Γιάννης Φιλιππίδης • «κρατάς μυστικό;» • μυθι

Δημιουργός: sofia strezou, ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ - SOFIA STREZOU

Γιάννης Φιλιππίδης • «Κρατάς μυστικό;» • μυθιστόρημα ( από την Σοφία Στρέζου)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]«Έχουν όρια οι πόνοι, μάνα μου. Έχουν όρια... κι οι φόβοι».[/B]

Έτσι άρχισα να διαβάζω Γιάννη Φιλιππίδη, έτσι τον έμαθα!
Λόγια και σκέψεις που δεν μοιραστήκαμε ποτέ. Μ’ έναν μαγικό τρόπο με ταξίδευαν σε κείνα που γνώριζα είτε σαν παιδί, είτε αυτούς τους τελευταίους μήνες που κάνουμε παρέα. Η καταγωγή του, η ζωή του, όλα περνούσαν μέσα στις σελίδες. Το περιεχόμενο του μυθιστορήματος γεννιέται και μετά υιοθετούνται οι χαρακτήρες ή μήπως οι χαρακτήρες γεννιούνται από την στιγμή που γεννιέται ο συγγραφέας;

[B]«Κρατάς μυστικό;»[/B] Το νέο πόνημα του Γιάννη Φιλιππίδη κυκλοφορεί ήδη από τον «άνεμος εκδοτική» τον καινούργιο εκδοτικό οίκο που φιλοδοξεί να στεγάσει μόνον λέξεις, που αφορούν τον πολιτισμό. Γιατί ο πολιτισμός παράγεται όταν οι δημιουργοί αφήνονται απρόσκοπτοι στην δημιουργική τους ιεροτελεστία.

[B]«Κρατάς μυστικό;»[/B] “Μα «πριν οι αλήθειες τελειώσουν”, θα αποκαλυφθούν ψέματα που βάσταξαν για χρόνια σε καρδιές, σε ώμους, σε απόγνωση. Τότε που οι μοίρες σχόλαγαν. Τόσες ψυχές γεννιούνται κάθε λεπτό, τι να προλάβουν και ποιους ν’ αγγίξουν; Περισσεύει παιδεμός να φορτωθεί σε πλάτες που αντέχουν, σε αλύγιστα γόνατα, σε καρδιές απροστάτευτες, ορφανές, ευαίσθητες.
Ποιος παίρνει την ευθύνη ν’ αποφασίσει για την πορεία της ζωής κάποιου άλλου; Πως γίνεται να σε τρέχουν οι εξελίξεις και άλλοθι ονείρου να περιρρέουν στης πραγματικότητας τα «γιατί»;
Η Αλεξάνδρα μάνα και μοίρα της Άννας. Δυο γυναίκες, δυο εποχές, δυο ρόλοι που εναλλάσσονται δια βίου. Η μητέρα που προστατεύει ως τα 12 την μικρή, για ν’ αναλάβει μετά, η μικρή να προστατεύει την μητέρα. Ψέμα μέσα στο ψέμα κι η αλήθεια φωτιά στο χιόνι της ψυχής που ταξιδεύει στους τοίχους της. Η σιωπή κρυμμένη σε μουσικές και λόγια που άλλοι τραγουδούν και οι ίδιες σιγοψιθυρίζουν ανασαίνοντας την δίψα τους. Ίσκιοι δίπλα σε άλλους ίσκιους στη μεγάλη πόλη κι η άλλη πόλη, ανάμνηση δίπλα στα καμποχώραφα της αποξηραμένης λίμνης, των στεναγμών, των αποφάσεων, της γαλήνης που δεν λέει να έρθει. Υπάρχει μεγάλη απόσταση από το θέλω ως το απαιτώ, από το προστάζω ως το επιθυμώ. Η Άννα μόνον ήθελε, επιθυμούσε να γίνουν όλα όπως τα είχε ονειρευτεί και δεν έγιναν.
Πολλές φορές η ίδια η ζωή σχεδιάζει, χαρτογραφεί μια νέα αρχή για ένα μέλλον απροσχεδίαστο, αχαρτογράφητο από τους πρωταγωνιστές της.

[B]«Κρατάς μυστικό;»[/B] «Οι πιο κρυμμένες μνήμες» είναι αυτές που γεννήθηκαν στο παράδεισο που για μια στιγμή ανοίγει τις πύλες και ταριχεύει άπληστα εικόνες σε μια βεράντα γεμάτη λουλούδια, κλέβοντας ένα κομμάτι ουρανού και πολλά κοχύλια αγορασμένα στους πρώτους χτύπους του έρωτα που ξεθωριάζουν, σκουριάζουν, κουρνιάζουν μετά, πλάι σε τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα θλίψης. Εκεί που οι δυνατότητες της ζωής στοιβάζονται σε στάχτες γκρεμισμένων προσδοκιών, ονείρων στην αναπηρία σημείων, που άλλοτε κατακτήθηκαν κι άλλοτε ποδοπατήθηκαν βάναυσα, από την γοητεία ψεύτικων προσφορών.


