Σαν του Αισώπου το Βοσκό

Δημιουργός: kostas maris, Κώστας Μιχαήλ Μαρής (Kosmima)

λόγω της ημέρας , σε κρητική διάλεκτο https://youtu.be/nvmwAT_q1QA , καλή ανάγνωση - ακρόαση ...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σαν του Αισώπου το Βοσκό
(Έμμετρο θεατρικό κείμενο)

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τρεζάνει είχ’ ο Δημητρός στσι φάρσες το Λευτέρη
του σκάρωνε καθημερνως μα θες κι ένα χουνέρι
φίλοι από παλιά κι οι δυο για κάμετε σείρι
ήτο-ν ο γ-ης μηχανικός κι ο άλλος πειραχτήρι
δε βάν’ ο Δημητρός μυαλό τσι φάρσες τους δε στένει
μα σα ν-τ’ Αισώπου το βοσκό μια μέρα τη μ-παθαίνει
ε-τράκαρε στην εθνική κι ε-ν-τούμπαρε τ’ αμάξι
και το Λευτέρη κάλεσε να πα’ να του το σάξει
μα ‘ν’ ο Λευτέρης δύσπιστος ψιχάλι δε μ-πιστέει
μόνο τον-ε καθυστερεί και τον-ε χωρατέει
μα μη σας τα πολυλογώ και σπάσ’ η κεφαλή σας
τω φίλω’ ν-τη συζήτηση ακούστε μοναχοί σας

ΔΗΜΗΤΡΗΣ – ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Δ: Λευτέρ’ όπου γ-κι-α βρίχνεσαι παρέτησε τα κι έλα
Λ: γιάντα μπρε Μήτσο ‘ντα ‘παθες, μπα σου σκάσ’ η σαμπρέλα
Δ: κοντά ζαέρι έπεσες γι ατό ντελόγο ‘γλάκα
Λ: που βρίχνεις πρωινιάτικα την όρεξη για πλάκα
Δ: ποια πλάκα μπρε, δε με γροικάς είντα λογιώς βρουχούμαι
Λ: έτσι-δα μου το λες σαφή μα ‘δα’ δε σου φρουκούμαι
Δ: ως σάλευγα την εθνική ήρχουντο μηχανάκι
Λ: Δημήτρη σε κατάλαβα ας το παραμυθάκι
Δ: Λευτέρη, βάση δώσε μου, μη μου ‘ρθει νουσουμπέτι
Λ: πες μου ‘δα πως ε-τράκαρες κι εφκαίρεσες στο δέτη
Δ: σαν είντα πούρι να σου πω, καλλιά ‘πο μένα λες τα
Λ: τα ίδια μου ‘λεγες κι ο-ψες γειρές ‘δα και τα ρέστα
Δ: χίλια τα δίκια σου μαθώς μα ‘δα δεν είναι ψώμα
Λ: για να πιστέψω τούτο-να, ε, θες δουλειά ακόμα
Δ: σκέψου μπρε να ‘χα βαριστεί και να ‘ργιες τόση-ν ώρα
Λ: ε δε ‘θελα ‘ρθω με ο τζιπ, μα με τη νεκροφόρα
Δ: ποιο τζιπ για εδρομή θα πας, πάρε το γερανό σου
Λ: μπλόφες σου κάνω ‘δα κι εγώ, σαν και τον απατό σου
Δ: καλές οι πλάκες που μου λες, μα έλα να με πάρεις
Λ: εσύ μπρε Δημητρό το λες, που ‘σαι σ’ αυτές μπροστάρης
Δ: δε σου τ’ αρνιέμαι μπρε το-να μα δα πώς να ‘ξηγήσω
Λ: Μήτσο, πελάτης έρχεται και πρέπει να σε κλείσω
Δ: που να ‘ν’ οι διόλοι μέσα ν-του κι εσέ’ και του πελάτη
Λ: μη βλαστημάς μπρε Δημητρό και πε’ μ’ α’ θέλεις κάτι
Δ: ε-μάλλιασε-ν η γλώσσα μου, μα δε γροικάς καημένε
Λ: να ‘ν’ όμως πράμα σοβαρό, κλειω και τα ξαναλέμε


ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ε-πόμεινε-ν ο Δημητρός α-μοναχός στ’ αμάξι
και ο Λευτέρης πάσκιζε μια ‘ξάτμιση ν’ αλλάξει
ο Μήτσος μπήκε μια στιμής στου φίλου ν-του τη σκέψη

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Τόσα ‘ξωμένα του ‘χω μπρε, ε πώς να με πιστέψει
αυτή δεν είναι κεφαλή, καφκί εί’ γ-και θέλει σπάμα
είπα τ’ αλήθεια μια φορά και δε μ-πιστεύγει πράμα
ο-σα ν-τ’ Αισώπου το βοσκό, τη μ-πάτησα, ζαέρι
ανάθεμα μ’ α-που ‘κανα καψώνια στο Λευτέρη
να πάρω ‘δα τηλέφωνο και πάλι ‘ντα να πω του
πως λέω, του χει καρφωθεί, ψώματα, στο μυαλό του
ώρα που βρήκε-νε να μπει πελάτης, να με κλείσει
α’ ν-του μιλούσα πλια πολύ ίσως τον είχα πείσει
ε το παντέρμο και κοντό μπα ν’ έχει ξετελέψει
μπορεί κι αν-ε ν-τον έπαιρνα να του ‘λαζα τη σκέψη

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Μήτσος ‘τσα το σκέφτουντα’ γ-και το μονολογούσε
μα κι ο Λευτέρης για τ’ αυτό είχ’ έγνοια κι απορούσε

ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Μρε λες κι αλήθεια το ‘λεγε, δε ν-το ‘χε κόψ’ η κούτρα
κι άδικα τούτη ν-τη φορά το μ-πήρα ‘πό τα μούτρα
μα πάλι είναι οι φορές πολλές που το ‘χει κάμει
να πει πως πράμα έπαθε, χωρίς να τρέχει δράμι
αλλιώς να μου γροικούνταν-ε πλια μανισμένος, πούρι
μα έτσα ‘ν’ όλες τσι φορές που κάνει καλαμπούρι
άμε στο χίλιω διάολο, που είσαι, να κατέχω
δε φτάνου’ ν-τ’ άλλα που τραβώ κι άλλο’ γ-καζά θα ν-έχω
να πάρω λω τηλέφωνο γ-ή θα του δώσω κόζι
για να με παίζει πλια πολύ ως ξέρει και τ’ αρμόζει
μπρε δε θα τον-ε πάρω ‘γω κι α’ θέλ’ αυτός ας πάρει
πρωί – πρωί με ‘νάλωσε και σκέψου να μπλοφάρει
να παίρνω ‘γω τηλέφωνα, να χολοσκώ, να τρέχω
για να γελά ο Δημητρός, να λέει «ως θέλω σ’ έχω»


ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Έτσα λογιώς ντουχιούντιζε ο γ-ης το γ-κολλητό ν-του
και μ’ αγωνία ‘νήμενε ξανά τηλέφωνο ν-του
λες κι είχε ν-το παραγγελιά, ο Μήτσος τον-ε παίρνει
γροικάτε ‘δα κι α-μοναχοί ο γ-ης τ’ αλλού ‘ντα σέρνει


