Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
το κακό νικά πάντα πρώτο

το κακό νικά πάντα πρώτο

Δημιουργός: anuya, Diogenees

"εμοί η εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος ο Θεός"

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B][font=Palatino Linotype][color=navy]ποιά είναι η αιτία που νικά το κακό ώς γνωστόν πάντα πρώτο
άγνωστο μές την άγνοια νικά με το δόλο και μόνο
πάντα κι η προειδοποίηση που δέν την πιστεύουν υπάρχει
και έπειτα ο Θεός δικιάμου η εκδίκηση λέει θα πληρώσω[/align][/B]

(2012-05-01 έως 2012-05-05)

με την ευκαιρία, τώρα δημοσιοποιώ
πώς βγήκε το ψευδώνυμόμου σε αυτόν τον ιστοχώρο,
Άνουγια
(τονιζόμενο στην πρόπαραλήγουσα)
ΕΠΙΚΟΛΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΕ ΤΑ ΕΝΥΠΝΙΑ:
…Ύστερα έξω βγαίνω, με υπερφυσική δύναμη δυό νεαρούς συνάντησα, σάν στων Χανίων το παλιό λιμάνι να ήμουν, εκεί άλλος άνθρωπος δέν ήταν, ο καιρός συννεφιασμένος, χειμωνιάτικος, αυτοί οι δύο στη θάλασσα μέσα παίζανε, στην αρχή όταν τους είδα νόμισα οτι στη θάλασσα μέσα κατα λάθος πέσανε και κινδυνεύανε και να τους σώσω ήθελα, ύστερα κατάλαβα οτι απλώς βίαια παίζανε. πρώτα φορούσαν ρούχα και είχαν μαζίτους κάποια πράγματα, ας πούμε βαλιτσάκια με αποσκευές, αλλα στη θάλασσα μέσα έτσι βίαια όπως παίζανε, τα ρούχα και τα πράγματατους η θάλασσα τα πήρε, εντελώς γυμνοί έμειναν. καθώς είπα, απίστευτη δύναμη έδειχναν, και ανεμελιά συνάμα, ό,τι θέλανε κάνανε και τίποτα δέν φοβόντανε. ας πούμε, απο τη θάλασσα για να βγαίνουν με τα χέρια του παλιού λιμενοβραχίονα τις πέτρες όπως πιέζανε, οι πέτρες θα λυγίσουνε νόμιζες. τεράστιες πέτρες ή σίδερα, τα παίζανε στα χέριατους σάν να ήτανε μπάλες του βόλλεϋ. απο τη θάλασσα μέσα σάν πετώντας βγαίναν και ξαναβουτούσαν. άν θέλανε τις τεράστιες πέτρες του λιμενοβραχίονα να τις ξεκουνήσουνε και μακριά να τις πετάξουνε μπορούσανε. ο ένας σαφώς μικρότερος, σάν του μεγάλου συνοδός φαινότανε, μπαίνανε βγαίνανε, με πολλή ζωηράδα, και οι δύο με απίστευτη δύναμη, αλλα ιδιαίτερα ο έναςτους ο μεγαλόσωμος ακόμη πιό δυνατός. κάποια στιγμή απο τη θάλασσα βγήκανε, εντελώς γυμνοί. πολύ τους θαύμαζα, προπάντων τον «μεγάλο», τον μεγαλόσωμο, σώμα μεγάλο, τουλάχιστον δυό μέτρα μπόι, αθλητικό, τέλειο σώμα. (η γύμνιατους δέν είχε καμία έννοια σεξουαλικής προβολής ή δράσης. ήταν σάν θεοί των αρχαίων Ελλήνων). το χέριμου για χειραψία με φόβο του έδωσα, γιατί με την χερούκλατου άν σε έπιανε, τα κόκκαλα θα σου λυγίσει νόμιζες. Ποιό είναι το όνομάσου; τον ρώτησα, Άνουγια μου απάντησε, αμέσως και πεντακάθαρα μου απάντησε, (ύστερα απο τη σκηνή, αλλα πάλι στο ενύπνιον μέσα, το όνομα με ελληνικά γράμματα έγραψα, ακριβώς έτσι: Άνουγια), και πρόσθεσε «είναι πρόσθιο»
