Οι ακροατές

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από το: 'Οι ξένοι που αγάπησα'

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Οι ακροατές.

Walter de la Mare (The Listeners)

‘Είναι κανείς εδώ;’ πε ο ταξειδιώτης
την φεγγαρόλουστη χτυπώντας πόρτα
και τ’άτι του βοσκούσε στην σιωπή,
φτέρες στρωμένου δάσους, άγρια χόρτα..

Από την ντάπια φτεροκόπησε πουλί,
πάνω απ’του ταξειδιώτη το κεφάλι
κι’αυτός την πόρτα ξανά χτύπησε
‘Είναι κανείς εδώ;’ πε πάλι.

Μα να τ’ανοίξει δεν κατέβηκε κανείς
κι’απ’το περβάζι,το στεφανωμένο φύλλα,
κανένας δεν επρόβαλε να’δεί
τα σαστισμένα μάτια του, τα γκρίζα..

Μόν’έν’ασκέρι φαντασμάτων στέκονταν,
στο άδειο σπίτι πού’χαν κατοικιά,
στην σιγαλιά του φεγγαρόφωτου,ακούγοντας
του ταξειδιώτη την ανθρώπινη λαλιά..

Στις αμυδρές φεγγαραχτίδες ,συνωστίζονταν,
σε άδειου χωλλ μια σκάλα σκοτεινή
κι’ακούγαν σε αέρα πού’τρεμε
από του μόνου ταξειδιώτη την φωνή..

Τ’αλλόκοτό τους στην καρδιά του ένοιωσε
και την σιωπή που απαντούσε στην φωνή του,
κάτω απ’τον έναστρο πολύφυλλο ουρανό
χλόη σκοτεινή βοσκούσε το φαρί του…

Γιατί την πόρτα ξαναχτύπησ’άξαφνα
πιο δυνατά.. κι’ύψωσε το κεφάλι.
‘Πως ήρθα να τους πείτε…και δεν μ’άνοιξαν,
πως κράτησα το λόγο μου.’,είπε πάλι..

Οι ακροατές παράμειναν ασάλευτοι,
αν και του άντρα που ακόμα ήταν ξύπνιος,
στου σιωπηλού σπιτιού τους τις σκιές
της κάθε λέξης του αντήχησε ο ήχος..

Ω!στον αναβολέα το πόδι του το άκουσαν,
τον ήχο πέταλου όταν με πέτρα σμίγει
και την σιωπή ήσυχα να ξεχύνεται
σαν οι που βούλιαζαν οπλές είχανε φύγει…

Απόδοση στην ελληνική: Μ.Ελμύρας.
[align=center]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-05-2015