Ρούχο αποφράδας μέρας. (ωδή στον Κώστα Κουκκί

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από το : ΄Διαφωνία για τον ήλιο κάποιου Ιούνη'.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ρούχο αποφράδας μέρας.
( Ωδή στον Κώστα Κουκκίδη)

Πως δεν υπήρξες, λένε, κι’είσαι ψέμμα…
..όμως συχνά σε βλέπω στ’όνειρό μου
να ξενυχτάς- σ’ακτή χαμένου κόσμου,
πνιγμένου στην φοβέρα και στο αίμα-
σκοπός στον βράχο όπού κυμάτιζε σημαία
τα δίκαια, τα άγια, τα ωραία..

Να’τανε προσταγές..νά’ταν ορμήνειες
εκείνες οι φωνές που σ’οδηγήσαν
κι’έτρεξες να προλάβεις όσα αργήσαν
να φέρουνε διχόνοιες, μίση, γκρίνιες;
Νυχτιάτικα έτρεξες…το χάραμα να σ’εύρει
φρουρό στο φως.. προτού το πνίξουν τα ερέβη.

Ροδάνθιζε τ’Απρίλη η αμφιλύκη,
στης Αθηνάς τον ιερό τον βράχο,
σαν ήρθανε, ουρλιάζοντας, οι λύκοι
και σ’ηύρανε να στέκεις’κεί.. μονάχο,
μέσ’στης καρδιάς την άγρια καταιγίδα,
με την κλαμένη να μιλάς άγια Πατρίδα…

Να υποστείλεις σε διατάξαν την Ελλάδα..
αρνήθηκες..κι’αυτοί την κατεβάσαν,
στην έδωσαν..την τύλιξες στους ώμους,
ήρθαν προγόνοι κι’άγριο αψέντι σε κεράσαν,
σου φύτρωσαν φτερά για ουράνιους δρόμους,
αγγέλοι παραστέκαν στο πλευρό σου,
δάκρυσες…έκανες τον σταυρό σου
κι’όρμησες στον αιώνα ως οι γενναίοι,
οι άμωμοι, οι άγιοι, οι ωραίοι..

Πως δεν υπήρξες, λένε, κι’είσαι ψέμμα..
..όμως συχνά σε βλέπω στ’όνειρό μου
να φτερουγίζεις στις αυλές αυτού του κόσμου,
που στοίχειωσε η φοβέρα και το αίμα..
να φτερουγίζεις..να πονάς και να δακρύζεις,
ντυμένος, όπως τότε, την Ελλάδα,
ρούχο που διάλεξες μια μέρα αποφράδα.-
[align=center]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-11-2015