(ποιός φθόγγος εννοούσε οτι είναι πρόσθιος στο όνομάτου; μόνο το «γι» είναι πρόσθιο. Σήμερα (2012-05-07) σκέφθηκα οτι μάλλον εννοούσε το ν, διότι στα Σανσκριτικά υπάρχει ένα ν σάν το δικόμας, οδοντικό (न) οπότε έχουμε άνου = अनु = έπειτα, υπάρχει και ένα ν με τη γλώσσα γυρισμένη προς τα μέσα, προς τα πίσω, αυτό γράφεται (ण), με το οποίο έχουμε अणु = ά,νου = άτομο της ύλης, ο Θεός λέγεται οτι αφού δημιούργησε τον υλικό κόσμο μπήκε παντού, σε κάθε άτομο της ύλης. Μόνο που αυτό το अणु (=άτομο ύλης) είναι με το ν που αρθρώνεται πιό μέσα στο στόμα, όχι πρόσθιο).
«Έχω και άλλα ονόματα, πολλά, είπε, αυτό (το Άνουγια) είναι το κυριότερο» (δηλαδή ή ο κόσμος με αυτό τον ξέρει, ή αυτό είναι το δυνατότερο. Στο ενύπνιον μέσα αντιλήφθηκα οτι αυτό το όνομα, Άνουγια, είναι το δυνατότερότου ώς मन्त्र, έτσι το αντιλήφθηκα). Ενώ γυμνός ήτανε, για λίγο αλλού κάπου κοίταξα, μερικά δευτερόλεπτα, βλέπω, ο μεγάλος τώρα ντυμένος ήταν, μιά μπλέ μπλούζα φορούσε, καλοκαιρινή απο εκείνες τις τρυπητές, παρόμοια είχα κάποτε, ώς φοιτητής απο 止 礼川三乃〣 την είχα αγοράσει, μιά παρόμοια και την φορούσα έξω απο το παντελόνι, αυτός τη φορούσε μέσα απο το παντελόνι, σχεδόν εφαρμοστή στο σώματου, ένα παντελόνι καφετί, σχεδόν εφαρμοστό του ερχόταν, με τσέπες και πάνω στα μπατζάκια, κάμποσες τσέπες, νεανικό ντύσιμο, απλά, φτηνά ρούχα φαινόνταν, και του ερχόντανε σχεδόν εφαρμοστά. (αφ’ ότου ξύπνησα σκέφθηκα οτι το μπλέ με το καφετί συμβολίζει τον ουρανό και τη γή). Τώρα ήσουν γυμνός, ρούχα πού βρήκες; τον ρώτησα. «σε ενός σπιτιού αυλή μπουγάδα απλωμένη βρήκα, (πλυμένα και για στέγνωμα απλωμένα) είχαν στεγνώσει, και τα πήρα» είπε. Φυσικά αυτό κλεψιά λέγεται, αλλα σ’ αυτόν κλεψιά δέν το θεώρησα, αφού τη δύναμη αυτουνού και του φίλουτου είδα, αυτοί άνθρωποι δέν είναι, θεότητες είναι αισθάνθηκα, άρα και τα ρούχα που πήρε κλεψιά δέν ήταν, αφού στο Θεό τα πάντα ανήκουν, ο Θεός ό,τι κι άν πάρει κλέφτης δέν είναι, διότι απο τα δικάτου παίρνει, έτσι το αντιλήφθηκα. Τότε μου δείχνει ένα σάν εκείνα τα πολυσέλιδα όπου βάζουν carte – visites, (κάρτ βιζίτ), σάν τετράδια είναι με πλαστικά φύλλα που έχουν διαφανείς θήκες για να συγκεντρώνει κανείς κάρτ βιζίτ. Ένα τέτοιο μαύρο πολυσέλιδο ήταν, πλαστικό, οι σελίδες γύριζαν κατα οριζόντιο άξονα. Πού το βρήκε και μου το έδειξε; αφού στη θάλασσα όλα όσα είχαν τα έχασαν, τώρα απο πού το έβγαλε; όπως ένας ταχυδακτυλουργός απο το τίποτε εμφανίζει κάτι, έτσι και αυτός μου το εμφάνισε, αφύσικο δέν μου φάνηκε, αφού Θεός πως είναι είχα αντιληφθεί, άρα ό,τι ήθελε να κάνει μπορούσε. Αυτό το «τετράδιο» σε κάθε σελίδα καμιά ντουζίνα κάρτ βιζίτ είχε, η κάθε κάρτ βιζίτ ένα όνομάτου είχε. Τα άλλα ονόματάτου για να μου δείξει, εκείνο το «τετράδιο» παρουσίασε. Τις σελίδες να γυρίζει άρχισε, σε κάθε σελίδα στις κάρτες επάνω το χέριμου έβαζα, τις άγγιζα, καθώς τις άγγιζα το χέριμου, η