Ολιγωρία κι αντάρα (ιιι)

Δημιουργός: Sui generis

ΙΙΙ. Ανταρσία

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αυτοκτόνησε αμέτρητες φορές κι ήταν σ'όλες όμορφη.
Τυφλώθηκε από μιαν αστραπή στο πρώτο του όνειρο
μα η γοητεία δεν τον αρνήθηκε.
Όταν η επανάσταση τελείωσε με την ανακωχή της φθοράς τους
και οι μορφές δεν ήταν άλλο από ματωμένα λάφυρα,
βρέθηκαν για να πεθάνουν μαζί.
Εγώ αισθάνθηκα την ηδονή της άνοιξης
δίχως τα κρανία των ρόδων να μου στοιχειώνουν το σαλόνι,
παρά μονάχα με την αποδοχή της ματαιότητάς της.
Η κρυπτογραφημένη αγιότητα της εξέλιξης
προς την ίδια αρχή και τέλος είναι η έξαψη,
η υπεροχή του χάους στην περατότητά μας.

Δεν θα βρέξει απόψε, η θεία πρόνοια μεριμνά
γιατί μάθαμε την ομορφιά ανυπόστατη αν δεν φλέγεται.
Η πρόοδος έφτιαξε το μπαρούτι να λειτουργεί στα θυμιατά
κι ολόκληρα χωριά να καίγονται πάνω στην φλόγα ενός κεριού.
Το παραμορφωμένο είδωλο της λάμψης μας στον χρόνο,
που πήραν όλοι τόσο σοβαρά και τόσο απάνθρωπα, τραγουδά.
Τραγουδά και χορεύει η θάλασσα στα πόδια της φρεγάτας.
Τραγουδά και χορεύει ο αέρας που τρυπώνει στα σφαλισμένα σπίτια.
Τραγουδά γιατί μάθαμε την ομορφιά ανυπόστατη αν δεν φλέγεται.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-05-2015