Σκόρπια φύλλα ημερολογίου

Δημιουργός: melitaadam@yahoo.gr, Μελίτα Αδάμ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info






ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΣ



………………………………………………………………………………………………………..
Σύμπτωση; Μπορεί. Πάντως είναι γεγονός η μόνιμη παρέα μου είναι λέξεις που αρχίζουν από Π, όπως πόνος, παίδεμα, πίκρα, πένθος, πίεση, πτώση, πάλη. Αλήθεια το πήδημα ποιος μου το έκλεψε; Έχω ξεχάσει τη μυρωδιά του σπέρματος. Άλλοτε μου άρεσε. Αν θελήσω να σκεφτώ τη μυρωδιά του πικραμύγδαλου… θα πρέπει να ταξιδεύσω δέκα χρόνια πίσω.
Τι ειρωνεία… Τότε ακριβώς έβαλα μασέλες…
…..........................................................................................................................................

Από τότε που συνειδητοποίησα το χρόνο και το χώρο μου γεννήθηκε το ερώτημα: «Γιατί όταν δίνεις χέρι σε κάποιον που έχει ανάγκη, θέλει να πάρει όλο το κορμί σου;…»
Ποτέ δεν το έμαθα.
Έγινα εξήντα χρόνων για να σταματήσω τις… χειραψίες.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Στον αιώνα αυτό το Χ κυριαρχεί, όπως οι λέξεις χρέη, χύμα, χρήμα, χρεώστης, χρεοκοπία, χρηματισμός, χρόνος, χασμωδία, χαμός. Θέλω ν΄ απαλλαγώ από αυτά.
Μακάρι να μπορέσω να κόψω και άλλα περιττά, να βάλω ένα Χ σε σχέσεις, πρόσωπα, πολιτικές καταστάσεις….
………………………………………………………………………………………………………\

19..

Ο ήλιος εισέρχεται στο ζώδιο του Κριού. Αρχή της Άνοιξης. Απόγευμα στο Φάληρο. Πήγαμε να απολαύσουμε ηλιοβασίλεμα.
Περπατήσαμε στην παραλία. Δεν μιλάγαμε. Ήταν τα βήματα μας ανάλαφρα. Ήταν η συνάντηση δύο γενεών, το οριακό σημείο προσέγγισης, η συμμαχία του χθες με το σήμερα.
Ήταν μία μέρα που θα τη θυμόμαστε.
Ήταν η ημέρα που Εκείνη έδωσε ζωή στους ακίνητους στίχους μου. Οι λέξεις ανυψώθηκαν, έφθασαν στην ψυχή, κύλησαν από τα μάτια.
Δέηση, ύμνος μαζί με ρυθμό «ποπ», ήταν το δώρο που μου χάρισε.
Πιαστήκαμε από το χέρι και αμίλητες στην παραλία του Φαλήρου περπατάμε.
Στην ίδια παράλια πριν τόσα πολλά χρόνια με εκείνον, αγναντεύαμε το πέλαγος και όνειρα μαγικά φτιάχναμε.
Κάπνισε το τσιγάρο της. Εγώ, δίπλα, την ανάσα της ζυμωμένη με καπνό και φλοίσβο ανάσαινα. Η ώρα πέρασε, ο ήλιος στα βάθη του ορίζοντα βυθίστηκε. Κρύωνα. Φύγαμε. Πάντα από το χέρι κρατημένες, καθώς το δρόμο της επιστροφής πήραμε, παίξαμε το παιχνίδι του χαμένου άντρα.
Προσπαθούσαμε παρατηρώντας τα αρσενικά που από την αντίθετη πλευρά συναντούσαμε, να βρούμε τον ιδανικό ή απλά τον άντρα που θα μας άρεσε.
Τίποτα. Δεν βρήκαμε τίποτα. Τι έγινε το όμορφο αυτό φύλο;
Μήπως χάθηκε και αυτό μαζί με τα όνειρα και τις καντάδες ή μπας και μεταμορφώνεται σε άχρηστο υλικό μόλις μπει στην οπτική μας ακτίνα;
Κοιτάμε ξανά. Περνάει ένας λιγδερός τύπος. Ακολουθούν μικρά αμούστακα παλικαρόπουλα. Να, τώρα βλέπουμε ακουμπισμένο στα κάγκελα της παραλίας ένα τύπο με όμορφες αθλητικές πλάτες και μέση ταυρομάχου. Πλησιάζουμε. Ο αθεόφοβος, απολαύανε τη θέα εξερευνώντας με μανία τις κοιλότητες της μύτης του. Αηδία.
Δίπλα ένας χοντρομπεμπές εξερευνά το αυτί του με το ευτραφές νύχι του μικρού δάκτυλου …