ΔΗΜΗΤΡΗΣ – ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Δ: έφυγε-ν ο πελάτης σου γ-ή θα με κλείσεις πάλι
Λ: άντε μπρε σε περίμενα κι είχ’ αγωνία μεγάλη
Δ: διάλε την αγωνία σου, γι αυτό με πήρες πίσω
Λ: ε-δα μπρε τον ε-πό-βγαλα κι είπα να ξεκινήσω
Δ: ε ντάκαρε γερά-γερά το χρόνο σου μη χάνεις
Λ: θωρώ και βιάζεσαι μαθώς, ζαέρι, πλάκα κάνεις
Δ: άντε και πάλι απ’ την αρχή, τα ίδια μ-Παντελή μου
Λ: γατέχω τα, τα τσάπια σου πολύ καλά πουλί μου
Δ: α’ δε σου τα ‘χα ξώσει τσα, θα σ’ έβριζα Λευτέρη
Λ: αφού το λες κι α-μοναχός, στσι φάρσες είσ’ αστέρι
Δ: θα ‘λεγα μπρε πως τράκαρα κι ε-φκαίρεσα στο δέτη
Λ: για γροίκα κει-ε, χειρότερα μου ‘χεις ‘πωμένα, ψεύτη
Δ: ε, ναι, θαρρώ πως, δηλαδή, αλήθεια είναι το-να
Λ: ε-μπέρδεξες τη γλώσσα σου γ-ή κόλλησ’ η βελόνα
Δ: α’ θες Λευτέρη ξέσυρε, έλα ‘με ναμαζώξεις
Λ: για έλα ‘συ από πα-δα και τσι ψευιές να κόψεις
Δ: πως μπρε να ‘ρθω από του-δα στην εθνική ‘νημένω
Λ: Μήτσο το έργο τούτο-να, το ‘χεις χιλιοπαιγμένο
Δ: πως διάλο ο άπιστος Θωμάς το βάνει στο μυαλό ν-του
Λ: σα δει Δημήτρη τσι πληγές μόν’ απ’ το δάσκαλο ν-του
Δ: ε κι είντα θες Λευτέρη δα ‘μ’ αίμα να ‘ρθω δυο πήχες
Λ: άσε μπρε τσι μαλαγανιές, τσι σάχλες και τσι τρίχες
Δ: θυμήσου φίλε το βοσκό που ‘κανε μόνο πλάκα
Λ: κι ο λύκος του ‘φαε ν-τα ζα, σα ν-το γ-καλό μαλάκα
Δ: θωρείς ε-δα πως το γατές έτσι-δα θες να γίνει
Λ: με γέλασες πολλές φορές, που να ‘χω ‘μπιστοσύνη
Δ: λόγω τιμής Λευτέρη μου, έλα κι αν είναι ψέμα
Λ: να μη μ-πιστέψω Μήτσο μου κιαμιά φορ’ άλλη ‘σένα
Δ: ε, ναι είντ’ άλλο να σου πω ακόμη να σε πείσω
Λ: το λόγο σου θα σεβαστώ και δε θα διαφωνήσω
Δ: δόξα σοι να ‘χει ο θεός, ήρθες στα συγκαλά σου
Λ: μη μ-παίρνεις φόρα Δημητρό, μάζωξε τα μυαλά σου
Δ: γιάντα Λευτέρη δε θα ‘ρθεις ως είπες πριν σε ‘μένα
Λ: αλίμονο σου Δημητρό αν εί’ γ-και τούτο ψέμα
Δ: χουνέρι δε σου κάνω μπλιο, τσι πλάκες μου τσι ‘φήνω
Λ: στένου μπρε, μη ζορίζεσαι γεια σου, τα λέμε, κλείνω

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Έκλεισε ν-το τηλέφωνο στ’ αμάξι ν-του νταρντίζει
τον απατό ν-του που ‘ργησε για να πειστεί, μανίζει
πήγε το φίλο ντου να βρει στην εθνική α-που ναι
οι φίλοι και να λε’ μ-ψευιές, το λόγο ν-τως, τιμούνε
στα τρία τέταρτα ‘το-νε ομπρός ο προορισμός του
η το γ-καρφίχτη ξάνοιγε κι έλεγε μοναχός του

ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Για δες κει-ε μπρε πως έργησα με το να μη μ-πιστέψω
πως την αλήθεια μου ‘λεγε ογλήγορα να τρέξω
όχι άλλως μα κι αυτός μαθώς ‘πό μένα πλια τα φταίει
π’ ούλη ν-την ώρα ψώματα και καλαμπούρια λέει
για σκέψου να ‘χε-νε βαρεί εκείνη-να την ώρα
α-που τον-ε χωράτεγα ο-για τη νεκροφόρα
όχι να δικιολογηθώ, έτσι κι αλλιώς πηγαίνω
μα μιαν αλήθεια μια φορά δε μου ‘πε το βλαμμένο
και δε με γνοιάζει τούτο-να, άλλο στο νου μου βάνω
για δες πως θα ξανοίξει δα να βγει και από πάνω

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Όσο ο Λευτέρης σίμωνε, ντουχιούντιζε κι ελάλιε
κι ο Δημητρός α-μοναχός κι αυτός εβαταλάλιε

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Πάλι καλά που πίστεψε ε μπρε παντέρμος ζόρες
η πλάκα θέλει ρέγουλο, νημένω ‘πα’ τρεις ώρες
κομμένες ‘πό πα-δα κι ομπρός μη ν-τη γ-ξαναπατήσω
κι απ’ το Λευτέρη θα ‘πρεπε, συγνώμη να ζητήσω
μπρε-συ ε-κουζουλάθηκα γιάντα να πω συγνώμη
για να του δώσω τη χαρά πως μ’ άλλαξε ν-τη γνώμη
δε γ-ξανακάνω πλάκα μπλιο, μα θα του πω απίτης
για είτε μπρ’ έναν άθρωπο που λέγεται τεχνίτης
αυτός συγνώμη να μου πει π’ άργησε να με πάρει
και μπλιο να μη μ’ αφησβητεί σα μ-πω έχω τρακάρει
ας τον-ε δα να ‘ρθει πα-δα και ξα μου ‘ντα θα κάνω
α’ γ-και ‘χει δίκιο μια ολιά εγώ θα βγω ‘πό πάνω

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Μονολογούσα-σι γ-κι οι δυο κι ετσά περνούσ’ η γι-ώρα
πείσμα κρατούσ’ ο γ-ης τ’ αλλού, ώ γ-κι-α γ-ξεσπάσει μπόρα
πολλές φορές ο Δημητρός του ‘χε’ ν-τα μύρια ξώσει
μα κι ο Λευτέρη συντρομή έργησε να του δώσει
ας μη σας-ε ζαλίζω ‘γω, τα ώττα σας ν-τεντώστε
βάση στα συφραζόμενα τω’ δυο μας φίλω’, δώστε

ΛΕΥΤΕΡΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Λ: είντα μπρε Μήτσο κάνεις τα, είντα λογιώς ζαέρι
Δ: τέσσερεις ώρες είμαι ‘πα και σου μηνώ Λευτέρη
Λ: ε-κόντεψα να σκοτωθώ , ε-γλάκουνα να φτάξω
Δ: να ‘χε ντακάρεις πλια νωρίς, μπα θέλεις να σε κράξω
Λ: όχι άλλως τέλος δα καλό, αφού ‘ρθα να σε πάρω
Δ: ‘πό του θεού τη ν-ταχυνή Λευτέρη σε κορτάρω
Λ: δε μου ‘χεις λίγα λω ξωτά, με τσι ψευιές σου, πούρι
Δ: θωρείς μανίζω κι όλα αυτά, λες είναι καλαμπούρι
Λ: γιάντα μπρε Μήτσο οψαργάς γ-ή δεν αναστοράσαι
Δ: εκείνο-να εμπίτησε-ν ακόμη το θυμάσαι
Λ: δε ‘φήνεις ούτε να το πω, σα’ ν-τη μ-πορδή προτρέχεις
Δ: άσε μπρε το βαταλαλιό, δουλειά ‘πα πέρα έχεις
Λ: να σε συφαίρει κι ως το θες να κάμεις τη δουλειά σου
Δ: πρέπει τ’ αμάξι να σαχτεί, αλλιώς όχι άλλως, ξα σου
Λ: ας είναι μπρε για τούτο-να δε θα το κάμω θέμα
Δ: κι εγώ Λευτέρη χωρατά δε γ-κάνω μπλιο σε σένα
Λ: ε-δα μπρε μίλησες σωστά κι εγώ να γίνω χώμα
Δ: μη σερσεμίζεις τόσο-να δε ν-τέλειωσα ακόμα
Λ: είντα ‘χεις πομεινάρικο στο νου, για βγάλε τ’ όξω
Δ: άλλη φορά θα με πιστές, τσι πλάκες θα τσι κόψω

