Δον Κιχώτης

Δημιουργός: NacOsX

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Με λάβωσε ο Έρωτας
μ΄αόρατο δοξάρι.
Τρέμω σα φύλλο στο βοριά
στου δέντρου το κλωνάρι.
Είναι δροσιά του πρωινού,
πετούμενο της νιότης
κι εγώ στην άκρη τ’ ουρανού
αστείος Δον Κιχώτης,

Ακροβατώντας στο σκοινί
παρακαλώ τη μέρα
να πάει νωρίς να κοιμηθεί
στου ήλιου τη γαλέρα.
Γιατί την νύκτα έρχονται
σαν πορθητές των κάστρων
τα μάτια της που λάμπουνε
κάτω απ’ το φως των άστρων.

Μέσα στης νύκτας τη γητειά
με το θεριό παλεύω.
Πίσω από βλέφαρα κλειστά
τα χείλη της γυρεύω,
με την καρδιά να σπαρταρά
σε κάθε άγγιγμά της.
Έρωτα δώσε τα φτερά,
στολίδι στα μαλλιά της.

Αχ να μπορούσα τον τροχό
πίσω να τον γυρίσω.
Να ξαναρχίσω το χορό,
να μη την αγαπήσω.
Να του κρυφτώ του Έρωτα
να μη με σημαδέψει,
γιατί το βόλι του πονά
κι έχει τον νου μου κλέψει.

Μα δε μπορώ να του κρυφτώ
γιατί ‘ναι ζαβολιάρης
και με κοιτά ειρωνικά
μικρός και παιχνιδιάρης.
Αχ Έρωτα που κυβερνάς
όλη την οικουμένη.
«Έρως ανίκατε μάχαν»
κράζουν οι ηττημένοι.

Με λάβωσε ο Έρωτας
μα η πληγή δεν κλείνει.
Μένει στο στήθος ανοικτή
ώσπου να ΄ρθεί εκείνη.
Γιατί την άρρωστη καρδιά
την θεραπεύει μόνο
η μαγική της αγκαλιά
που διώχνει όλο τον πόνο.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-03-2014