Κλείνω τα μάτια. Γυρίζω πίσω, πολύ πίσω, στα λαντό με τους δανδήδες, τα ημίψηλα καπέλα, τα μποτίνια και τις καντάδες. Οι τροβαδούροι της αγάπης, οι τραγουδιστάδες, οι τρυγητές της απόλαυσης, της ηδονής, οι αιώνιοι εραστές σκεπάσθηκαν, χάθηκαν στην αχλύν του αδυσώπητου χρόνου.
Οι γυναίκες έμειναν μόνες με καμένα τα όνειρά τους.
…………………………………………………………………………………………….

19...
Μεγάλη Παρασκευή, τιμή και δόξα στους νεκρούς.

Βρισκόμαστε στο Πρώτο Νεκροταφείο. Είναι ένα όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο χώρος γεμάτος χρώματα και αρώματα.
Πολύχρωμα λουλούδια δίνουν ζωή στα άψυχα μάρμαρα.
Κρατάω μία αγκαλιά πασχαλιές και κεριά για τους αγαπημένους.
Μπαίνουμε από την πλαϊνή πόρτα του Πρώτου Νεκροταφείου.
Φέρνω νερό, πλένω τα μάρμαρα.
Πάλι οι κουρούνες κουτσούλισαν το άγαλμα του παππού.
Γέμισα τα βάζα με λουλούδια, άναψα το καντήλι, έβαλα θυμίαμα, άναψα και τα κεριά. Φυσάει, η φλόγα τρεμοπαίζει. Ο Γιωργάκης και η μικρή Αγγελικούλα, αγάλματα και αυτά που έφυγαν πρόωρα από τη ζωή, παρακολουθούν με τα μισάνοιχτα χειλάκια τους κάθε μου κίνηση.
Καλώ έναν-έναν τους νεκρούς, τους μιλάω, τους χαιρετάω.
Παίρνουμε το δρόμο γι άλλους αγαπημένους.
Πρώτο μας συναπάντημα ο τάφος του Πατριάρχη Γερμανού. Αυτός ευλόγησε τον καρπό της κοιλιάς μου. Πιο κάτω σκύβω στους ανθρώπους που στόλισαν τα νιάτα μου, που έδωσαν νόημα στη ζωή μου, που πλούτισαν τη γνώση μου.
Σύντροφοι, πρωτοστάτες στο κίνημα για την ανατροπή της χούντας.
Άνθρωποι θεόπνευστοι, ταλαντούχοι.
Ως άλλη Καρέζη στο τσίρκο της ζωής εκφωνώ τα ονόματά τους και αποθέτω ταπεινά στη μνήμη τους ένα λουλούδι και τη φλόγα ενός κεριού.
- Μελίνα από την Αθήνα.
- Αντώνη από το αύριο
- Γιώργο, Αλέκο, Γιάννη, Τζένη, Έλλη . . .
Κάθε όνομα και ένας πόνος. Ένας τάφος πιο μικρός, πιο μεγάλος.
Όλοι μαζεμένοι εδώ στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Μια παρέα που όλο και αυξάνεται. Μια συλλογή που όλο και πλουταίνει...
Της Μελίνας ο τάφος, μεγαλόπρεπος οικογενειακός. Του Τρίτση, μοντέρνος σαν εκείνον. Του Γεννηματά, λιτός με ένα σταυρό που ξεχωρίζει, όπως ξεχώριζε ο ίδιος. Της Τζένης, πίσω από την αυλαία.
Η παράσταση τελείωσε μα η φωνή τους είναι εδώ τριγύρω μας, μέσα μας.
Τελείωσαν και τα κεριά μου.
Εκείνος με τραβάει, πάμε, φθάνει.
Έξω μας περιμένει η ζωή.
…………………………………………………………………………………………….

19..