[B]( Απόσπασμα )
«Τι περισσεύει από τα καθημερινά μας αισθήματα; Τι σώζε-
ται στο χρόνο; Τι απομένει απ’ τις κουβέντες μας; Λόγια απλά·
παροτρύνσεις, υποδείξεις βγαλμένες από την πιο ανέγγιχτη
πλευρά μας. Μετά απομένουμε εμείς. Πιο φτωχοί απ’ όσα λυ-
πηθήκαμε ή συμπονέσαμε, με μάτια που δε λένε τίποτα. Και
σκέψεις, μύχιες, παραχωμένες σκέψεις ενός μυαλού στρεβλού,
λέξεις που μιλάνε για όλα. Άλλοτε πάλι για τίποτα. Πώς ορί-
ζει κανείς αυτό το παράξενα εκτιμημένο τίποτα που σπαρτα-
ράει μέσα μας πιο σιωπηλό από ένα φεγγάρι, που πάλεψε να
γίνει πανσέληνος και δεν τα κατάφερε, επειδή η τροχιά του
το ’σερνε ανάποδα. Πού οριοθέτησα την έννοια σύντροφος κι
ακόμα πιο πολύ: σε ποιο ράφι τοποθέτησα και ξέχασα ν’ αγγί-
ξω την έννοια φίλος; Πότε απέμεινα να μη χρειάζομαι, να μην
έχω την ανάγκη από δυο κουβέντες οικείες, να κρατάω τα μυ-
στικά μου μόνο για μένα. Εγώ. Η Άννα. Η από πάντοτε κορί-
τσι, η κατά βάθος γερασμένη πρόωρα. Η ανιδιοτελής απένα-
ντι στους άλλους. Που θα μπορούσαν να 'ναι δικοί μου άνθρω-
ποι, αλλά τους άφηνα να φύγουν έτσι, απλά· χωρίς ένα μειδία-
μα στο ξεπροβόδισμα.» [/B]


[B]Κρατάς μυστικό;»[/B] Πόνοι που γίνονται νησιά σ’ έρημες θάλασσες, πίνοντας ουρανό στάλα τη στάλα, κομμάτια ξεχασμένα στης πόλης τα σκόρπια σύννεφα. Αλεξάνδρα, Άννα, Αντώνης, Μάρκος, Ελευθερία, Λαμπρινή, Κατερίνα, πρόσωπα αναστημένα από τον Γιάννη Φιλιππίδη που διεκδικούν μερίδιο σε σελίδες ταξιδιάρικης ανάσας και πνοής Αναστάσιμης, παράξενης αφηγηματικής διαδρομής, με διακλαδώσεις περίτεχνες στης φαντασίας το όραμα. Λαβύρινθοι που ανοίγουν σελίδα τη σελίδα για να κατακτηθούν από τους αναγνώστες από τις πρώτες κιόλας σειρές καθώς περιδιαβαίνουν με ποιητικό ρυθμό στα μάτια. Φλόγες ερωτικές δένουν κόμπο-κόμπο καημούς που πότε αγρυπνούν στην άκρη των δαχτύλων και πότε κοιμούνται, επιζητώντας να χαϊδέψουν ένα σώμα, που από πάντα ήταν δικό τους ή μήπως όχι στις ανατρεπτικές ιστορίες που γράφονται με μάτια κλειστά στα χαμόγελα της απελπισίας.



[B]( Απόσπασμα )
«Όπως έπεφταν οι σταλαγματιές στο σκοτάδι του σπιτιού
πήρε να μετράει. Να βάζει τις σκέψεις σε μια σειρά, να τις κα-
τατάσσει. Θαρρείς πως γι’ αυτό το λόγο είχε ξαπλώσει, αλλά
έχε χάρη, που δεν μπορούσε αλλιώς. Επιχείρημα στο επιχείρη-
μα, μνήμη αναβράζουσα κι όλες οι εικόνες κατά· εναντίον του
σα δικαστικές αποφάσεις, παρμένες ωστόσο ερήμην της. Η
Αλεξάνδρα απουσίαζε σα μάρτυρας στις δίκες, δεν τη ρωτού-
σε κανείς. Τον άθλιο τον άνθρωπο, για έναν παράξενο λόγο,
συνήθως προκαλούσε τη συμπόνια της. Τον συγχωρούσε σαν
ηλίθια, ύστερα ξανάκανε αυτός τα ίδια και χειρότερα. Πόσο
χειρότερα, ακόμα δε γνώριζε κι ευτυχώς, γιατί εκείνο το βράδυ
πιθανόν να στρεφόταν και κατά της ζωής του.
Τόσα νεύρα είχε. Σταγόνα σταγόνα τα κάλπικα άλλοθι και
τα ψέματά του. Από ξένη βρύση ξεδιψούσε πάλι και δεν ήταν
άξια δικαιολογία, αυτή που άκουγε μέρα νύχτα από παντού.
Ότι τάχα ήταν άντρας κι αυτό από μόνο του αποτελούσε λόγο
ξενογαμίας. Δε θα προχωρούσανε ποτέ τα μυαλά των άλλων;
Μόνο την ίδια τρέλαινε μια τέτοια συμπεριφορά, μια τόσο ανεύ-
θυνη ζωή; Μια σειρά από πράξεις, που την εξευτέλιζαν ακόμα
και στα μάτια του εαυτού της; Δεν ήξερε ειλικρινά, εκείνο το
βράδυ δεν μπορούσε να κρίνει. Μόνο το ψιλό γαζί που έπεφτε
αντιλαμβανόταν. Ας κοιμόταν μαζί της τα βράδια, λες και δεν
είχε μεσολαβήσει ποτέ ανάμεσά τους το παραμικρό, λες και δεν
είχε την παραμικρή ενοχή, οποιοδήποτε μυστικό να κρύψει. Ξε-
ντυνόταν κι έπεφτε κάτω από το ίδιο σκέπασμα γυμνός, όπως
τότε παλιά, που η ίδια εκτιμούσε την ύπαρξή του σαν κάτι άλλο
στη ζωή της, τον καιρό που έτρεφε για τον άντρα της πράγματα
και του κρατούσε την καλύτερη μερίδα από τα δικά της. Πόσο
τρανταχτό λάθος είχε στις εκτιμήσεις της.» [/B]


