Μη μου ζητάς συγχώρεση

Δημιουργός: boofox, Voula

Αφιερωμένο...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάποτε μου ζήτησες
να γράψω για εσένα
κάτι γλυκό και τρυφερό
που να εκφράζει εμένα.

Το έκανα, προσπάθησα
μα λόγια γλυκά δεν ήταν,
ήταν οι πίκρες που ένιωθα
κι απ' την καρδιά μου βγήκαν.

Δεν το έκανα από κακό,
είχα καημό μεγάλο,
ήθελα μόνο να σωθώ,
να φύγω, να προλάβω.

Μου έκανες τόσα πολλά,
τόσα μου είπες λόγια
που μ' έθαψαν πολύ βαθιά,
κάτω, στα καταγώγια.

Κι αν δάκρυα έχυνα πολλά
καρφί δεν σου καιγόταν,
τον πόνο μου η συμπόνια σου
δεν τον καταδεχόταν.

Δεν ήσουν άνθρωπος εσύ,
ήσουν ο Δήμιος μου
και κάθε μέρα μου 'δειχνες
ποιος θα 'ναι ο θάνατος μου.

Και σ' άρεσε κάθε στιγμή
να βλέπεις να πεθαίνω
και γέλαγες ειρωνικά
σαν το διεστραμμένο.

Με σκότωσες, με ταπείνωσες
κι όχι μονάχα εμένα,
πείρες ότι είχα ιερό
κι έμεινα στα χαμένα.

Κάπου στη γη ν' ακροβατώ.
στον ήλιο, στο φεγγάρι
και ν' αγκαλιάζω σαν μωρό
ένα άψυχο μαξιλάρι.

Κι οι θύμισες τώρα αυτές
δάκρυα προκαλούνε,
μα πρέπει τώρα να στα πω
που οι ουρανοί μ' ακούνε.

Κι όταν πια έφυγα μακριά
για να σωθώ από σένα,
μάζεψα τα κομμάτια μου
και τα ένωσα ένα, ένα.

Και σου έριξα ολόψυχα
κατάρες και συχτήρια,
χειρότερα κι από αυτά
των γύφτων στα τσαντίρια.

Κι είπα, ας παίρνω αμάρτημα,
θέλω να πεθάνεις
και είναι το λιγότερο
για μένα που θα κάνεις.

Όμως, πια είμαι τώρα εγώ
που θα παρακαλάω
το θάνατο του αλλουνού
και ας του το χρωστάω.

Θεέ μου, είπα, αν μ' ακούς
και λίγο με λυπάσαι,
τη δύναμη να συγχωρώ
μες την ψυχή μου άσε.

Κι αφήνω σε εσένανε
την όποια τιμωρία
αν το πιστεύεις και εσύ
πως ήταν αδικία.

Έτσι, έθαψα βαθιά
όλες τις αναμνήσεις
εκείνες που με πόνεσαν
και είπα, έτσι θα ζήσεις.

Πέρασε έτσι ο καιρός
και βρήκα κάποιον άλλο,
κάποιον που με αγαπά
κι είπα δεν θέλω άλλον.

Έτσι η πληγή μες την καρδιά
όσο και να ματώνει,
έχει έναν άνθρωπο
για να τη μαλακώνει.

Πέρασε έτσι ο καιρός
και είχα πια αφήσει
όλα όσα μου έκανες
και μ' είχαν ενοχλήσει.

Και ήρθε άλλη μια ψυχή
μέσα στη ζωή μου
που κράταγε τη λύτρωση
και τη δικαίωση μου.

Τα έφερε η συζήτηση
και μου 'πε ένα βράδυ,
πως της ζωής μου ο Δήμιος
έχει πλέον πεθάνει.

Και δεν σου κρύβω, χάρηκα
για τούτα τα μαντάτα.
Είπα, Αλήθεια μου το λες;
και Δεν μου κάνεις πλάκα!

Κι αφού μου επιβεβαίωσε
πως πράγματι έτσι είναι,
σε μίσησα απ' την αρχή
με όλο μου το είναι,

Και είπα, Θεέ μου ευχαριστώ
που του 'δωσες να μάθει,
αφού κακό μου έκανε,
τότε καλά να πάθει.

Κι ήρθε μια σκέψη σαν βροχή
για να με συνεφέρει
κι αν κάτι λέω ψέματα
μα μου κοπεί το χέρι.

Ποια είσαι εσύ που άρχισες
να καταδικάζεις;
Ποιο μίσος σ' έκανε με το χαμό
κάποιου να διασκεδάζεις;

Ακόμα κι αν του άξιζε
έχει πλέον φύγει
κι η αδικία που σου ' κανε
πλέον δεν σε πνίγει.

Αφού το είδε κι ο Θεός
πως είσαι αδικημένη
κι εκείνος το κανόνισε,
μίσος να μη σου μένει.

Κι ενώ έλεγα στον τάφο σου
θα έρθω για να φτύσω,
κατέλειξα να σεβαστώ
και να σε συγχωρήσω.

Μη μου ζητάς συγχώρεση
λοιπόν, στην έχω δώσει.
Απ΄το Θεό άντε ζήτα τη
κι εύχομαι να στη δώσει.

Γιατί... Δεν είμαι υπολογιστής,
γι' αυτό δεν καίω ρεύμα
κι αντί για κάρτα γραφικών
εγώ κατέχω πνεύμα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-06-2014