Μεγάλο Σάββατο, είμαι σκυμμένη πάνω από του κάστρου τα τείχη, παρακολουθώ τις προετοιμασίες για την αναστάσιμη βραδιά.
Να, εδώ απέναντι στήθηκε η μεγάλη εξέδρα, μπήκαν οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις, όλα έτοιμα για το «... δεύτε λάβετε φως ...»
Πιο χαμηλά το πάλκο για την χορωδία των ψαλτάδων.
Η μπάντα που χθες βράδυ συνόδευε τον επιτάφιο, χορδίζει τα όργανα.
Από ψηλά παρακολουθώ τα πάντα σαν σε πρόβα αρχαίου θεάτρου.
Ξάφνου οκτώ - δέκα άνθρωποι, δεν πρόφθασα να μετρήσω, έγιναν όλα τόσο πολύ γρήγορα, βουτάνε έναν μουσάτο στα χέρια τον σηκώνουνε και μέσα σ΄ ένα φορτηγό, μια κλούβα κλειστή στα πλαϊνά χωρίς οροφή, τον πετάνε.
Βοήθεια ! είναι ο Δήμαρχος, τον απαγάγουν. Τρέξτε συντοπίτες στο μαύρο φορτηγό το δρόμο κλείστε, τα λάστιχα τρυπήστε.
Φωνάζω σαν τρελή. Οι φλέβες πρήζονται. Κεφάλια σηκώνονται με κοιτάνε. Να, εκεί τους δείχνω το φορτηγό. Η φωνή μου δεν άντεξε. Παρακολουθώ τη σκηνή. Το φορτηγό ξεκινάει. Ο Δήμαρχος παλεύει σαν λιοντάρι. Πάει ο ένας, πάει και ο δεύτερος, μπράβο Δήμαρχε τους κατάφερες. Άντε κουράγιο. Όμως, είναι πολλοί. Τον ρίχνουν κάτω.
Ο ένας κρατάει μαχαίρι.
Το φορτηγό χάθηκε από τα μάτια μου. Πίσω αιμάτινο ρυάκι αφήνει.
Η μπάντα κάνει πρόβες.
Ωσαννά !
« Την ανάστασή σου Χριστέ Σωτήρ Άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς και ημάς τους επί της γης καταξίωσον εν καθαρά καρδία Σε δοξάζειν …»
…………………………………………………………………………………………….

199..

Έπρεπε να περάσουν 45 χρόνια για ν΄ αρχίσω να βλέπω την πραγματικότητα. Το γήινο ον και όχι τον ήρωα που είχε πλάσει η νοσηρή φαντασία μου, αυτόν που έστησα σε ψηλό βάθρο και προσκύναγα μέχρι που έφαγε χώμα η μούρη μου, μέχρι πού έγλειψα τη λάσπη από τ΄ αχνάρια των ποδιών του.
Τον αγάπησα! Τον πίστεψα! Του δόθηκα ψυχή τε και σώματι, ολοκληρωτικά.
Είχα τυφλωθεί από την ακτινοβολία, τη γοητεία, το μπλαζέ ύφος του επιβήτορα …
Σαράντα πέντε χρόνια μετά το όστρακο άνοιξε, η μάσκα άρχισε να ραγίζει για να θρυμματιστεί και να γίνει η αποκάλυψη στις πραγματικές διαστάσεις της.
…..........................................................................................................................................

Εκείνος δεν έφταιγε, εγώ τον τοποθέτησα, εγώ τον έστησα, εγώ θεοποίησα έναν απλό άνθρωπο, εγώ άνοιξα τα όρια του μικρόκοσμού του ως τα πέρατα της πεινασμένης φαντασίας μου, ψάχνοντας στην έρημο που απλώνονταν γύρω από τη μικρή όαση του μυαλού και της ψυχής του.
Δεν αρκούσε στο θυελλώδη ταμπεραμέντο μου η μικρή του όαση, ήθελα να φτάσω στη ζούγκλα να την εξερευνήσω, να κυνηγήσω, ν΄ αλλάξω τους ρόλους και από θύμα-θήραμα να γίνω θύτης-κυνηγός.
Βγήκα από τον κύκλο μου έτρεξα στην έρημο, κάθε βήμα έμπαινα ένα πόντο πιο βαθιά, η άμμος υποχωρούσε ωσότου έφτασε στο στόμα μου. Έχει γεύση στυφόπικρη ο πάτος…
………………………………………………………………………………………………………..

Δεν μπορώ να εξηγήσω τι είναι έρωτας, έζησα την έλξη των μαγνητών του μέχρι που κόλλησαν.
Ζύγισα τα υπέρ και τα κατά με γνώμονα την ανάγκη να φύγω από το πατρικό σπίτι.
Δεν έψαξα για λουλούδια και αγάπες, απλά αφέθηκα στην έλξη. Πόση δύναμη έχει η άθλια….
Ο έρωτας έμεινε στα όνειρα εξαιτίας της δικής μου ανάγκης να κάνω αυτό που εγώ νόμιζα σωστό, αυτό που έντεχνα μου είχε εμφυσήσει ο άνθρωπος μου, μα και θύτης μου. ….....................................................................................................................................
Ύστερα, η απέραντη τρυφερότητα της μητρότητας σε συνδυασμό με την αβυσσαλέα ανάγκη της ανεξαρτησίας, της κατάκτησης και της επιβεβαίωσης δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μίγμα…
Τα χρόνια πέρασαν. Έγινα ένα ανθρώπινο πλάσμα της συνήθειας, της καθημερινής φθοράς. Λούστηκα από ένα διάφανο υγρό, μέσα αντιφέγγιζε η σελήνη που ανέβηκε κόκκινη. Αίμα ζεστό πλημμύρισε τα πάντα.
…...........................................................................................................................................