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Μαζί το κουβεδιάζανε κι όλα τα συφωνούσα’
κι οι δυο όμως απ’ εγωισμό κάπου ε-διαφωνούσα’
ο γ-ης επαραδέχουντο στον άλλο ότι είχε σφάλει
ναι μεν αλλά του φόρτωνε μια ιδιότητα άλλη
γροικάτε τσοι κι α-μοναχοί, ποθάνετ’ απ’ τα γέλια
κι οι δυο ξεσυνορίζουνται σαν ν-τα μικιά κοπέλια

ΔΗΜΗΤΡΗΣ – ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Δ: εμίσεψε για σήμέρο λοιπόν η μέρα ντίπ-ι
Λ: για τη δικιά σου γ-κεφαλή αρμόζου’ ν-τέθοιοι χτύποι
Δ: ποια γ-κεφαλή που για να ‘ρθεις πολλές φορές σε πήρα
Λ: θες κι από πάνω δα να βγεις, ο νους σου και μια λύρα
Δ: πολλές οι πλάκες δε θα πω, μα βλέπεις κάτι αλλάζει
Λ: δε ‘λλάζει πράμα ως κι αυτή με τ’ άλλα μπράτη μοιάζει
Δ: και πες μου ήτονε σωστό με τσ’ ώρες ‘πα να στέκω
Λ: ο μυθοπλάστης είσαι συ, ψευιές εγώ δε μ-πλέκω
Δ: όχι άλλως άστα ‘τσα να παν, πες έστω μια συγνώμη
Λ: στα χωρατά σ’ απόσβεση δεν έχω κάμει ακόμη
Δ: ήθελα μπρε να ‘νήμενες τσ’ ώρες που ‘πα ‘νημένω
Λ: βάλε μυαλό στη γ-κεφαλή και στα παιχνίδια, φρένο
Δ: είδα το και το πλέρωσα δε γ-ξαναλέω ψώμα
Λ: κι εγώ θα δέχομ’ ότι βγει ‘πό το δικό σου στόμα
Δ: είδες ε-δα πως συφωνείς ε-τούτο-να με γνοιάζει
Λ: τ’ αμάξι σκιας να σάξωμε’ για τ’ άλλα δε μ-πειράζει

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Αφού τα συφωνήσανε κι είπανε όλα ‘ντάξει
α- πό-ύ το δέτη ύστερα ε-σύρανε τ’ αμάξι
δε μ-πήρε ο Λευτέρης τζιπ, ούτε τη νεκροφόρα
μα το μεγάλο γερανό που ‘χε για ανάγκης ώρα
κι φόρτωσε σιγά-σιγά του Δημητρού τ’ αμάξι
ε-φόρτωσε ν-τον-ε κι αυτό στο συνεργείο να φτάξει
τ’ αμάξι ξεφορτώσα-σι αι χωριστήκα’ ‘πιτης
σκιας δέκα μέρες για σαξό ήθελε-ν ο τεχνίτης
μα μη σας τα πολυλογώ, ας ‘φήσω σκιας ζαέρι
να σας τα πουν οι φίλοι μας και από πρώτο χέρι

