Μωυσής επεισ 4

Δημιουργός: marakoskevasmata, Μάριος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τα χρόνια πέρασαν και στην ξυρισμένη κασίδα του Μωυσή (σύμφωνα με τα Αιγυπτιακά έθιμα), άρχισαν να του μπαίνουνε τα πρώτα ερωτήματα, για την τύχη των δικών του ανθρώπων.
Ένα βραδάκι λοιπόν ,από κεινα τα ρομαντικά,που ο ήλιος σβήνει στον Νείλο,ενέβηκε στο άρμα του ,για μια βόλτα στην Εβραϊκή συνοικία με τα χαμόσπιτα και τα καπηλιά της κακιάς ώρας.Ξαφνικά σε μια κλειστή στροφή που την πήρε με τις πάντες,ξεπρόβαλε το καπηλειό «η μεγάλη Σιών».
Αφού έδεσε τα άλογα του σε μια πανβρώμικη δέστρα,μπήκε καμαρωτός, καμαρωτός και θρονιάστηκε σ ένα ψιχουλιασμένο τραπέζι σε μια γωνιά.
«Μια μερίδα φτερούγες από στρουθοκάμηλο ,γαρνιρισμένες με χουρμάδες Αβησσυνίας παρακαλώ» είπε προς τον εμβρόντητο κάπελα.
«Μήπως θάθελες ρε μπεμπεκομούρη και χτένια απ την ερυθρά θάλασσα?»,τον ρώτησε ένας γεροδεμένος οικοδόμος απ το διπλανό τραπέζι, κοιτάζοντας τον υπο γωνία.«Χτένια έχω μπόλικα , στο προσωπικό μου μπουντουάρ, δεν θα πάρω,ευχαριστώ!» απάντησε εκείνος. Αυτή την χιουμοριστική απάντηση, δεν μπόρεσε να την ερμηνεύσει ο εριστικός τύπος ,παρα του ότι έξυνε για πολύ ώρα την κεφάλα του.

Κάποια στιγμή το λοιπόν, σηκώθηκε όλο τσαντίλες απ το τραπέζι του και τούμπαρε το τραπέζι του Μωυσή ,φουσκώνοντας τα μπράτσα του.
«έλα έξω ρε καραφλοφλούφλη ,να σου δείξω τα χτένια μου!»,του φώναξε και στη συνέχεια τράβηξε για την εξώπορτα του καπηλειού, μαζί με μερικούς συνδαιτυμόνες, που ψοφάγανε για χαβαλέ και βαβούρα.
Ο Μωυσής χωρίς δισταγμό,τον ακολούθησε ,ενώ ένας κύκλος από περίεργους μαζεύτηκε γύρω τους.
Τότε αιφνιδιαστικά όρμησε με το κεφάλι κατεβασμένο σαν τον ταύρο,με στόχο το στομάχι του Μωυσή. Όμως εκείνος έκανε στην άκρη ,με αποτέλεσμα το κεφάλι του ,να διαπεράσει την πόρτα του καπηλειού.Αφού λοιπόν διαλύσανε την πόρτα για να του το απεγκλωβίσουνε,τον συνεφέραν με πολλά μπουγέλα ποταμίσιο νερό, ώστε να ξανασταθεί στα πόδια του.
Κάποια στιγμή όμως λύθηκε το παρεό που φορούσε ο Μωυσής και φάνηκε η περιτομή του.«Είναι κατάσκοπος των Αιγύπτιων»,φώναξαν κάποιοι και σπεύσανε να μαζέψουνε κάθε μεγέθους κοτρώνες ,για να τον λιθοβολήσουνε.Εκείνη την στιγμή, μπήκε μπροστά ένας κουτσός γέροντας και τους φώναξε ,«βρε λωλοί, αν ήτανε κατάσκοπος των Αιγύπτιων ,θ αριβάριζε ντυμένος σαν κι εμάς και δεν θάτανε κοψοπετσιασμένος».Στη συνέχεια τον ρώτησε ποιός ήτανε και τι ήθελε στην συνοικία των Εβραίων.«Λέγομαι Μωυσής, είμαι θετός γιός της πριντζηπέσας Ταραμή και ψάχνω για τις ρίζες μου»,του απάντησε δένοντας σφιχτά το παρεό στη μέση του

Συνεχίζεται

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-10-2010