Τι φταίει αυτός, αυτή, εγώ, εκείνη, οι άλλοι; Αγάμητη γυναίκα, ξύλο απελέκητο.

………………………………………………………………………………………………………
Όποιος γεννήθηκε σε ανατολίτικο περιβάλλον, ασφυκτικά πουριτανικό, θα με καταλάβει και θα μπορεί να νιώσει την αφόρητη καταπίεση που άλλο σκοπό δεν έχει να παρά να εκκολάψει είτε πειθήνια όργανα, είτε σκληρούς επαναστάτες.
Έτυχε να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία, οπότε η πίεση της μητρικής εξουσίας πολλαπλασιαζόταν με άκρως αρνητικά αποτελέσματα. Έπρεπε, για να εκπροσωπήσω επάξια την κοινωνική μου θέση να μάθω καλούς τρόπους, πιάνο αλλά και γαλλικά. Τα μίσησα και τα τρία.
Έπρεπε να είμαι τακτική και υπάκουη, έγινα άτσαλη και πνεύμα αντιρρησίας.
Προικιό αυτής της ανατροφής και της άρνησης να υποταχτώ, ήταν να μπω μέσα στον εαυτό μου χωρίς καμία εξωτερική ένδειξη, με δικλίδα διαφυγής λιποθυμίες και κρίσεις πανικού…
Μόλις τελείωσα το σχολείο μου βρήκαν δουλειά και σαν καλή κι ευγενική κόρη την αποδέχτηκα, δεν είχα περιθώρια εκλογής… Τότε αποφάσισα να κάνω την επανάστασή μου … Σιγά την επανάσταση, βρήκα ένα άντρα που τόλμησε ο έρημος να με κοιτάξει, που ήξερα πως δεν άρεσε στους δικούς μου και πηδήθηκα σε πείσμα όλων των πουριτανικών προτύπων της σεβαστής μου οικογένειας.
Τι; Δεν άκουσα;
Τι έγινε στη συνέχεια;
Δεν το φαντάζεστε; Έζησα 5-6 χρόνια ελεύθερη και μετά… αναπόλησα την υποταγή μου, και… υποτάχτηκα σε “άλλο αφεντικό”.

Σήμερα γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Ίσως να φταίει και το ότι πήγα στο χωριό μου, και… είδα το πατρικό σπίτι, το φρούριο των πρέπει. Κλυδωνίσθηκε και αυτό στο το σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 και… εγκαταλείφτηκε.
Οι ψυχές όλων ήσαν εκεί, μαζί με τις αναμνήσεις έστησαν χορό στους ήχους κάποιου ρεμπέτικου.
Με κάλεσαν. Πήγα, χόρεψα ως άλλος θηλυκός Ζορμπάς τους καημούς της προσφυγιάς,
εκτονώθηκα. Το μπουζούκι σταμάτησε να παίζει, τους αποχαιρέτησα.
Πήρα στις φούχτες μου, την ξαλαφρωμένη ψυχή μου, το χθες, τα ψαρά μαλλιά μου κι έσυρα τα βήματά μου μακριά.
Εκείνοι είχαν χαθεί… μόνο το πεύκο, η αγγελικούλα και το γιασεεμί μου χαμογέλασαν θλιμμένα. Στον πίσω κήπο η δάφνη, δέντρο ψιλό, υγιές δάκρυσε…
Αύριο θα τα ξερίζωναν όλα…
Ένας ακόμη κύκλος που ολοκληρώθηκε…
…................................................................................................................................................................

Όλα τα παλιά τα έκλεισα στη θύμησή μου όπως το κοχύλι-κοχλίας κρατάει μέσα του τη θύμηση του νερού και σαν στο αυτί σου το βάλεις ακούς ή έχεις την αίσθηση ότι ακούς παφλασμούς….. ………………………………………………………………………………………………………...........................

……………………………………………………………………………………………………...............................


[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-04-2014