Ιστορίες δρόμου

Δημιουργός: melitaadam@yahoo.gr, Μελίτα Αδάμ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info





Ιστορία 13η



ΓΙΑ ΠΕΝΤΕ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΔΡΑΧΜΕΣ
(Προσωπική ιστορία ταξιτζή)


Κατεβαίνουμε την Αριστοτέλους, έχω πάρει κούρσα έναν ευγενικό κύριο. Κάθεται πίσω. Είναι μεσημέρι, ο ήλιος καίει τα πάντα. Μία κουτσή γιαγιά, κοντά στο Λαύριο, απλώνει τη μαγκούρα της. Ρωτάω τον κύριο αν μου επιτρέπει να την πάρω. Δεν έχει αντίρρηση. «Πού πας γιαγιά;» «Σεπόλια». Η κατεύθυνση ταιριάζει.
Στη διαδρομή η γιαγιά ακατάπαυστα μουρμουρίζει λόγια χωρίς ειρμό και νόημα.
Φτάνουμε στην πλατεία, ο κύριος ετοιμάζεται να κατέβει, το ρολόι έχει γράψει τετρακόσιες δραχμές, μου δίνει χιλιάρικο. Εκείνη τη στιγμή η γιαγιά απλώνει το κοκαλιάρικο χέρι της, μου δίνει πεντακόσιες δραχμές λέγοντας ότι θα κατεβεί και αυτή στην Πλατεία. Στο πεντακοσάρικο της γιαγιάς βάζω και εκατό δραχμές και δίνω ρέστα εξακόσες δραχμές στην κύριος, στρέφομαι στη γιαγιά και της δίνω διακόσιες δραχμές. Η γιαγιά όχι μόνο δεν παίρνει τα ρέστα της αλλά κτυπώντας το ταξίμετρο, αρχίζει να στριγκλίζει φωνάζοντας: «Θέλω τα ρέστα μου». Ο ταξιτζής της εξηγεί ότι από το πεντακοσάρικο που του έδωσε κράτησε τριακόσιες δραχμές, που είναι η μικρότερη κούρσα, και της δίνει και διακόσιες ρέστα.
Οι φωνές της γιαγιάς ξεσηκώνουν τον κόσμο. «Παλιάνθρωπε σου έδωκα πεντοχίλιαρο και θέλω ρέστα τέσσερις χιλιάδες επτακόσιες δραχμές• αλλά εγώ σας ξέρω καλά, με είδες γριά και πας να με κοροϊδέψεις»
Ο κύριος έχει βγει από το ταξί, τον παρακαλώ να με βοηθήσει. Εκείνος σκύβει στο παράθυρο και λέει ήρεμα στη γιαγιά πως, το πεντακοσάρικο που δώσατε στον ταξιτζή, το πήρα εγώ, ως ρέστα. Απλώνει το χέρι της, το δείχνει στην γιαγιά, «νάτο ακόμη το κρατάω». Αυτό ήταν, η γιαγιά σηκώνει το σακούλι που κρατούσε στο χέρι της και κτυπάει τον άνθρωπο στο πρόσωπο ενώ ωρύεται «Τα κάνατε πλακάκια. Παλιοταρίφα θέλω το πεντοχίλιαρό μου που τ΄ έδωκες στον πουστ… σου, σε είδα».
Άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Ακούγονται οι πρώτες κριτικές “Την καημένη τη γριούλα”, “Όλοι οι ταρίφες έτσι είναι” και άλλες ακόμα χειρότερες.
Ο κύριος πολύ θυμώνει, μπαίνει στο ταξί κρατώντας τη μύτη του, που έφαγε τη σακουλιά και λέει στον ταξιτζή «Πάμε στην Αστυνομία».
Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει ένας ηλικιωμένος κύριος, ανοίγει τη μπροστινή πόρτα, παίρνει από το ταξιτζή τα ρέστα τα δίνει στη γιαγιά, την τραβάει έξω από το ταξί. «Το κόλπο σου το έμαθαν όλοι, κυρά Μαρία. Πάρε το διακοσάρι για να μην ξημερωθείς πάλι στο Τμήμα».
Η κυρά Μαρία αρπάζει τα χρήματα, κατεβαίνει, μας βρίζει και φεύγει βιαστική χωρίς καν να μεταχειριστεί το μπαστούνι της.
Μείναμε αλάλητοι.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-06-2014