παλάμη και τα δάχτυλαμου φρικτά πονούσαν, σάν ηλεκτροφόρα αγκαθωτά συρματοπλέγματα να άγγιζα που καίγανε, σάν καυτά σύρματα να έπιανα πονούσα και φώναζα, απο τον πόνο τις φωνές να κρατήσω δέν μπορούσα, τσίριζα, αυτό το μαρτύριο για να τελειώσει του «τετραδίου» οι σελίδες να τελειώσουν και να το κλείσει ήθελα, εν τέλει το έκλεισε. Με κοίταξε ΣΆΝ να μου έλεγε: και το κυριότερο, το πιό ισχυρό όνομάμου, Άνουγια, σου φανέρωσα, και τα άλλα ισχυρά ονόματαμου σου έδειξα, και με αποχαιρέτησε λέγοντας «νά ’σαι καλύτερα», και έφυγε μαζί με τον μικρόσωμο φίλοτου.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΝΥΠΝΙΟ, το οποίο είχα φρέσκο στη μνήμη για κάμποσο καιρό. Επιδέχεται πάρα πολλές ερμηνείες, αλλα όλες οι ερμηνείες μου δείχνουν οτι ήταν ο Θεός που διάλεξε αυτήν τη μορφή για να μου παρουσιαστεί. Εκείνη τη μέρα ή περίπου τότε σε ένα μαγαζί (υγιεινών τροφών) άκουσα να παίζει το τραγούδι "μέχρι που γνώρισα εσένα, κ όλα ξένα τα παλιά, κ όλη ζωήμου στα χαμένα, μέχρι που γνώρισα εσένα..." κ δεδομένου οτι δέν είχα τότε καμιά νέα γνωριμία εκτός του Άνουγια κατ' όναρ, αμέσως το έλαβα ώς σημαδιακό, οτι η κατ' όναρ γνωριμίαμου με τον Άνουγια ήταν αυτή που άλλαξε όλη τη ζωήμου. Μόλις πήγα σπίτι κ κάθισα στον υπολογιστή, έκανα αναζήτηση με τα λόγια που θυμόμουν απο το τραγούδι "μέχρι που γνώρισα εσένα", κ η αναζήτηση με έφερε στο στιχοι.ινφο όπου βρήκα όλα τα λόγια του τραγουδιού, κ με αυτήν την ευκαιρία πρωτογνώρισα τον ιστοχώρο αυτόν, το στιχοι.ινφο
Τότε είπα να εγγραφώ. Τί όνομα λοιπόν να χρησιμοποιούσα; σκέφθηκα: όλα για εκείνον, Άνουγια
(επειδή τελειώνει σε –α το περνούσανε για θηλυκό όνομα, αλλα δέν είναι –α η κατάληξη της ονομαστικής, η οποία στα Σανσκριτικά είναι –αχ ή -άσ, -ας, -οο, (-α όταν ακουλουθεί άλλο φωνήεν), ανάλογα με το τί ακολουθεί. Τα θηλυκά στα Σανσκριτικά λήγουν σε μακρό –αα. Αυτό το –α είναι ο χαρακτήρας του θέματος χωρίς κατάληξη).
Το όνομα αυτό ερμηνεύεται με πάρα πολλούς τρόπους, ας πούμε άν αντιστρέψουμε τις συλλαβές γίνεται ja-nu-a που σημαίνει στα λατινικά «πόρτα». Κάθε φορά που θα το σκεφτώ, μπορώ να βρώ μιά νέα ερμηνεία του ονόματος. Αλλα η πιό βασική ερμηνεία μου φαίνεται πως είναι απο ανου (στα Σανσκριτικά ανου=έπειτα, αντίστοιχο του ελληνικού ανα-) και -ια=ερχόμενος, απο τη ρίζα ι = έρχομαι, φθάνω (απο όπου στα Ελληνικά εῖμι, ιών, κλπ), άρα Άνουγια=αυτός που ΕΠΕΙΤΑ έρχεται, διότι είναι πιό καλός απο κάθε τί άλλο, και το πιό καλό πάντα έπειτα έρχεται.
Σήμερα μου έρχεται στη μνήμη τί είπε ο αρχιτρίκλινος στον εν Κανά γάμο: όλοι οι άνθρωποι πρώτα σερβίρουν το καλό κρασί, κ ύστερα, όταν σουρώσει ο κόσμος, τους σερβίρουνε το πιό σκάρτο. Αλλα εσύ πρώτα σέρβιρες το δεύτερης ποιότητας, κ ύστερα το πιό καλό.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-05-2012