρως του...
Δεν ήξερε... δεν άκουγε; Του τα ‘λεγε ο γέρος του!
Μα τι να κάνει τώρα πιά, δεν του ‘μεινε και τίποτα...
Πιάνει, λοιπόν, και έτρωγε, ολημερίς... βερίκοκα...

Πέταγε τα κουκούτσια τους στον κήπο του σπιτιού του
Απ’ τα πολλά φρουτοειδή, του ‘ρχεται προς νερού του...
Ένα δεντρί που φύτρωσε, συνέχεια το κοιτάει...
Κι όταν θυμάται την Βιβή, βγαίνει και κατουράει...!

Τέλος καλό, όλα καλά.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-12-2009