Νικολάε Λάμπις_ο θάνατος της λαφίνας

Δημιουργός: DETOBON

Προσωπική μετάφραση από τα ρουμανικά

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]Nicolae LABIS (1935-1956)[/B]/ Νικολάε ΛΑΜΠΙΣ

[B]Ο θάνατος της λαφίνας[/B]


Μετάφραση αφιερωμένη στον φίλο μου [U]Αmariei Dumitru [/U] η καταγωγή του οποίου είναι από τα μέρη που περιγράφει
ο ποιητής σ'αυτό το πανέμορφο και σπαραχτικό ποίημα.


Η ξερασιά έχει πνήξει του αέρα την πνοή,
Ο ήλιος έλιωσε και ξεχείλησε στη γη.
Ο ουρανός έμεινε άδειος κι απ’τα βαθυά πηγάδια
Βγάζουνε μόνο λάσπη τα ξύληνα κουβάδια.
Πάνω στα ύψη στήνουν χορό φωτιές, φωτιές
Και κατακαίν’ τα δάση φλόγες σατανικές.

Γλυστρώ με τον πατέρα μεσ’απ’των δέντρων τα στενά
Και τα ξερά κλωνάρια με γδέρνουν σαν αγκάθια.
Κινάμε για κυνήγι απάνω στα βουνά,
Της πείνας το κυνήγι στα άγρια Καρπάθια.
Η δύψα μ’αποκάμνει. Πάνω στην πέτρα βράζει
Κάθε σταλιά που βγάζει μια παλιά πηγή.
Τα κροταφά μου σκάνε. Νοιώθω σα να βαδίζω
Πάνω σ’άλλον πλανήτη, βαρύ, και σ’άλλη γή.

Kαραδοκουμε κάπου όπου ακόμα έχει μείνει
Μία πηγή αστέρευτη με λαγαρό νερό.
Όταν θα δύσει ο ήλιος, όταν θα βγεί η σελίνη,
Θά’ρθουνε μία μία οι λαφίνες
Του δάσους να ξεδυψάσουνε εδώ.

Λέω : «Δυψώ»! Ο πατέρας μού γνέφει να σωπάσω.
Νερό μου κρουσταλλένιο, πόσο σε θέλω όμως !
Η δύψα μου μ’ενώνει με το πλάσμα που θα φωνευτεί
Σε ώρα που επικρίνουν τα έθιμα κι ο νόμος !

Με θρό ξερό η κοιλάδα ολάκερη αναπνέει.
Τι δείλι φρικαλέο προετοιμάζει η φύση !
Ο ουρανός ματώνει και το στήθος μου είναι κόκκινο σάμπως
Νά’χα τα ματωμένα χέρια μου επάνω του σκουπίσει.

Σα σε βωμό οι φτέρες καίνε εδώ κι εκεί
Κι ανάμεσά τους τ’άστρα έλαμψαν μ’απορία.
Αχ, πόσο θάθελα να μη φανείς, να μη φανείς,
Πανέμορφη κι αθώα του δάσου μου θυσία !

Εκείνη φάνηκε πηδώντας και σταμάτησε
Κοιτάζοντας ολόγυρά της με φοβία
Και τα λεπτά ρουθούνια της άγγιξαν τα νερά
Ταράζοντας με κύκλους την επιφάνεια, τη λεία

Στα μάτια της λαμπήριζε κάτι το μυστικό
Ήξερα, θα πονέσει πολύ και θα πεθάνει.
Μου φαίνονταν πως ζούσα το μύθο όπου μιά μάγισσα
Την πιό ωραία κοπελιά λαφίνα την είχε κάνει.

Απο ψιλά η σελίνη απάνω της σκορπούσε
Λαμψεις σα νάταν άνθη λευκά από κερασιά.
Αχ, πόσο θάθελα το όπλο του πατερα
Να μην έβρει το στόχο του ετούτη τη φορά !

