Η τύχη των πειρατών

Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σε μια ταβέρνα δυο ξένοι μιλήσανε
για δυο καράβια με πλούτο τρελό,
είπαν πως τα ‘δαν, πως τα συναντήσανε,
κι έλαμπαν όλο ασήμι, χρυσό.

Σε μια ταβέρνα δυο ξένοι καθήσανε
με πειρατές που κερνάγαν πιοτό,
κι εκείνοι αμέσως τα σχέδια αρχινήσανε,
πως να κουρσέψουνε το θησαυρό.

Με μπάρκο νύχτα κρυφά σαλπαρήσανε,
και για σημαία η νεκροκεφαλή,
και στα ανοιχτά να βρεθούν δεν αργήσανε,
για χρήμα κι αίμα διψούσαν πολύ.

Εφτά μερόνυχτα κύματα σκίζανε,
και το τραγούδι τους έγινε αργό,
κατάρες ρίχναν στους θεούς και βρίζανε,
πήραν το δρόμο για το γυρισμό.

Μα στου πελάγου τη μέση βρεθήκανε
μπροστά σε μια θύελλα σκοτεινή,
κύματα ολόρθα παντού σηκωθήκανε,
και το τραγούδι έγινε προσευχή.

Να κρατηθούνε γερά κουραστήκανε,
κι άξιζαν να ‘χανε όλοι σωθεί,
μα όταν η θύελλα κόπασε βρήκανε,
πως είχαν μείνει μονάχα οι μισοί.

Στην πόλη πίσω ένα βράδυ γυρίσανε,
κι ήτανε σα λυσσασμένα σκυλιά,
για την ταβέρνα την ίδια κινήσανε,
βρήκαν τους ξένους να πίνουν ξανά.

Για τα καράβια τους ξαναρωτήσανε,
που λάμπαν όλο ασήμι, χρυσό,
αλλά οι ξένοι κι οι δυο απαντήσανε,
πως "δε μιλούσα εγώ μα το πιοτό".

Οι πειρατές με οργή τους τιμωρήσανε,
τους κόψαν γλώσσα και μύτη κι αυτιά,
στην πόλη ενάντια μετά προχωρήσανε,
να πάρουν αίμα, χρυσό και λεφτά.

Τείχη γκρεμίστηκαν, σπίτια καήκανε,
κόσμος σκοτώθηκε στη συμπλοκή,
κι ούτε γυναίκα καμιά σεβαστήκανε,
μα απ’ τους μισούς έμειναν οι μισοί.

Ως το πρωί καταγής κοιμηθήκανε,
η πόλη κάπνιζε από τη φωτιά,
κι αφού ξυπνήσαν μετά μοιραστήκανε
πετράδια, δώρα, χρυσό και λεφτά.

Πάνω που θα ‘λεγες ότι χαρήκανε,
σκόρπισαν όλοι από τον πανικό,
που στο λιμάνι να μπαίνουν φανήκανε
δυο πλοία που λάμπαν ασήμι, χρυσό.

Στρατιώτες μες απ’ τα πλοία ξεχυθήκανε,
να βρουν υπαίτιους για τη σφαγή,
κι οι πειρατές οι μισοί που πιαστήκανε,
βρήκαν κρεμάλα με θηλιά σφιχτή.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-12-2005