ΔΗΜΗΤΡΗΣ – ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Δ: φούρια Λευτέρη δώσε του ογλήγορα να σάξει
Λ: κατέχω το πώς δε μπορείς μαθώς χωρίς αμάξι
Δ: γι αυτό λοιπόν κανόνισε ναμάζωξε τα μπράτη
Λ: χρειάζομ’ ανταλαχτικά για να το κάμω ζάφτι
Δ: έ, πόσες μέρες δηλαδή θες να τα παραγγείλεις
Λ: άσε κι ατύχημα προθές είχε-νε κι ο Βασίλης
Δ: κι είντα σημαίνει τούτο-να για είντα να με γνοιάζει
Λ: εστέρεψα ‘νταλαχτικά κι απ’ το δικό ν-τ’ αμάξι
Δ: ας είναι ‘τσα να βάλεις μπρος και ντίπ-ι μην αργήσεις
Λ: άμε μπρε να ξεκουραστείς κι ας τσι παρατηρήσεις
Δ: μπρέ-συ Λευτέρη πες μου σκιας τσι μέρες να γατέχω
Λ: σε πέντε μέρες έτοιμο τ’ αμάξι σου θα-ν έχω
Δ: ε φεύγω μπάρε μου ‘πό ‘πα’ και θα τα ξενά πούμε
Λ: να πας Δημήτρη στο καλό και ξα μου ‘με’ ‘πα’ που ‘μαι



ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Έτσά λογιώς χωρίσανε λίγο πρι’ μ-πέσ’ η νύχτα
‘πό του θεού τη ν-ταχυνή ήτο γ-κι οι δυο στη ν-τζίτα
μιας κι ήτο φίλοι παιδικοί σαφώς και δε χαθήκα’
και τάβλι παίζανε μαζί και για ξενύχτια ’βγήκα’
καβγάδες ανταλλάσανε εχτός από τ’ αμάξι
στο γήπεδο, στο γ-καφενέ, όπως παλιά στη ν-τάξη
ήντουσα’ φίλοι γ-καρδιακοί σα Δάμων και Φειδίας
προπέτες πάντα κι αρωγοί κάθα διαμαρτυρίας
για καλαμπούρι βρίζουντα’ κι εδερνοκοπανιούσι
ότι πολύ ‘γαπιόντουσι, λεφτό δε ν-το ξεχνούσι
ούλη ν-την ώρα πνίγουντα’, καβγάς βαρύς μεγάλος
μ’ αν έγγιζε κιανείς του νους ‘θελα το μ-πνίξ’ ο άλλος
έτσά λογιώς το κάνουνε τ’ αδέρφια μες στη ζήση
τρώγουνται, κατσοπνίγουνται κι υπάρχ’ αλισβερίσι
μ’ α’ μ-πέσει τρίτος μέσα κει-ά τον ένα για να βλάψει
‘κονίζει νύχι’ ο δεύτερος να το γ-κατασπαράξει
έτσά ‘ν’ οι φίλοι οι μπιστικοί ο γ-ης τον άλλο «θάφτει»
και σάχνουν ανταγωνισμό χωρίς να βγάνου’ μάτι
ποτέ στη μ-πλάτη δε βαρούν, μόνο σαφή στο μπέτη
κι ο γ-ης τ’ αλλού συνέχεια σηκώνει το νταμπιέτι
με τα παιχνίδια, το γ-καβγά, το νήμα ξετυλίγαν’
και του Λευτέρη τη δουλειά, οι πέντε μέρες ‘φυγαν
τ’ αμάξι γίνηκε γ-κουτί κι ο Μήτσος του σιμώνει
πέρα και πόδε το θωρεί και το ‘ποκαμαρώνει


