Νεκτανεβώ

Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Χρυσάφι οι αχτίδες στρώνανε στα χώματα του Ρα,
κι απλώναν στους μεσημβρινούς σκιές οι γεωμέτρες.
Λίγο πριν σε σκεπάσουνε μ' έναν σωρό από πέτρες,
θυμήθηκες -και γέλασες- μιαν άλληνε φορά,
που αδειάζαν τότε πάνω σου οι Υξώς χίλιες φαρέτρες.

Το ξόρκι ανέβαινε ψηλά του μύστη κι ο ψαλμός,
μιαν ώρα που βασίλευε μακριά κόκκινος ήλιος.
Μοιράσαν το κουφάρι σου ο κόρακας κι ο σκύλος.
Για μια στιγμή ανοιγόκλεισε του Ώρου ο οφθαλμός,
και μια κοιλάδα γέμισε με τα νερά του ο Νείλος.

Πριν τα βατράχια φύγουνε της δεύτερης πληγής,
στη Μέμφιδα ξαρμάτωτο σε πιάσανε να μπαίνεις.
Μες στο πηγάδι που άλλοτε θα ψάξει ο Ερατοσθένης,
σε ρίξαν χειροπόδαρα δεμένο να πνιγείς,
κι όρκο βαρύ θα παίρνανε πως σ' είδαν να πεθαίνεις.

Δρόμοι λιθόστρωτοι και ιλύς του δέλτα καρπερή
μπλέκονται στο μετάξινο του μύθου σου κουβάρι.
Σε φίλησε στον ύπνο της μια νύχτα η Νεφερτάρι.
Ως το προστάζαν, έμελλε, οι αρχόντοι κι οι καιροί,
με ένα μαχαίρι τη ζωή ο Νούβιος να σού πάρει.

Σκαλί-σκαλί μες στου Άνουβη τον κόσμο τον βουβό,
σε άγνωστη γλώσσα γράφουνε κατάρες όλοι οι τοίχοι.
Το φίδι κουλουριάζεται κι ο γέρος όλο βήχει.
Του Μήνη το αίμα χύνεται να πιεις, Νεκτανεβώ,
και σαστισμένοι οι βέβηλοι κοιτάζουν τυμβωρύχοι.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-02-2006