Το Φίδι και ο Λύκος

Δημιουργός: renouita, ΡΕΝΑ ΟΥΤΣΙΚΑ (renouli)

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΙΣ!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Απ' τον ορίζοντα ζητώ τα όνειρά μου να μου φέρει.
"Θαρρώ πως μίκρυνες, του είπα, θωρώ πως τώρα πια σε φτάνω".
Ένας αέρας πέρασε, ένα απαλό του φύσημα με προσπερνάει γελώντας,
μα εγώ όπως στέκομαι στην άκρη της ψυχής μου, κρύωσα,
σφίγγω το πανωφόρι μου γύρω από τη ζωή μου.
Από τον άνεμο ζητώ να μην με περιπαίζει.
"Θαρρώ αστόχησες, του είπα, δεν είμαι πια μικρό παιδί".
Μα αχ! όπως κοιτάζω γύρω μου, κανείς εκεί για να το μοιραστώ,
να μοιραστώ το ότι μεγάλωσα, να διηγηθώ του ανέμου το παιχνίδι.
Μα αχ! είμαι εγώ που μοίρασα πρώτα από όλους τα κορμιά μου.
Ακούω σφύριγμα φιδιού, τυλίγεται τεμπέλικα στα θάμνα που πατώ:
"Είμαι εγώ εδώ, μίλα σε μένα".
Η μαύρη γλώσσα του στάζει φαρμάκι όμως αθώο μοιάζει κι ήσυχο,
έρχονται ώρες τάχα που και τα κτήνη ησυχάζουν.
Φύση πλανεύτρα πονηρή, που απ' την αρχή του κόσμου ξεγελάει,
το δισταγμό μου άρπαξε πως δεν του ανοίγω την καρδιά μου,
πρώτα μου έταξε ζωή, μετά απειλεί να μου την πάρει.
Είδα το μάταιο και φοβήθηκα, δεν θα μπορούσα να ξεφύγω.
"Δεν είναι άνθρωπος κανείς, άνθρωπο να βοηθήσει;"
“Μην τυραννιέσαι άδικα, ποτέ κανείς δεν θα 'ρθει”.
Μία που αστράψανε τα λέπια του και μια που αστραπή εχάθη,
όμως δεν ήταν όνειρο, ακόμη τρέμω τις σκιές των θάμνων.

Από το νύχτωμα ζητώ τη φαντασία να θεριέψει.
“Θαρρώ πως φτώχυνες, του είπα, τρέχει ο νους μου σε ξεπέρασε".
Ένα φεγγάρι φάνηκε, μοιάζει σαν να γλιστράει πάνω στην πάχνη,
δρόμο ασημόλευκο με γύρω στάλες άστρινες περνάει κι ανοίγει,
από το θόλο του ουρανού σκοτάδια κρέμονται αστροντυμένα.
“Θαρρώ, Σελήνη, δεν κατάλαβες, εγώ εξουσιάζω τη μαγεία της ύλης”.
Κι αχ! όπως κοιτάζω πλάι μου καμιά ψυχή να με παινέψει,
να αφουγκραστεί το τι κατόρθωσα, να δει που έχω φτάσει.
Κι αχ! εγώ τη γνώση απόκτησα για το μεγάλο μοίρασμά της.
Ακούω αλύχτισμα λυκίσιο, λάμπουν τα μάτια του στο κρύο σκοτάδι.
“Είμαι εγώ εδώ, μίλα σε μένα”.
Τα αυτιά του είναι ορθά, ετοιμοπόλεμα, απ' το ανοιχτό του στόμα
αίμα στάζει μα είναι ακίνητος, τάχα δεν κινδυνεύω.
Της νύχτας άρχοντας, της μοναξιάς αφέντης, των θηραμάτων θάνατος,
οσμίζεται και νιώθει τα άπιαστα, τον τρόμο στα θύματά του,
πρώτα μου τάζει δύναμη, μετά απειλεί να με ξεσκίσει.
Είδα το τέλος κι απελπίστηκα, δεν θα με βρει άλλη αυγή.
“Δεν είναι φίλος μου κανείς, το φίλο να βοηθήσει;”
“Μην ξεγελιέσαι σαν παιδί, κανείς ποτέ δεν προλαβαίνει”.
Μια που το ουρλιαχτό δυνάμωσε, μια που έγινε άφαντος εμπρός μου,
όμως δεν ήταν όραμα, πονάω ακόμη από το φόβο.

Ήταν ημέρα όταν ξεκίνησα κι έχει πια νυχτώσει,
και όλα τα άπιαστα που ζήτησα
δεν βρέθηκε κανείς ποτέ να μου τα δώσει,
ούτε στη γη, ούτε στα σύννεφα, ούτε στα νερά,
ούτε στο χώμα ένα λουλούδι, στον ουρανό ένα πουλί,
στη θάλασσα ένα κύμα , γιατί στην πλάση την απέραντη
απέμεινα ο θνητός που πρόλαβε όλη τη ζωή μέχρι να ξημερώσει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-02-2010