Ο Χρονοσ Που Ετελεψε

Δημιουργός: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καράβια καταυγάζουνε στους δρόμους τους θαλασσινούς,
σαλπάροντας αργά, σαν μεθοδευμένη τελετουργία,
μα εγώ θυμάμαι τα καράβια, το στίγμα, την πορεία,
λιμάνια, θάλασσες, στη βάρδια, στη λαγνεία,
σε βρώμικες, σε σάπιες αποβάθρες,
φορτώνουν…ξεφορτώνουνε φορτία,
το πρώτο πέυμεντ, συχνά υπερωρία,
μα ούτε ένα γράμμα έστειλε, ούτε ένα μήνυμα πως ήτανε καλά...

Η βραδιά που προχώραγε στα χρώματα της δύσης που ξεθώριαζαν,
ο χρόνος που ετέλεψε, η τελευταία αίσθηση που έγινε παραίσθηση,
σα μια ρουφήχτρα και με τράβαγε βαθιά με τα κοράλλια,
γέμισε το μυαλό μου με θάλασσα γαλάζια,
ο λοστρόμος, ο γραμματικός μαζί μας κι’ ο μαρκόνης,
για αυτούς που έφυγαν, για αυτούς που ακόμα είναι ξέμπαρκοι,
επιθυμία για φυγή, για μπάρκο η για επιστροφή,
σ’ εσένα, για εσένα, στην πατρίδα, στο νησί.

Η μυρωδιά απ' το φιούελ μου γίνεται αφόρητη,
βαριά γεμίζει στα ρουθούνια η υγρασία,
ασφυκτιώ, πνίγομαι... θέλω ν' ανασάνω λεύτερα,
του πρώτου ο λόγος ζυγιασμένος, μου ‘δινε θάρρητα
έριχνε φως στης ψυχής μου το καμίνι,
στεριά που πέταγε μπουρίνι,
ψυχρό νερό που μούσκευε ως κάτω την πλάτη,
λαχτάρησες τον ήλιο, τη ζωή και την αγάπη,
στον ήλιο τον καυτό και στη βροχή.

Ο Φιλιππίνος σκάπουλος, όπως μου στόρισε ξανά την ιστορία,
πως χάθηκε η μάνα του, πως την επλάκωσε η λάσπη στο νησί,
και πως τον αδελφό του έπνιξε ο τυφώνας στο μπουγάζι,
αύτανδροι όλοι επήγανε, δεν γλίτωσε κανείς,
μα εμείς, μπροστάρηδες χρόνια τώρα στα λιμάνια,
στης Μπραζιλίας, του Περού και της Χιλής,
να χορεύουμε σάμπα και να τρώμε παπάγια,
στην άμμο, με απογόνους των Ατζέκων και των Ίνκας τη φυλή.

Γλάστρες με βασιλικούς που φούντωναν,
πίσω απ' το φινιστρίνι, σε άδειες καμπίνες,
πολύχρωμα κλουβιά, με καρδερίνες,
κελάηδαγαν, τιτίβιζαν και χόρευαν σαν μπαλαρίνες,
μάτια μεγάλα, μέσα στις αδιέξοδες νύχτες,
σαν καύτρα από τσιγάρο μες στο σκοτάδι,
βλέπω, ακούω, σκιάζομαι τα αγέρι στο λιμάνι,
τα ασυνάρτητα λόγια, στις ασήκωτες μου πίκρες.

Κάτω στην κουβέρτα, οι κάβοι απλωμένοι,
κ’ οι μηχανικοί ν’ αλλάζουνε, της μπόρνας το καζάνι,
της δεξιάς το ινσενερέιτορ, ετρίπαρε και πάλι,
θυμάμαι, τους κατέβασες πρωί μέσα στ’ αμπάρι
τους λάκκους στις σεντίνες να ξεφράξουνε,
κι θάλασσα να μπαίνει, απ’ την πρύμη, ζωντανή,
κ’ η καραντίνα στον ιστό, επίμονα, ζητάει να πρατιγάρει,
σαβούρωμα μ’ εκείνο το σουέλ, ήταν δεν ήτανε κοντά στην Αφρική.

Ποτισμένος από αρμύρα, το κανάλι το δεκάξι καταράστηκα,
χρόνια με χάρτες ναυτικούς και πορτολάνες, περιμένοντας, κουράστηκα,
στο Άνκορειτζ, στον Αρχάγγελο, στα στενά του Μαγγελάνου, να χαράξει
στο Χοκάϊντο, στη Σουμάτρα, στη διώρυγα του Παναμά, για να βραδιάσει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-12-2015