Νότες

Δημιουργός: Ιππαρχος, Δημήτρης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στα σύρματα, σα νότα σε πεντάγραμμο, ένα πουλί
κατόπιν πλήθος άλλα, το «σολ», το «ρε», το «μι»
ώσπου αντήχησε στην πλάση ολάκερη ο ψαλμός.
Έκλεινε στη δύση ο φλογισμένος οφθαλμός
κι αιμοραγούσε ο ουρανός απ’ την τομή
κόκκινο χρώμα, κίτρινο, πορτοκαλί

Το φως ξεχύθηκε, ποτάμι, θάλασσα πορφυρή
και όσα φράγματα συνάντησε στη διαδρομή
δεν είχαν δύναμη καμμιά ν’ αντισταθούν.
Τα νυχτολούλουδα άνοιξαν να ζεσταθούν
κι ύστερα ήρθε η πολυπόθητη στιγμή
ανέτειλε του φεγγαριού το λαμπερό φλουρί

Ήταν οι φάροι ακίνητοι αιώνια, στητοί
τ’ αστέρια αμέτρητα στουν ουρανό, φρουροί
μήπως και κάποιος έκλεβε την ομορφιά.
Ξηλώνονταν των άστρων τα εφήμερα καρφιά
και μάταια προσπαθούσε το αόρατο σφυρί,
η νύχτα ζει καθώς θεά και σβήνει σαν θνητή

Και όπως πρόβαλε διστακτικά η αυγή
ροδόχρωμη, πορτοκαλιά, χρυσή
κι ο ήλιος εραστής τής πρόσφερε φιλιά
ακούστηκε στα πέρατα γλυκιά λαλιά
ήταν το «ντο», το «φα», το «λα», το «σι»
κι ύστερα απόλυτη ως το απόγευμα σιγή

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-11-2013