Ρασπούτιν (επεισ 2)

Δημιουργός: marakoskevasmata, Μάριος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

...ήταν εκείνος, με το λιγδιασμένο του ράσο, έχοντας αγκαζέ δυό τσιμπλιασμένες κυράτσες που χασκογελούσαν βλέποντας με να κρατιέμαι με το ζόρι από μια κολώνα του φωταέριου.
Ο Γκριγκόρι με κοίταξε διαπεραστικά στα μάτια και τραβώντας με απ το χέρι ,με ανάγκασε να σταθώ ορθός μπροστά του. Κατόπιν σήκωσε τα ράσα του και μούδειξε ένα κρυμμένο θησαυρό.
Λουκάνικα,καπνιστό σαλάμι,ψωμί ,όλα σε αφθονία,μέσα σε μικρές δερμάτινες θήκες,αλλά και ένα μισογεμάτο μπουκάλι βότκας.
¨φάγε τέκνο μου,να στηλωθείς¨¨γρύλισε καγχάζοντας και με προέτρεψε να απλώσω τα χέρια στον ανεκτίμητο θησαυρό,ενώ εκείνος άρχισε να πίνει τη βότκα χωρίς αναπνοή,μοιράζοντας την κάπου κάπου και με τις δυό νταβλαντισμένες που τον συνόδευαν.
Οση ώρα απολάμβανα το πλούσιο γεύμα,εκείνες τον ψαχούλευαν τόσο ξεδιάντροπα κάτω απ το ράσο του,που τον έκαναν να βγάζει δυνατά βογγητά σαν πληγωμένο θεριό
Αφού φχαριστήθηκε η γούσα μου το πλούσιο γεύμα και ρεύτηκα αξιοπρεπώς,ξεκινήσαμε κάποια στιγμή κι οι τέσσερις μαζί για το σπίτι του σωτήρα μου.
Ηταν ένα ξύλινο διώροφο στην οδό Μουργάνωφ,μπροστά από ένα κατάφυτο πάρκο με λυγερόκορμες λεύκες,στις όχθες του Νέβα.
¨Αντε πάρτε τα ποδάρια σας μουλάρες ,καιρός για ¨καυτή σούπα¨κράυγασε ρίχνοντας συγχρόνως λάγνες ματιές στα καπόυλια των ξελιγωμένων για έρωτα θηλυκών που προπορευόντουσαν χαριεντιζόμενες σε τέτοιο βαθμό ,που θάκαναν ακομα και τους μαουνιέρηδες των καναλιών να κοκκινίσουν από ντροπή.
Δεν ήξερα την έννοια ¨καυτή σούπα¨ ,ελπίζοντας ότι θα γευόμασταν κάτι το ζεστό και όχι τα καυτά κορμιά των δύο γυναικών που χωρίς αιδώ μας προσφέρθηκαν πάνω σ ένα τεράστιο σοφά.
Το τι έγινε εκείνο το βράδυ δεν λέγεται αλλά ούτε και γράφεται.
¨΄ξέρεις καλά γράμματα Βλαντιμήρ?¨¨,με ρώτησε κοιτάζοντας με υπο γωνία σε κάποιο διάλειμμα του ανομολόγητου οργίου που είχε προηγηθεί.
¨Ναι πάτερ,έχω βγάλει και Γυμνάσιο¨είπα κορδωμένος τονίζοντας την κάθε μου λέξη.
Τοτε εκείνος αναπήδησε ως το ξύλινο ταβάνι,πετώντας από πάνω του την μια απ τις δυό αναμαλιασμένες μαινάδες που δεν χόρταινε το ερωτικό του ταπεραμέντο.
¨χρειάζομαι γραμματέα και σύ είσαι αυτό που γύρευα¨και συνέχισε λύνοντας την μεγάλη κοτσίδα πίσω απ το κεφάλι του.¨ξέρεις πως εγώ .. μπήτ γράμματᨨ
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι συμφωνώντας με τα καταληκτικά του λόγια και κατόπιν πήρα τον λόγο ".Όμως σε τί ακριβώς θα μπορούσα να σου φανώ χρήσιμος?"
Ο Ρασπούτιν τότε φόρεσε το ράσο του και φτύνοντας τον φελλό από μια μπουκάλα γιομάτη κόκκινο κρασί,με οδήγησε στο ξύλινο μπαλκόνι που έβλεπε στο ποτάμι
"Θωρείς εκείνα τα φώτα απέναντι?".Κοίταξα με απορία αυτό που μούδειχνε,προσπαθώντας να μαντέψω την σκέψη του.
"Είναι η πιο μεγάλη μας ευκαιρία Βλαντιμήρ,το Θείο όραμα που είδα,πριν από χρόνια".
Εριξα μια ματιά σ εκείνο τον μεγαλοπρεπή όγκο που ίσα ίσα μπόρεσα να διακρίνω πίσω απ τις λεύκες.
"΄Μα αυτό που μου δείνεις είναι το παλάτι του Τσάρου Νικόλαου,"είπα τραβώντας τον απ το ράσο για να μου το επιβεβαιωσει.
Τότε τον είδα να σμίγει τα φρύδια του και να πετά το απείραχτο μπουκάλι κάτω απ το μπαλκόνι.
"¨Εκεί θα δράσουμε μωρέ,εκεί θα τα κονομήσουμε ζωντόβολο".¨Τα μάτια του είχανε βγεί στην κυριολεξία απ τις κόγχες και τα σάλια του έτρεχαν σαν του λύκου που παραμονεύει την τρυφερή λεία του.
"¨Όχι πιά βρωμιάρες πουτανίτσες, αλλά αρωματισμένες μεγαλοπουτάνες,κύρ γραμματέα μου !¨"
Αυτά είπε και έγειρε βιαστικά έξω απ το μπαλκόνι για να ξεράσει βήχοντας το περιεχόμενο του ανακατεμένου στομαχιού του
Κατόπιν με οδήγησε στο μέσον του δωματίου και με υποχρέωσε να συντάξω για λογαριασμό του ένα γράμμα .



συνεχίζεται

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-02-2010