[B]«Κρατάς μυστικό;»[/B] Πως διαχειρίζεται τη συμπόνια, τα συντρίμμια , την συντριβή, για να βγει αλώβητη η όραση στης κάθαρσης τα τοπία; Όλα στον αέρα κι όλα ξανά στην γη. Αποκαλύψεις, ανακαλύψεις παρασκηνιακές που τρέφονται σε γειτονιές, σε μικρομάγαζα, σε δρόμους, σε λαϊκές, με την πρωταγωνίστρια να μαθαίνει τελευταία τις δικές της πτώσεις. Κι οι μαγεμένες ματιές αφώτιστες τόσο καιρό σε ποιο λιμάνι τάχα να προσαράξουν, να γευτούν χαρά κορμιού ανέγγιχτου; Αχιλλέα τον λέγανε. Της άρεσε το όνομά του κι η γλύκα που έπεφτε σταλαγματιά-σταλαγματιά, φως ιλαρό, φλόγα κεριού αναστάσιμου χάιδευε την μαυρισμένη της ψυχή, ζωγραφίζοντας ήλιους. Κι ύστερα, οι ενοχές, το τέλος μίας και μοναδικής συνάντησης που έδωσε χρώμα σε όνειρα κι άνεμο σε φτερά που έστω για λίγο μπόρεσαν να πετάξουν. Χωρίς λόγια να πνίγεσαι από τη βουή του κόσμου. Πως αντιδράς, ξέμπαρκο σκαρί που παρασύρεται από αέρηδες απέλπιδους και κομματιάζεται στη στιγμή, στους υφάλους της κατάρρευσης; Πως;

[B]«Κρατάς μυστικό;»[/B] Όλα συννεφιάζουν σε εποχές ξάστερες που ανατέλλουν παρηγοριές. Για όλους έχει ο θεός φόβους φυγής κι απόρριψης μ’ ανοιχτές πληγές, που η περηφάνια χαμηλώνει, μπρος το τετελεσμένο στης ψευτιάς τον φόβο. Αποδοχή έτσι κι αλλιώς υπόδικων της ζωής φυγάδων. Πάντα απροετοίμαστη, ανέτοιμη να ξεριζώσει ένα παρελθόν φτιαγμένο στα μέτρα, που μπορούσε να μετρήσει με τις άκρες, πάντα ζωσμένη και πίσω ν’ ακολουθούν ασθμαίνοντας γεγονότα απρόσμενα. Φτάνει η ώρα που πρέπει να υπερασπισθεί πράξεις κι ενεργές τύψεις. Να σώσει από την διάλυση άλλες ψυχές διαλυμένες, πιστοποιώντας με το πέρασμα, το ίδιο το πέρασμα της ζωής. Κι οι μνήμες ζωντανές, μα από καιρό γερασμένες, σε αιωρήσεις σκοταδιού αναπότρεπτης πτώσης.
Ώρες-ώρες αναμνήσεις ανασύρονται, από πηγάδι ανήλιαγο, δεμένες στο χοντρό σκοινί του κάδου, λαμπυρίζοντας στο πρώτο φως.

[B]«Κρατάς μυστικό;»[/B] ή μήπως έφτασε ο καιρός ν’ αποκαλυφθεί, ν’ ανασάνει και να κεράσει γεύση γλυκιάς προσμονής, εύφλεκτης επιθυμίας, για να μιλήσουν επιτέλους τα όνειρα στις καρδιές, στους δισταγμούς της αποκάλυψης, στις καπνισμένες στιγμές μας…

Καλοτάξιδο!!!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-02-2011