Η μπαλάντα των επίορκων της λύπης

Δημιουργός: pennastregata, Αγάπη Μουνδριανάκη.

...ανάμεσα στην λύπη και στην λύπηση... το χάος.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η μπαλάντα των επίορκων της λύπης

Κανείς δεν με λυπήθηκε, καλέ μου,
κι ούτε και θέλω να με λυπηθεί
γιατί εγώ σκίζω τις λευκές επιταγές των κεκτημένων
και κάθε μέρα, νέα μέρα, σε γνωρίζω
σαν σε ποντάρω στης ρουτίνας το τραπέζι,
λίγο σε χάνω, σε κερδίζω, σε κρατώ...

Μου λες δεν σε λυπήθηκα, καλή μου,
που υποφέρεις με ιώβειο υπομονή κάθε στιγμή σου,
από μια αμάραντη και ανίατη εφηβεία που σε λιώνει,
σαν αντικρίζεις τις ρυτίδες της αλήθειας...
Κι όμως για χρόνια σε κρατούσα απ' το χέρι
τόσο κοντά σου, που ξεχνούσες να με δεις....

Από παιδί λυπόμουνα, μητέρα,
που ούτε ένα όνειρο δεν κράτησες ποτέ κοντά σου,
να τ' αναθρέψεις και σε εκείνο να χωρέσω μια για πάντα,
το ιδεατό σου να μπορέσω να φωτίσω...
Κι έτσι ακόμη με ανεμόμυλους παλεύω,
και τα επινίκια δεν ξέρω ποιος θα δει...

Πόσο οι δυο μας μοιάζουμε, πατέρα,
στη λύπη, στις σιωπές, στον αιχμηρό εγωισμό μας,
και στη φιλήδονη και άγρια επίγνωση, πως όλα
είναι απλά, τόσο απλά που σε σκοτώνουν
και σ' ανασταίνουν, δίχως καν να σε ρωτήσουν...
μα σ' όλα αυτά δεν συμφωνήσαμε ποτέ...

Κι αν σε λυπήσω πάλι, ακριβέ μου,
διάλυσε, κλέψε, άνοιξε τις πιο κρυφές αποσκευές μου...
κι αν δεν χαθείς στη σκόνη τους, και αν δεν πνιγείς μες τον θυμό σου,
δες την αλήθεια και το ψέμα αγκαλιασμένα...
χωρίς ντροπή και απελπισία θα κοιτιούνται,
χώμα και σύννεφο, σε αιώνια αντιστροφή.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-03-2013