Τα δάση όμως τραντάχτηκαν. Στα γόνατα πεσμένη
Σήκωσε το κεφάλι της προς τ’άστρα μια στιγμή,
Έπειτα τό’γυρε σιγά, προς τα νερά, σκορπώντας
Χίλια μαργαρητάρια τρογύρω απ’την πηγή.
Ένα πουλί γαλάζιο πέταξε φοβησμένο
Κι η ψυχή της λαφίνας πού’τανε μιά σταλιά,
Ξέφυγε μ’ένα τσίρηγμα σαν ένα χελιδόνι
Που αφήνει το φθυνόπωρο άδεια τη φωλιά.
Τρεκλίζοντας πλησίασα να κλείσω
Τα ολόμαυρα και δακρυσμένα μάτια της ωραίας
Λαφίνας κι αναρίγησα όταν άκουσα κοντά μου
Τον πατέρα να φωνάζει με χαρά: «Έχουμε κρέας»!

Λέω : «Δυψώ»! Ο πατέρας μού γνέφει να πλησιάσω.
Νερό μου κρουσταλλένιο, πόσο σε θέλω όμως !
Η δύψα μου μ’ενώνει με το πλάσμα που έχει φωνευτεί
Σε ώρα που επικρίνουν τα έθιμα κι ο νόμος !
Αλλά ο νόμος ειναι κακός και δε μετράει
Όταν το στήθος τη ζωή μόλις που την κρατάει
Κι η παράδωση κι ο οίκτος είναι απλώς πλεκτάνη
Όταν η άρρωστη αδελφή μου πεινάει και θα πεθάνει.

Βγάζει καπνό ακόμα το όπλο τού πατέρα.
Αχ, πως πετάν’ τα φύλλα και δεν έχει αέρα !
Ανάβει ο πατέρας φωτιά τρομαχτηκιά.
Αχ, πόσο έχει αλλάξει το δάσος τώρα πιά !
Χωρίς να ξέρω πιάνω στους θάμνους τους ξερούς
Ένα μικρό κουδούνι με ήχους αργυρούς.
Βγάζει ο πατέρας απ’τη σούβλα στη φωτιά
Τα σκώτια της λαφίνας ζεστά και την καρδιά.

- Τι θες καρδιά ; - Πεινάω ! Θέλω να ζήσω…Εγώ…
Συγχώρα με, λαφίνα – παρθένο όνοιρο !
Νυστάζω. Αχ, το δάσος δεν είναι πιά αθώο...
Τι σκέφτεται ο πατέρας ; Τρώω και κλαίω.Τρώω !

*****

[I]Ήταν ο πιό χαρισματικός και αγαπημένος ρουμάνος ποιητής της γενιάς του. Πέθανε όμως πολύ νέος, χτυπημένος από ένα τραμ. Σήμερα πολοί λένε ότι αυτό το ατύχημα δεν ήτανε... τυχαίο !
Ο ποιητής είχε μόλις κλείσει τα 21 του χρόνια. Ξεψύχησε στο νοσοκομείο στις 22.12.1956 .
Μερικές ώρες μετά το ατύχημα ο ποιητής υπαγόρεψε σ'έναν στενό του φίλο το τελευταίο του ποιήμα:[/I]

Το πουλί με το ρουμπινένιο ράμφος
εκδικήθηκε, νάτο, εκδικήθηκε.

Δε μπορώ να το χαϊδέψω.
Με καταπλάκωσε
το πουλί με το ρουμπινένιο ράμφος.

Κι αύριο
τα νεοσσά του πουλιού με τo ρουμπινένιο ράμφος,
τσιμπολογώντας το χώμα
ίσως θα βρούν
τα ίχνη του ποιητή Νικολάε Λαμπις
που θα μείνει μια ωραία ανάμνηση.

10 Δεκεμβρίου 1956



Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-01-2010