ΔΗΜΗΤΡΗΣ – ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Δ: γεια σου Λευτέρη μερακλή, μη βρέξει και μη στάξει
Λ: Δημήτρη ολοκαίνουργιο σου το ‘καμα τ’ αμάξι
Δ: τόση-να ώρα το θωρώ κι ολόγυρα το παίρνω
Λ: είπα σου Μήτσο, σκάρτο ‘γώ, πως πράμα δε σου φέρνω
Δ: είχες και τ’ ανταλλαχτικά καβάντζα του Βασίλη
Λ: η εταιρία θέλει αλλιώς σκιας μήνα να τα στείλει
Δ: είσαι μεγάλος μάστορας , ως το πες ‘τσα κι εγίνη
Λ: γιάντα θαρρείς μπρε Δημητρό πως πήρα την ευθύνη
Δ: ανάθεματο διάολε πως ήτο-νε χαντούνια
Λ: χάρχαλο πως δεν έκαμες μαλάκα, τα σιφούνια
Δ: ε-πρόλαβα κι ε-πόρισα, πάλι καλά Λευτέρη
Λ: άγιος Μήτσο τότε-σας σε βάστα-ν απ’ το χέρι
Δ: δεν είχα μούδε τζαργκουνιά μ’ έτσά στραπάτσο ‘ν’ τέλει
Λ: αφόσο τη σκαπούλαρες όχι άλλως μη σε μέλει
Δ: να ‘σαι Λευτέρη μου καλά, δουλειές ετσά να πιάνεις
Λ: Δημήτρη πάλι ‘ντάκαρες καψώνια και μου κάνεις
Δ: έτσά γι αστείο να το πω, το μ-πάγο ν’ αλαφρύνω
Λ: φοβούμαι το τ’ αστείο σου Δημήτρη μου κι εκείνο
Δ: όχι Λευτέρη μη ν-το λες, λόγω τιμής α-μνόγω
Λ: έγνοια σου και πιστεύγω το’ ν-τον ε-δικό σου λόγο
Δ: στσ’ άλλες μου πλάκες το κατές αλλού ν-τ’ αλλού ‘ριβάρω
Λ: δε ν-το ‘χα ζάβαλε στο νου ‘κει-α να σε πρεζεστάρω

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Για δέτε πως του γίνηκε ν-το πάθημα ν-του πράξη
θα ‘πρεπε μάλλο μ-πλια νωρίς να τράκερνε ν-τ’ αμάξι
σα’ ν-του Αισώπου το βοσκό κι αυτός την είχε μ-πάθει
έτσα ‘πρεπε να του γενεί του Δημητρού, να μάθει
μα βόλεψ’ η κατάσταση πλια ‘κείνου, το Λευτέρη
που ξεμιστεύτηκ’ εντελώς ‘πό κόρπο γ-ή χουνέρι
ετσά στο τέλος διάβηκε αγάλι η ιστορία
το πάθημα μας γίνεται μάθημα στη μ-πορεία
γροικάτε δα και τσοι στερνούς διαλόγους για να δείτε
πως πρέπει να ‘ν’ οι φίλοι σας για να τσ’ εμπιστευτείτε

ΔΗΜΗΤΡΗΣ – ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Δ: ε το παντέρμο κι έλεγα κρίμα-ς το τέθοιο αμάξι
Λ: πάρ’ το δα να το χαίρεσαι για τ’ άλλα θιος φυλάξει
Δ: εσύ θωρώ και το ‘βαψες για χρώμ’ άλλο το κάνω
Λ: σαν αναλάβω ‘γώ δουλειά ‘πό τα μαλλιά τη μ-πιάνω
Δ: δεν αφιβάλλω για ‘το-να και πούρι το κατέχεις
Λ: πάρ’ το και σα’ ν-τα μάθια σου Δημήτρη να το έχεις
Δ: Λευτέρη το λυπήθηκα σα στούκαρα στο στύλο
Λ: μου ‘ρχεται Μήτσο, φάσκελο ντελόγο να σου στείλω
Δ: ε ναι μου κακοφάνηκε σαν είδα φλας σπασμένα
Λ: άσε τ’ αμάξι μπρε-συ δα, να γνοιάζεσαι για σένα
Δ: ‘συ δε ‘θελα ταραχιστείς μάσκα ‘χε δεις σπασμένη
Λ: αμάξι φίλε γίνεται, μα Μήτσος μπλιο δε βγαίνει
Δ: Λευτέρη μιας και το ‘σαξες σαν είντα θες να πάρεις
Λ: θέλω Δημήτρη μου ποτέ να μη γ-ξανατρακάρεις

Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-04-2015