Κάποτε

Δημιουργός: Philologus 89, Ορέστης-Ίωνας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αγαπούσαμε.

Κι απ’ την αγάπη αυτή γεννιόμασταν.
Ξαναγινόμασταν.
Δίναμε στ’ όνομα ουσία.
Και παρουσία.
Όχι με λέξεις. Όχι με σκέψεις.
Αλλά, με φώτα που φέγγουν ολόγυρα.
Με ήλιους ζωγραφιστούς.
Και με φεγγάρια.

Από κείνα τα φεγγάρια που ξέρουν να ψιθυρίζουν.
Να ψιθυρίζουν με ήχους δυνατούς κι αλλόκοτους.
Και να φωνάζουν αλήθειας απηχήματα.
Κι απ’ τ’ άλλα.
Εκείνα, τα βαθιά. Τα κατάμαυρα.
Τ’ αλλοτινά και τα παντοτινά φεγγάρια.
Εκείνα που τα φθονεί ο ουρανός
και τα σκοτών’ η θάλασσα.

Και ξαφνικά ριζώναμε και κοιτούσαμε.
Όχι. Όχι τα φεγγάρια. Τώρα τον ουρανό.
Χαμογελούσαμε και τον αγγίζαμε.
Κι οι σκέψεις απόκρυφες και σκοτεινές.
Κι οι αγκαλιές γεμάτες ρίγος.
Και τότε καιγόμασταν.
Κι αμέσως μετανιώναμε.
Κι η μετάνοια είναι, λένε κάποιοι, φυγή.
Και φεύγαμε.
Και διώχναμε τον ξένο μας -που βρήκαμε- εαυτό.

Κι εκείνος έτρεχε.
Σ’ άδηλους τόπους.
Σε χρόνους απόκοσμους.

Και τότ’ ένα φεγγάρι έσβηνε.

Κι εμείς;
Στρεφόμασταν ξανά -για ελπίδα- στον ουρανό.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-06-2013