Novalis Night

Δημιουργός: Elijah

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ντύνεται η νύχτα η δικιά σου ένα πουκάμισο μαύρο.
Να μη λερώνεται από αστέρια και φεγγάρια υπερπόντια και άλλα τέτοια που λαμπυρίζουν.
Να 'ναι άσπιλο το ρημοσκότεινό σου, άκτιστο γι' αυτούς που δεν έσταξαν πάνω από 'κείνο το καντηλάκι που ανάφτει, χαμένο ροκανίδι στο πέλαγος.
Είναι κι αυτή η νύχτα μια κόρη του Novalis που ντρέπεται εύκολα με τα πρωτοβρόχια και τακτοποιεί προσεκτικά τα ανεκπλήρωτα φορέματα.
Που λίγο πριν κοιμηθεί μπαίνει στα πρωτινά ξύλα με τους αγίους που στέκουν εκεί αιώνες τώρα με όσες λαχανίδες τους πρόσφεραν τα κυπαρίσσια ανακατεμένες με δυο στάλες ξύδι.

Στρέφοντας το πρόσωπο αριστερά και κάτω, μοιάζει μ' εκέινη την αγγελοκαμωμένη τυφλή. Πρώτη της φορά βάδιζε στα πλακάκια της Ομόνοιας. Με χεράκια που έτρεμαν. Χεράκια που τρεμόπαιζαν καθώς έπιανε τον κόσμο. Έτρεμε μη τυχόν και πιαστεί από κανέναν περαστικό κι αυτός της πετάξει κάτι στα γρήγορα για το μουνί ή τον κώλο της.

Είναι η νύχτα τα σφαγμένα σου αίματα που καμμιά φορά γίνονται θυμιάματα έτσι που τους ταιριάζεις τραγούδια. Σαν μυθικά όντα που παίρνουν το μέρος των σκυλιών.
Κι όταν η νύχτα στεγνώσει τα κλάματα σου και πάει να χαράξει, νυχτωνει σ' εκείνα τα ξωκλήσια που ρίζωσαν πεντάρφανα στην παλάμη σου και μουρμουρίζουν χαμηλούς εσπερινούς, γερμένους ανάμεσα σε "Γειά σου", "Πότε θα περάσεις", και κάτι ονόματα ανθρώπινα.
Τότε τα μεσ' τα βάτα αναστημένα κυκλάμινα μαζεύουν όλο το μωβ που σπαταλήθηκε - έτσι, να μη χαθεί και πάει την ώρα που κοιμάσαι.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-02-2015