Ο καθρέφτης

Δημιουργός: Θεόδωρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αι γενεαί αι πάσαι,
στων αιωνίων εποχών τα πάθη γαλουχούνται.
Αγάλλονται στον ερχομό του νέου που γεννιέται.
Συνθλίβονται στου υπέρβαρου του χρόνου λεπτοδείχτη.
Βουρκώνουνε στο μύρο του απέραντου κενού.
Προσμένουνε καρτερικά το μύθο της ανάστασης.

Η άρνηση της άρνησης μοιραία ως το τέρμα,
στα χέρια της βαστά γερά τις μνήμες του αγέρα.
Είναι βαριά η κατάρα της, αισθήματα δεν έχει.
Του ενός του μπήγει το σπαθί και τ' άλλου το μαχαίρι.

Ακούμπησε το χέρι σου στο στέρνο μου Μαρία,
έτσι όπως αγκάλιασες το άψυχο παιδί σου.
Θυμάσαι αλήθεια στο σταυρό τι δίψα ήταν κι αυτή;
Λίγο νερό απ' τα χέρια σου δεν μπόρεσε να πιεί.

Τι δίψα αλήθεια,τι πόνος, τι θλίψη,
τι παράπονο, τι θάνατος, τι λύτρωση!
Θεοί κι ανθρώποι Μαρία πεθαίνουν από δίψα!

Η ζέστα του χεριού σου διαπερνά το είναι μου,
τώρα μπορώ και αναπνέω. Υπάρχω.
Υπάρχω και φοβάμαι, φοβάμαι γιατί υπάρχω.
Αρνούμαι την άρνηση μου, αρνούμαι να μ΄αρνούνται.

Δεν θέλω να κοιμηθώ. Μισώ τον ύπνο και τον θάνατο.
Αγαπώ τη ζωή Μαρία. Έτσι όπως την ονειρεύτηκα παιδί,
παίζοντας στις αλάνες κρυφτό κι αμπάριζα.
Δεν θ' αφήσω να μ' αρνηθεί κανείς μητέρα.

Θέλω να σκουντώ τους ανθρώπους για να μη κοιμούνται,
Τους αγαπώ μ΄αρέσει η κίνησή τους.
Υπάρχω μέσα σ' αυτούς. Συμπάσχουμε Μαρία.
Βοήθα και συ νάναι όλοι καλά. Θεός φυλάξει.

Στον άμοιρο καθρέφτη,
π' αντιφεγγίζει το κερί στην άγια εικόνα σου,
βλέπω τα μάτια μου Μαρία.
Εσύ είμαι εγώ και εγώ εσύ κι αυτός κι αυτή
κι ο αρνητής και ο αρνούμενος.

Γέννημα θρέμμα είσαι και συ,
σκλάβων στρατιών πάνω στη γη.
Τώρα κατάλαβα καλά...
Θα δώσω μια γερή γροθιά να σπάσω το γυαλί...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-05-2006